Όταν το λογοτεχνικό αριστούργημα, ίσως του σπουδαιότερου πεζογράφου του 20ου αιώνα, συναντά την σκηνοθετική μεγαλοφυΐα του σημαντικότερου οραματιστή του κινηματογράφου δημιουργείται μια εμβληματική μεταφορά από ένα μέσο τέχνης σε ένα άλλο. Η δίκη μας αφηγείται την προσπάθεια ενός απλού υπαλλήλου, του Γιόζεφ Κ, να κατανοήσει τους λόγους που έχει συλληφθεί από τις αρχές χωρίς να του έχουν απονεμηθεί κατηγορίες. Η απεγνωσμένη προσπάθεια του Κ για απαντήσεις και εκλογίκευση της κατάστασης του τον οδηγεί σε έναν παρανοϊκό εφιάλτη όπου η γραφειοκρατεία και έναν καταπιεστικό σύστημα φαίνεται να κινούν τα νήματα στην αφάνεια.
Η πρόταση γι’αυτη την ταινία ήρθε στον Orson Welles την περίοδο που έμενε πλέον στην Ευρώπη και είχε αποξενωθεί πλήρως από την βιομηχανία του Hollywood που τον είχε πληγώσει δημιουργικά αλλεπάλληλα. Μετά από τις δυσκολίες που αντιμετώπισε για να ολοκληρώσει τα γυρίσματα, κάτι σύνηθες στην πορεία του ως σκηνοθέτης, η ταινία κατάφερε να αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές σε Ευρώπη και Αμερική. Στην προσωπική ανάγνωση του έργου του Κάφκα ο Welles, σε μια συνέντευξη του, αναφέρει: Βλέπω μια τερατώδη γραφειοκρατεία να βρίσκεται στην βάση του έργου, που είναι και ο κύριος εχθρός · όχι μόνο ως την προφητική οπτική του Κάφκα για το μέλλον αλλά και το φυλετικό και πολιτιστικό του παρασκήνιο καθώς βρισκόταν υπό τον ζυγό της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας.

Σε αυτόν τον εφιαλτικό και δημιουργικά στείρο κόσμο η εξουσία έχει μοναδικό σκοπό της την καταπίεση και την εκμηδένιση του ατόμου. Αυτή η διαρκής άγνοια στην οποία βρίσκεται ο Κ και η μόνιμη απειλή που νιώθει τον αποξενώνουν από την κοινωνία, ευνουχίζουν την προσωπικότητα του και κατ’επέκταση ελέγχουν ακόμη και την σκέψη του. Η παραμικρή του κίνηση και λέξη μοιάζουν να καταγράφονται από έναν αόρατο μηχανισμό απροσδιόριστης λειτουργίας, από έναν παν επόπτη οφθαλμό. Οποιαδήποτε αδυναμία συμμόρφωσης στη ”δίκη” με αυτό το αυθαίρετο σύστημα τιμωρείται παραδειγματικά για να αποτρέψει την κάθε επαναστατική τάση. Σε ένα τόσο ραδιούργα κατασκευασμένο σύστημα χωνεύεται η κάθε εκφραστικότητα και ατομική ελευθερία, μετατρέποντας τον άνθρωπο σε ένα γρανάζι που νιώθει ενοχή χωρίς να ξέρει γιατί.
Ο Orson Welles ίσως ομολογουμένως να είναι ο καταλληλότερος για να μετουσιώσει σε ταινία αυτό το έργο. Παρόλο που η ανάγνωση του, και ειδικότερα το τέλος που αποφασίζει να δώσει, μπορεί να θεωρηθούν κάπως αμφιλεγόμενα, καταφέρνει να αποτυπώσει τον Καφκικό κόσμο μοναδικά. Η εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία, το ύψος αλλά και η θέση που επιλέγει να τοποθετήσει την κάμερα, η χρήση του ευρυγώνιου φακού που εντείνει την αποξένωση και η δυστοπική σκηνογραφία μας μεταφέρουν σε έναν μακάβριο κόσμο εγκαταλελειμμένο από τον θεό. Σε αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει ελπίδα, όλοι είναι έρμαια της κοινωνίας και ο κάθε επαναστάτης καταδικασμένος να πεθάνει σαν σκυλί.

Τέτοιοι σπουδαίοι δημιουργοί-προφήτες διαισθάνονται και αναγνωρίζουν τις “αρρώστιες” που αποδομούν την κοινωνία. Τα έργα που παράγουν έχουν αναχθεί σε αριστουργήματα όχι μόνο επειδή αποτύπωσαν χαρακτηριστικά την εποχή όπου γράφτηκαν αλλά γιατί χαρτογράφησαν τα προβλήματα που βρίσκονται στο επίκεντρο της δομής της οργανωμένης κοινωνίας διαχρονικά. Η αξία τους δε φθείρεται με τον χρόνο καθώς μελετά την ανθρώπινη κατάσταση σε έναν κόσμο αποσύνθεσης. Η μεγαλοφυΐα του Κάφκα και το έργο του μας αφορούν μέχρι και σήμερα αφού παρατηρούμε την ίδια διάβρωση των αξιών, την αποσύνθεση της ανθρώπινης πνευματικότητας και τον ίδιο αυθαίρετο μηχανισμό, ακόμα σε λειτουργία, να μηχανορραφεί εις βάρος των αδυνάτων. Η τέχνη, όποια μορφή και αν έχει, εφόσον αποκαλύπτει μια διαχρονική αλήθεια είναι άξια λόγου και προσοχής.