Από τον σκηνοθέτη του «El Cuerpo/Το Σώμα» (2012), Oriol Paulo, η ταινία μυστηρίου του φετινού καλοκαιριού είναι αναμφίβολα το «Contratiempo», ή, αν προτιμάς τους ελληνικούς τίτλους, «Ο Αόρατος Επισκέπτης». Σκοτεινό και καλογυρισμένο, χωρίς φτηνά κλισέ, τυπικές μουσικές αγωνίας και αγχωτικό μοντάζ, το Ισπανικό thriller υφαίνει την ιστορία αντί να την διηγείται και προτείνεται ανεπιφύλακτα για σχεδόν δύο ωρίτσες καλού σινεμά. Εξαιρετικού όχι, αλλά καλού, κι αυτό φτάνει, όταν είναι Ιούλιος και δεν παίζει πουθενά τίποτα.
Ο νεαρός, επιτυχημένος επιχειρηματίας Adrian Doria (Mario Casas) κατηγορείται για τον φόνο της ερωμένης του, Laura Vidal (Bárbara Lennie). Στο σπίτι του ιδίου, όπου βρίσκεται υπό περιορισμό μέχρι την δίκη του, τον επισκέπτεται η αναγνωρισμένη συνήγορος υπεράσπισης Virginia Goodman (Ana Wagener) που ανέλαβε την υπόθεσή του έπειτα από μεσολάβηση του δικηγόρου του, Felix Leiva. Τα στοιχεία είναι ξεκάθαρα εις βάρος του Doria, με το πτώμα της Laura να ανακαλύπτεται από την αστυνομία σε δωμάτιο ξενοδοχείου, όπου παράλληλα βρισκόταν εκείνος, τα δακτυλικά του αποτυπώματα (πάνω στο φονικό αντικείμενο που την σκότωσε) και ελάχιστες δικαιολογίες από πλευράς του, που δεν έπεισαν κανέναν. Ισχυρίζεται ότι ενοχοποιήθηκε. Υποστηρίζει ότι υπήρχε κάποιος στο δωμάτιο που του επιτέθηκε και, όσο ο ίδιος ήταν αναίσθητος στο πάτωμα, δολοφόνησε την κοπέλα. Ο μυστηριώδης ένοχος, ο αόρατος επισκέπτης του τίτλου, μπήκε και βγήκε στο δωμάτιο με τρόπο που ακόμη και o Doria αδυνατεί να εξηγήσει. Κλειδωμένες πόρτες και παράθυρα χωρίς χερούλια στέκονται ανάμεσα στην ανάγκη του να αποδείξει την αθωότητά του και τα αδιάσειστα δεδομένα που στηρίζουν το αντίθετο.
Η Virginia Goodman όμως δεν είναι όποια κι όποια. Αποφασισμένη να πετύχει τη διαλεύκανση την υπόθεσης, τονίζει στον Adrian ότι πρέπει να συνεργαστεί. Ο εισαγγελέας έχει έρθει σε επαφή με έναν καινούργιο μάρτυρα και οι ώρες που απομένουν για να καταστρωθεί ένα σωστό σχέδιο υπεράσπισης είναι λιγοστές. Κάτω από την πίεση της μεθοδικής Goodman, o Doria αποκαλύπτει σιγά σιγά την αλήθεια για την μέρα πριν το τραγικό γεγονός, για το τροχαίο που έμπλεξε τα πράγματα για εκείνον και την Laura -τη φωτογράφο που μετατρέπεται σιγά σιγά σε κάτι περισσότερο από ένα αθώο θύμα- ξεθολώντας βήμα-βήμα την πιθανή ταυτότητα του δολοφόνου.
Κάπως έτσι φτάνουμε στην αρχή του τέλους του μυστηρίου που μοιάζει με κουβάρι κλωστής με περισσότερες από δύο άκρες. Λιγότερο αλληγορικά, πρόκειται για μια σειρά από plot twists, για το βασικό στοιχείο, δηλαδή, της ταινίας. Με διαδοχικά flashback, o σκηνοθέτης σε προκαλεί να κοιτάξεις, να πιστέψεις, να ξανακοιτάξεις και να αναθεωρήσεις, περισσότερες φορές απ’ότι βολεύει τον περήφανο ντετέκτιβ που κρύβεις μέσα σου.
Δυστυχώς, η συντάκτης αυτών των γραμμών, ως πεπειραμένη crime-solver (ούτε καν, αλλά είναι ωραίο να ονειρεύεται κανείς) κάπου απογοητεύτηκε από την αδυναμία εκείνων ακριβώς των plot twists. Τα έβλεπα να έρχονται βρε αδερφέ, τουλάχιστον τα δύο από τα τρία (ή τέσσερα;)… Ίσως με μερικές μικρότερες σκηνές, σκέφτομαι, με λιγότερο κινηματογραφικό χρόνο διαθέσιμο στον θεατή για να βγάλει συμπεράσματα, το «κακό» να είχε αποφευχθεί και να συμμεριζόμουν πιο εύκολα το μεγαλοπρεπές 8/10 στο Imdb, που κρατάει ακόμη το Contratiempo, μετά από 10 μέρες προβολής.
Παρ’ όλα αυτά, η ταινία συνεχίζει να ξεχωρίζει λόγω των plot twists. Και αν αναρωτιέσαι γιατί στον τίτλο τούτης εδώ της κριτικής, ανακοινώνεται ως μαγκιά αυτό που στην προηγούμενη παράγραφο έσπευσα όλο υφάκι να «προσγειώσω», ο λόγος αναφέρθηκε παραπάνω, μαζί με την «προσγείωση». Είναι κάπου εκεί στη μέση, εκεί που αναφέρθηκε ο αριθμός τους. Εκεί που σου είπα ότι δεν ήταν μια η έκπληξη, ήταν πολλές. Έτσι, όταν εσύ κι εγώ, που ξέρουμε από εγκλήματα, ξενερώσουμε ανακαλύπτοντας το προφανές, o Αόρατος Επισκέπτης παίζει το αγαπημένο του χαρτί, εκείνο το εκνευριστικό, άβολο, ψυθιριστό… «Κοίταξε ξανά!»