Όντως γιατί φωνάζω; Πριν από λίγο μιλούσαμε. Μετά διαφωνήσαμε. Και τώρα φωνάζω. Τι προσπαθώ να καταφέρω μέσα από τον τόνο της φωνής μου; Θα το καταφέρω;
Σαν άνθρωποι είμαστε φύσει κοινωνικά όντα. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως στις βασικές ανάγκες της ζωής συμπεριλαμβάνεται και η ανάγκη να ερχόμαστε σε επαφή και να επικοινωνούμε και με άλλα άτομα. Ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνούμε είναι ξεχωριστός για τον καθένα και σε σημαντικό βαθμό ορίζει τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του. Με αυτόν τον τρόπο αποκτάμε κατά την πρώτη επαφή μας με έναν άνθρωπο μια πρώτη ιδέα. Γιατί σαν άτομα εκφράζουμε ασυνείδητα τις σκέψεις μας, όταν βέβαια δεν προσβάλουν τον συνομιλητή μας κι όταν τα πλαίσια της επικοινωνίας δεν είναι αυστηρά καθορισμένα (π.χ. συνέντευξη για μια θέση εργασίας). Εκφραζόμαστε με λέξεις και φράσεις που στο μυαλό μας την εκάστοτε χρονική στιγμή μοιάζουν ιδανικές. Έτσι, βρίζουμε όταν είμαστε εξοργισμένοι, μιλάμε όμορφα όταν μας έχει συμβεί κάτι χαρούμενο κι αποφεύγουμε ως έναν βαθμό την επικοινωνία, όταν νιώθουμε άγχος.
Τι είναι αυτό, όμως, που μας κάνει να φωνάζουμε; Για ποιον λόγο, όσο κι αν εξοργιστούμε, όσο κι αν θέλουμε να λήξει μια συζήτηση, σπεύδουμε στο να ανεβάσουμε τον τόνο της φωνής μας για να το κάνουμε; Έχουμε άραγε κληρονομήσει όλοι στον κόσμο αυτήν την τακτική από τους προγενέστερους μας; Έχουμε διδαχθεί αυτόν τον τρόπο αντιδραστικής επικοινωνίας από τον κοινωνικό μας περίγυρο; Ή μήπως τελικά είναι ένα ένστικτο, το οποίο παρουσιάζεται έμφυτο χαρακτηριστικό κάθε ανθρώπου;
Στα social media κυκλοφορεί μια θεώρηση – μύθος από έναν σοφό Ινδιάνο. Η θεωρία του ανθρώπου αυτού, λοιπόν, είναι πως οι άνθρωποι μιλάνε σιγανά, όταν βρίσκονται σε γαλήνη καθώς κι οι καρδιές τους είναι κοντά η μια με την άλλη. Με τις λογομαχίες και τον τσακωμό οι καρδιές τους απομακρύνονται, γι’ αυτό και νιώθουν την ανάγκη να φωνάζουν. Μια τόσο αλληγορική θεώρηση των πραγμάτων, όμως, δεν μας καλύπτει. Κι όσον αφορά τα προηγούμενα ερωτήματα που θέσαμε σε αυτήν την αναζήτηση, κατά πόσο μια διαφωνία λύνεται με τις φωνές; Μόνο όταν η διαφωνία και οι φωνές συνδυαστούν με εκφοβισμό. Σε μια συζήτηση μεταξύ φίλων, όμως, που παρεκτρέπεται; Σε ποιο βαθμό, παρά τις όποιες προσπάθειες επιβολής, καταφέρνει ο Α συνομιλητής να πείσει τον Β; Και γιατί νιώθει εξαρχής την ανάγκη να ανεβάσει τον τόνο της φωνής του, πράγμα το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις το κάνουμε ασυνείδητα και στο τέλος δεν μας προσφέρει παρά έναν ακόμα λόγο για τσακωμό;
Μήπως τελικά είναι ένας επικοινωνιακός μηχανισμός άμυνας; Σαν άνθρωποι όταν νιώθουμε την ανάγκη να ακουστούμε μέσα στον θόρυβο φωνάζουμε. Όταν χρειαστούμε βοήθεια φωνάζουμε. Όταν διαφωνούμε κι αν εκνευριστούμε φωνάζουμε δίχως να το καταλαβαίνουμε τις περισσότερες φορές. Βέβαια, κάποιοι άνθρωποι μεγαλωμένοι σε διαφορετικό περιβάλλον φωνάζουν σε πολύ μεγαλύτερες συχνότητες και σε πολύ περισσότερες περιπτώσεις. Σε γενικές γραμμές όμως όλοι νιώθουμε μια ένταση την οποία και εξωτερικεύουμε μέσα από τις φωνές μας. Είναι ένα ανθρώπινο γνώρισμα το οποίο το συναντάμε ανεξαρτήτως χώρας, θρησκείας και χρώματος. Είναι ένα γνώρισμα το οποίο γνωρίζουμε από την βρεφική ηλικία. Το κλάμα κι οι φωνές ενός μωρού αποτελούν επικοινωνιακό μηχανισμό για να δώσει στους γονείς του να καταλάβουν πως κάτι χρειάζεται. Αργότερα όταν το μωρό θα μεγαλώσει, σχεδόν ανεξάρτητα από το αν στο σπίτι του διαμορφώνεται ένα περιβάλλον με ένταση ή όχι, όταν θα πάρει μια αρνητική απάντηση σε κάποια επιθυμία του, τότε μέσα στην στενοχώρια του θα κλάψει και θα φωνάξει.
Μήπως εδώ που τα λέμε μικρή σημασία έχει το περιβάλλον στο οποίο θα μεγαλώσει κάποιος σε αυτό το ζήτημα; Μήπως σαν άνθρωποι η δημιουργία μιας έντασης μέσα μας δημιουργεί την ανάγκη να φωνάξουμε; Και το βασικό ερώτημα κάπου εδώ, στο τέλος αυτής της ατελούς αναζήτησης, είναι το εξής: Αν από αύριο καταφεύγαμε μόνο συνειδητά στην αύξηση της έντασης της φωνής μας, πόσοι θα το κάναμε και σε τι συχνότητα;