Έναν καθόλου απαιτητικό, συνηθισμένο ρόλο, διάλεξε αυτή τη φορά ο Ράμι Μάλεκ, αντισταθμίζοντας το ρίσκο του τηλεοπτικού Elliot, του χαρακτήρα που τον έκανε γνωστό στο ευρύ (σχεδόν) κοινό τη χρονιά που μας πέρασε… Αμ δε! Ο πρωταγωνιστής του πολυβραβευμένου «Mr.Robot», σηκώνει για πρώτη φορά το βάρος του κεντρικού ήρωα και στην μεγάλη οθόνη, στο τολμηρό, σουρεάλ mashup κινηματογραφικών ειδών που ακούει στο όνομα «Buster’s Mal Heart». Στοιχεία μαύρης κωμωδίας και επιστημονικής φαντασίας ρεμιξάρονται με νότες ψυχολογικού θρίλερ και στιλάτου καλλιτεχνικού σινεμά σε μια ταινία που θέλει υπομονή, αλλά την ανταμοίβει. Μάλλον.
Ο Μάλεκ υποδύεται τρεις χαρακτήρες σε τρεις διαφορετικές ιστορίες, σε χρόνο που εναλλάσσεται κάθε άλλο παρά γραμμικά και εξασφαλίζει αρκετό πονοκέφαλο αλλά και αναζωογονητικά twist που, κακά τα ψέματα, λείπουν συνήθως από την ταινία που διαλέγεις να δεις για να περάσεις το βράδυ σου. Ο τύπος που φιγουράρει στον τίτλο, πήρε το όνομά του από την τάση του να τηλεφωνεί αναπάντεχα σε ραδιοφωνικές εκπομπές, προειδοποιώντας με φωνή που σιγοβράζει για την επερχόμενη «Αντιστροφή» (Inversion). Πρόκειται για το μεγάλο μπαμ του 2000 (η ταινία τοποθετείται λίγο πριν την αλλαγή της χιλιετίας) που αναμενόταν να αποτελέσει μια δεύτερη -τεχνολογική και όχι μόνο- Αποκάλυψη. Ο Buster περιπλανιέται στα βουνά και τα λαγκάδια, εισβάλλει σε πολυτελή εξοχικά που μένουν το μισό χρόνο ανεκμετάλλευτα και τα αξιοποιεί δεόντως, άλλοτε με απόλυτο σεβασμό κι άλλοτε με λιγότερο, μα πάντα με μούσια και μαλλιά που δηλώνουν την παντελή αδιαφορία του για καθετί οργανωμένο και καθώς πρέπει.
Μοιάζει να ‘ναι το μέλλον ή τουλάχιστον, η κρυφή επιθυμία του δεύτερου χαρακτήρα, του οικογενειάρχη Jonah, ο οποίος μαραζώνει κάπου ανάμεσα σε εξαντλητικές βάρδιες στη ρεσεψιόν ξενοδοχείου και στην ανάγκη του να ξεφύγει από τον σύγχρονο καπιταλισμό και μια πεθερά που δεν τον θέλει. Λάδι στη φωτιά ρίχνει ένας μυστηριώδης πελάτης (DJ Qualls), που θυμίζει καρτούν για ενηλίκους, αυτοαποκαλείται «ο τελευταίος ελεύθερος άνθρωπος» κι έχει αναλάβει να διορθώσει τον πηγαίο κώδικα του ίδιου συστήματος που έχει αποποιηθεί. Για το τέλος, ο τρίτος και πιο εξτρίμ απ’όλους: Ένας ακόμη γενειοφόρος survivor (καλοκαίρι 2017, ταινία χωρίς φλαμίνγκο θα έχει έστω έναν survivor), περιπλανιέται για χρόνια (αν μέτρησα καλά της μέρες) με μια βάρκα στη θάλασσα, αφήνοντας μπουκάλια με μηνύματα προς την ανθρωπότητα στο έλεος των κυμάτων.
Συνδέονται οι τρεις προσωπικότητες και πόσο; Είναι εκδοχές του ίδιου ανθρώπου ή τρεις παράλληλες ιστορίες σ’έναν κόσμο που λειτουργεί λάθος για όλους; Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Αυτό που μετράει και ταυτόχρονα σώζει την ταινία από την παγίδα του να αποτελεί μονάχα «τέχνη για την τέχνη», είναι η έμφυτη ικανότητα του Ραμί Μάλεκ να υποδύεται ευαίσθητα και φυσικά τις γωνίες της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης . Είναι ακόμη η υπέροχη φωτογραφία (Shaheen Seth) μαζί με την σκηνοθεσία και το σενάριο της Sarah Adina Smith («The Midnight Swim»). Η Smith μοντάρει επίσης την ταινία, εξαιρετικά, σε κάτι που θυμίζει φιλμάκι από viewmaster της παιδικής σου ηλικίας, σε έκδοση λίγο πιο μπερδεμένη και λίγο πιο ακατάλληλη.
Το «Buster’s Mal Heart» μπορεί να μην καταφέρει να γίνει ένα σύγχρονο cult, λόγω του ότι αδυνατεί να ισορροπήσει απόλυτα την μεγάλη ποικιλία επιρροών, τις έντονες βιβλικές αναφορές του (ο Ιωνάς στην κοιλιά της φάλαινας σίγουρα κάτι θα σου λέει) και την ανάγκη του μέσου θεατή (ακόμη κι αν είναι κουλτουριάρης) να αποκρυπτογραφήσει τον πραγματικό δεσμό ανάμεσα στις εικόνες που διαδέχονται απαιτητικά η μία την άλλη. Με ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα μπορούμε να πούμε ότι η ταινία δεν έγινε ούτε χολιγουντιανό box-office φαινόμενο. Υπάρχει όμως ένας ενδιάμεσος τόπος για εκείνα τα έργα που δεν αγγίζουν τα άκρα της επιτυχίας, αλλά είναι υπερβολικά ενδιαφέροντα και προσεγμένα για ξεχαστούν δυο μέρες αργότερα. Είναι ο τόπος όπου κατοικούν τα ερεθίσματα που σε σκουντάνε, σε κάνουν να σκέφτεσαι και μετά την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια στο άπειρο, παίζοντας το αθώα για ό,τι σου συνέβη.
Ακόμα κι αν δεν το εκτιμήσεις τόσο τελικά, δες το γιατί θα παίξει με το μυαλό σου, εξιστορώντας παράλληλα τον τρόπο που η καρδιά του ανθρώπου διχάζεται και αντιδρά σε όσα βάλθηκαν να αλλάξουν τον φυσιολογικό παλμό της.