Αν ήταν τραγούδι θα ήταν ένα από τα πιο όμορφα, ρομαντικά, παιχνιδιάρικα, αλλά και βαθιά μελαγχολικά ντουέτα της χρονιάς. Δεν το βάζω στην κορυφή της λίστας, πρώτον γιατί δεν έχω φτιάξει καμία τέτοια λίστα και δεύτερον γιατί με τόσες αξιοπρόσεχτες ταινίες να περνούν απαρατήρητες κάθε χρόνο, δεν είναι ιδιαίτερα σοφό να φτιάχνει κανείς λίστες, έτσι κι αλλιώς. Όπως αμέτρητα μουσικά ντουέτα έτσι και το Blue Jay, γραμμένο από τον Mark Duplass, ο οποίος επίσης πρωταγωνιστεί, δεν ξεχωρίζει για την πρωτοτυπία της ιστορίας του αλλά για τον τρόπο με τον οποίο οι ερμηνευτές του την κάνουν αληθινή. Πόσα τραγούδια μιλούν για την ίδια αγάπη, τον ίδιο ανεκπλήρωτο έρωτα, την ίδια επιθυμία, τα ίδια συναισθήματα; Πολλά σου θυμίζουν την δική σου ιστορία, μερικά νομίζεις πως γράφτηκαν για σένα, αλλά τα αντικαθιστάς στο μυαλό σου ξανά και ξανά. Υπάρχουν όμως κι εκείνα τα λίγα, που τα νιώθεις, μέσα σου και γύρω σου, μπαίνεις στον κόσμο τους και τα ζεις. Ζεις και εκείνη την ιστορία, από την αρχή ως το τέλος της, αν και δεν είσαι σίγουρος πια αν ήταν δική σου ή όχι. Δεν έχει σημασία, τώρα πια είσαι κομμάτι της και σου ανήκει.
Στο Βlue Jay, ο Jim (Douplass) και η Amanda (η εξαιρετική Sarah Paulson που «τσέπωσε» και το Emmy της πρόσφατα) ξανασυναντιούνται μετά από 20 χρόνια εκεί ακριβώς όπου έφτιαξαν, ερωτευμένοι και ξέγνοιαστοι, τις τελευταίες αναμνήσεις της σχολικής τους ζωής. Εκείνη έχει παντρευτεί, εκείνος το έχει ρίξει στη δουλειά, και οι δύο νοσταλγούν κατά βάθος αυτό που θα μπορούσαν – ή όχι; – να έχουν ζήσει μαζί. Περνούν λοιπόν τη μέρα σκαλίζοντας αντικείμενα και μνήμες από το κοινό τους παρελθόν, γελούν συνειδητοποιώντας πόσο έχουν αλλάξει και αναβιώνουν περασμένες εμπειρίες με μια αμηχανία που σταδιακά εξαφανίζεται, ανακαλύπτωντας τελικά πως μοιάζουν ακόμη, τόσο με τον παλιό τους εαυτό, όσο και μεταξύ τους.
Την ταινία σκηνοθετεί σε ασπρόμαυρα καρέ ο Alexandre Lehmann, με τον οποίο ο Duplass είχε συνεργαστεί στην τηλεοπτική σειρά The League, όταν ο πρώτος βρισκόταν πίσω από την κάμερα, ενώ ο δεύτερος πρωταγωνιστούσε. «Ήθελα έναν σκηνοθέτη που θα ήταν ταυτόχρονα και διευθυντής φωτογραφίας. Είναι σημαντικό ο σκηνοθέτης να ακολουθεί την ιστορία αυθόρμητα, με την κάμερα στο χέρι», σχολιάζει ο Duplass σε συνέντευξή του. Πράγματι, το Blue Jay θυμίζει μίνι-ντοκυμαντέρ, καθώς η κάμερα καταγράφει με ευλάβεια κάθε λέξη και κάθε έκφραση των πρωταγωνιστών, που πλησιάζουν όλο και περισσότερο ο ένας τον άλλο, ξαναβρίσκοντας, με μια γλυκιά ανακούφιση ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, τη χημεία που μάλλον δεν έχασαν ποτέ. Μία τέτοια χημεία, ξεχωριστή, σαν τους έρωτες εκείνους που συμβαίνουν μία φορά και συνήθως κρατάνε λίγο, έχουν και οι δύο ηθοποιοί. Δημιουργούν μία ατμόσφαιρα τόσο απολαυστική που δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της, αλλά και τόσο προσωπική και αθώα που ίσως να νιώσεις ένοχος που κοιτάς, σαν να το κάνεις παράνομα, μέσα απ’την κλειδαρότρυπα. Η Sarah Paulson, όσο κι αν παραδέχεται πως ήταν έξω από τα νερά της, καθώς δεν είχε δουλέψει ποτέ σε ρόλο με τέτοιο επίπεδο αυτοσχεδιασμού (το μεγαλύτερο μέρος των διαλόγων της ταινίας δεν ήταν γραμμένο από πριν), δεν πείθει κανέναν ότι δυσκολεύτηκε. Αντ’ αυτού δίνει μία εκφραστικότατη, ρεαλιστική και συγκινητική ερμηνεία, συχνά μόνο με ένα χαμόγελο ή μια γκριμάτσα, «σώζοντας» και τον Mark στις ελάχιστες -αλλά υπαρκτές- στιγμές όπου εκείνος το παρακάνει.
…Δε θα σας πω ότι θα βρείτε το Blue Jay σύντομα στον κινηματογράφο της γειτονιάς σας γιατί αυτό είναι αμφίβολο. Μετά την πρεμιέρα του στο φεστιβάλ κινηματογράφου του Τορόντο, όπου έκανε την καλύτερη εντύπωση, προβάλλεται τον Οκτώβριο σε επιλεγμένες αίθουσες της Αμερικής, ενώ θα ακολουθήσει το Netflix τον Δεκέμβριο. Πάντως, όποτε κι αν το συναντήσετε, δείτε το, γιατί ανάμεσα στα τόσα δακρύβρεχτα, feelgood, επικά, καλλιτεχνικά, αφηρημένα, κλισέ, υπερβολικά, οσκαρικά (ή ό,τι άλλο) ρομάντζα του σύγχρονου κινηματογράφου, αυτό το 80λεπτο φιλμ είναι σαν φρέσκια σπιτική λεμονάδα. Γλυκόξινο, φυσικό και φτιαγμένο με αγάπη.