Το Μαύρο Νερό είναι η νουβέλα του Μιχάλη Μακροπούλου που κυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Κίχλη και έχει συζητηθεί από πολλούς. Ένα δυστοπικό τοπίο τοποθετημένο στην ελληνική επαρχία με έναν τρόπο τόσο οικείο που καθηλώνει τον αναγνώστη. Νομίζω ότι είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά βιβλία που έχω διαβάσει τελευταία και το προτείνω ανεπιφύλακτα.
Είναι ένα βιβλίο που θα περίμενε κανείς να πλησιάσει ακραία δυστοπικά πρότυπα και να προσεγγίσει την οικολογική καταστροφή από μια πολύ διαφορετική, αν και συνηθισμένη οπτική. Κι όμως, ο συγγραφέας ακολουθεί το παραδοσιακό ελληνικό μονοπάτι της κλασικής πόζας και δημιουργεί ένα σύγχρονο αριστούργημα.
Η ιστορία μας αποτελείται από δυο βασικούς χαρακτήρες, τον Πατέρα και τον γιο, Φόρη. Ζουν σε ένα ηπειρωτικό χωριό έξω από τα Γιάννενα, σε έναν τόπο γεμάτο βλάστηση και πλούσια πανίδα, πηγές με νερό και δάση, χωρίς ωστόσο να μπορούν να τα εκμεταλλευτούν λόγω της ακραίας μόλυνσής τους. Ο αφηγητής ή ο συγγραφέας δεν εξηγεί τι είδους μόλυνση είναι ή τι έχει συμβεί σε αυτό το χωριό που είναι εγκατελελειμμένο. Η πλοκή δεν χωράει εξηγήσεις ή περιττές λεπτομέρειες κι αυτό δένει αρμονικά με το μυστήριο του τοπίου.
Η θρησκευτικότητα είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του βιβλίου. Μια θρησκευτικότητα τυφλή και βαθιά με έναν τρόπο τόσο γνώριμο που θα βρει τον Έλληνα αναγνώστη να ταυτίζεται μαζί της, να αναγνωρίζει τη δική του πίστη μέσα στην πίστη του Πατέρα.
Ένα άλλο δυνατό σημείο του βιβλίου είναι η έλλειψη εμβάθυνσης στη ψυχογράφηση των χαρακτήρων, κάνοντας να διεισδύει περισσότερο στα συναισθήματα αυτών. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα βιβλίο πλημμυρισμένο από συναισθήματα: άλλοτε αγάπης και οργής, άλλοτε απελπισίας και θλίψης.
Όλα περιστρέφονται γύρω από τη δύναμη της αγάπης του Πατέρα και του γιου. Τα γεγονότα τρέχουν πίσω σε δεύτερο επίπεδο, όσο οι κεντρικοί μας ήρωες αναζητούν έναν τρόπο να εκπληρώσουν τη σωτήρια τους, να λυτρωθούν.
Ποιος είναι ο Μιχάλης Μακρόπουλος, το πρόσωπο πίσω από αυτή τη σημαντική νουβέλα; Ο Μιχάλης Μακρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965 και σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έζησε εννέα χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Πλέον κατοικεί στη Λευκάδα με τη σύζυγό του και με τα δυο τους παιδιά, και περνά μεγάλα διαστήματα στο Δελβινάκι Πωγωνίου στην Ήπειρο. Εργάζεται ως μεταφραστής λογοτεχνίας από τα αγγλικά και τα γαλλικά.

Περίληψη
Ένας πατέρας κι ο ανάπηρος γιος του, με όπλο την αγάπη που τρέφουν ο ένας για τον άλλο, παλεύουν να επιβιώσουν σ’ ένα χωριό που ερημώνει, στα βουνά της Ηπείρου. Γύρω τους έχει συντελεστεί μια οικολογική καταστροφή το νερό πλέον δεν πίνεται, τα ζώα και τα φυτά είναι δηλητηριασμένα.
Ο αγώνας τους δίνεται με λόγο λιτό και ποιητικό στο Μαύρο νερό.
Περίμενε υπομονετικά ήξερε ότι αργή ή γρήγορα κάποιο ζώο θα κατέβαινε να ξεδιψάσει στο νερό, που ξεγελούσε με τον γάργαρο ήχο του. Πενήντα μέτρα παραπίσω ήταν η παλιά δεξαμενή, με μισοσβησμένα πάνω τα γράμματα της RIPOIL, ενώ τα πλατανόφυλλα βάθαιναν με τον ίσκιο τους το καφεκόκκινο χρώμα της σκουριάς. Τρύπες είχαν ανοίξει στο μέταλλο, ένα παχύ στρώμα από σάπια φύλλα είχε γίνει χούμος μέσα, και η παλιά δεξαμενή ήταν γεμάτη ζωή: έντομα, τρωκτικά, πουλιά που μπαινόβγαιναν. Το πλατανόδασος δίπλα στο ποτάμι είχε δεχτεί με συγκατάβαση τον μεταλλικό ξένο, τον είχε κυκλώσει σκιάζοντάς τον, και κλαριά ακουμπούσαν πάνω του και τον διαπερνούσαν.