Πριν την επιτυχία του δηκτικού «Videodrome» για τον αδηφάγο κόσμο της τηλεόρασης και την σκοτεινή πλευρά της ταχείας τεχνολογικής εξέλιξης, το βίαιο «Scanners» για την αντιμετώπιση του διαφορετικού υπό το πρίσμα της επιστήμης μέσω πειραμάτων και το ψυχεδελικό, αυτοαναφορικό «Naked Lunch» για την λογοτεχνική κρίση ενός συγγραφέα, αρχή της διαιώνισης αυτού του ιδιαίτερου είδους ταινιών που οικοδόμησε μεθοδικά ο Cronenberg, είναι το σοκαριστικό «Shivers» (για το ελληνικό κοινό «Ανατριχίλες»). Εκπροσωπεί ουσιαστικά την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του σκηνοθέτη, ενώ έχουν προηγηθεί τα «Stereo» και «Crimes of the Future», που δεν ξεπερνούν κατά πολύ σε διάρκεια την μια ώρα.
ΥΠΟΘΕΣΗ
Το «Starlight Towers», ένα συγκρότημα διαμερισμάτων πολυτελείας έξω από το Montreal, αποτελεί για τους επισκέπτες το απόλυτο resort για μια ξέγνοιαστη απόδραση από τους γρήγορους ρυθμούς της πόλης. Περιλαμβάνει πισίνα, εστιατόριο, αγορά, γήπεδο τένις, ακόμα και ιατρική περίθαλψη. Είναι αναμφισβήτητα ένα μέρος που μπορεί οποιοσδήποτε, ανεξαρτήτου ηλικίας, να βρει ηρεμία και ψυχική γαλήνη, χωρίς όμως να του λείπουν τα απαραίτητα. Τι μπορεί να πάει στραβά;
Ένας από τους γιατρούς του κτιρίου, ο Emil Hobbes, επιτίθεται στην νεαρή Annabelle και την στραγγαλίζει, ενώ αμέσως μετά την ανοίγει ρίχνοντας στο εσωτερικό του σώματος της οξύ και τέλος αυτοκτονεί. Σε παράλληλο χρόνο, ένας άλλος κάτοικος, ο Nick, ταλαιπωρείται από έντονο στομαχικό άλγος. Παρά τις ανησυχίες της γυναίκας του και τα όλο και εντονότερα συμπτώματα που τον βασανίζουν, εκείνος συνεχίζει την μέρα του, ανακαλύπτοντας έπειτα τα πτώματα του γιατρού και της έφηβης χωρίς όμως να ειδοποιήσει την αστυνομία. Κατόπιν αυτού, ο Roger, ένας άλλος γιατρός του συγκροτήματος, γνωρίζοντας για την υπόθεση, ενημερώνεται από τον συναδέλφο του Hobbes, Linsky, για την εφεύρεση ενός παράσιτου που μπορεί να αντικαταστήσει και να αναλάβει την λειτουργία ενός ανθρώπινου οργάνου.
Με το πέρασμα της μέρας, ο Nick έχει συνεχείς τάσεις για εμετό, που θα τον οδηγήσουν στο να διώξει το παράσιτο που είχε αναπτυχθεί μέσα του (ένα σκουλικόμορφο γλοιώδες πλάσμα), με αποτέλεσμα αυτό να αναζητήσει άλλους ξενιστές. Ο Roger, εξετάζοντας έναν ηλικιωμένο ασθενή, ο οποίος ισχυρίζεται ότι έχει ακριβώς τα ίδια σημάδια στο σώμα του με αυτά της νεκρής Annabelle (με την οποία και είχε σεξουαλική επαφή στο παρελθόν), αντιλαμβάνεται ότι επρόκειτο για κάποιο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που του είχε μεταφέρει. Αργότερα, πληροφορείται από τον Linsky ότι το παράσιτο της δημιουργίας του Hobbes, πρόκειται για ένα είδος αφροδισιακού νοσήματος που με την εξάπλωση του στοχεύει στο να φτιάξει έναν κόσμο σεξουαλικά ανεξέλεγκτο.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν, ότι δεν κάηκε στο σώμα της Annabelle ούτε και εξαφανίστηκε με τον θάνατο εκείνης και του Hobbes, είναι πλέον δεδομένο ότι έχει ήδη διαδοθεί μέσω όλων των ειδών επαφής, σε ολόκληρη την περιοχή. Ο σκοπός του Hobbes έχει μάλλον επιτευχθεί και δεν υπάρχει ίχνος ελέγχου της κατάστασης, με τους πάντες να έχουν μετατραπεί σε «άγρια ζώα» που λυσσάνε για έρωτα και μόνο οι ελάχιστοι εναπομείναντες είναι ικανοί να το σταματήσουν. Αν τα καταφέρουν…

ΚΡΙΤΙΚΗ
Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα ματιά στην σεξουαλική απελευθέρωση της εποχής, αλλά και την άγνοια κινδύνου των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων, ενώ ταυτόχρονα προμηνύει μια μεγάλη ασθένεια που θα παρατηρηθεί και θα φουντώσει λίγο αργότερα, το AIDS. Ο ερωτισμός, που αποτελεί σύνηθες στοιχείο για την πλειοψηφία των ταινιών της δεκαετίας του ’70, απεικονίζεται με μια άλλη πτυχή στο «Shivers», όχι και τόσο συμβατική. Αναμφίβολα, οι ταινίες με θανατηφόρα μεταδοτικούς ιούς θα βρίσκονται πάντα στην επικαιρότητα, γι’ αυτό και η συγκεκριμένη δεν θα παλιώσει ποτέ και μάλιστα θα έπρεπε αυτόματα να καταταχθεί στις λίστες των καλύτερων zombie ταινιών όλων των εποχών.
Φυσικά στο «Shivers» δεν λείπει το αγαπημένο στοιχείο του Cronenberg, η ανατομία του ανθρώπινου σώματος (πράγμα που αποδεικνύεται από το σύνολο της φιλμογραφίας του) και το φαινόμενο της εξέλιξης της τεχνολογίας, με το συνεχώς παρόν κίτρινο χρώμα να εμποτίζει τα σκηνικά και την ενδυματολογία των χαρακτήρων -σήμα κατατεθέν των ταινιών του- που εν προκειμένω αποτυπώνει αφενώς την χαρά και την ξεγνοιασιά και αφετέρου την επικινδυνότητα και την «αρρώστια». Το ειδυλλιακό αυτό τοπίο, που απεικονίζεται στο εξωτερικό του κτιρίου, δεν συνάπτει στην πραγματικότητα με το «ξεθωριασμένο» χρώμα του εσωτερικού του, αντικατοπτρίζοντας το «φαίνεσθε» και το «είναι» μιας σαθρής κοινωνίας.
Εκτός από το διαχρονικό του θέμα, το «Shivers» μπορεί να σταθεί άνετα δίπλα στις σύγχρονες ταινίες, καθώς η φωτογραφία και η στιλιστική αρτιότητα του ντεκόρ και της εικόνας, μπορεί μέχρι και σήμερα να θεωρηθεί αξιοσημείωτη. Τέλος, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί την φρίκη που προκαλεί το ατελείωτο gore και τα αληθοφανή πρακτικά εφέ (που μπορούν να συναγωνιστούν επάξια την σημερινή αυτοκρατορία των CGI) χάρη στα οποία επιβεβαιώνεται ο ελληνικός τίτλος της ταινίας («Ανατριχίλες»).
Δείτε εδώ το trailer της ταινίας: