
Πρόσφατα η Universal ανακοίνωσε την πρόθεση της να γυρίσει remake του The Night of the Hunter, μιας κλασικής ταινίας που μέχρι και σήμερα εξυμνείται ως μια από τις καλύτερες όλων των εποχών. Το παρόν άρθρο έχει ως σκοπό να παρουσιάσει αυτό το μνημειώδες έργο και να δείξει πως η απόφαση για τo ξαναγύρισμα του αποτελεί παραλογισμό και σινεφιλικό έγκλημα.
Ήταν εκεί, γύρω στο 1953, που ο καταξιωμένος Άγγλος ηθοποιός Charles Laughton κράτησε στα χέρια του το βιβλίο του Davis Grubb ονόματι The Night of the Hunter. Περίπου 3 χρόνια μετά είχε γυρίσει την ομώνυμη ταινία (η μοναδική στη φιλμογραφία του), μια ιστορία καλού και κακού, γεμάτη ανορθόδοξα πλάνα, που χάρισε στον Robert Mitchum έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους της καριέρας του και που σαν κινηματογραφικό δημιούργημα κατάργησε αριστοτεχνικά τα όρια μεταξύ ονείρου, εφιάλτη, τέχνης και πραγματικότητας.
Ας δούμε λίγο την ιστορία. Ένας πατέρας κλέβει μια τράπεζα για να ζήσει την οικογένεια του και -λίγο πριν τον συλλάβουν- κρύβει τα λεφτά, λέγοντας στον γιο του και την κόρη του να τα φυλάνε. Στη φυλακή συναντά έναν ιερέα αμφίβολων προθέσεων (Robert Mitchum), στον οποίο εκμυστηρεύεται άθελά του την όλη υπόθεση. Αφού αποφυλακίζεται, ο ιερέας επισκέπτεται την οικογένεια με τον δολοφονικό σκοπό να αποκτήσει τα λεφτά πάση θυσία. Έτσι παντρεύεται τη σύζυγο και αφού την ξεφορτώνεται αρχίζει και κυνηγά τα παιδιά στα σκοτεινά μέρη της αμερικανικής υπαίθρου, εποφθαλμιώντας τα πλείστα χαρτονομίσματα που κρύβονται στην πάνινη κούκλα του μικρού κοριτσιού.

Η πλοκή είναι απλή αλλά ορισμένοι συμβολισμοί και στυλιστικές επιλογές την εξυψώνουν. Ένα καλό παράδειγμα είναι οι λέξεις Love – Hate που ως τατουάζ στολίζουν τα χέρια του Mitchum (βλέπε παραπάνω εικόνα). Πράγματι, ο ιερέας είναι ένας χαρακτήρας που ακροβατεί μεταξύ αγάπης και μίσους, ένα αμάλγαμα καλού και κακού: από τη μία φοράει μια ένδυση καλοσύνης, κηρύττει τον λόγο του Θεού, της αμαρτίας και της συγχώρεσης αλλά από την άλλη δεν διστάζει να δολοφονεί γυναίκες και να κλέβει χρήματα από μια οικογένεια που τα χρειάζεται. Από τη μία κυνηγάει δύο αθώα παιδιά αλλά κάνοντάς το αυτό τραγουδάει έναν χριστιανικό ύμνο. Αυτή η αμφιθυμία εκφράζεται υπέροχα στο πρόσωπο του Robert Mitchum, που εμπνέει τρόμο και εμπιστοσύνη ταυτόχρονα, σε απωθεί αλλά σε ελκύει, σου εμπνέει σεβασμό αλλά και μια επιφυλακτικότητα. Ας δούμε όμως και άλλες υφολογικές επιλογές του Charles Laughton που καθιστούν το The Night of the Hunter ένα μοναδικό αριστούργημα.

Ο ίδιος ο Laughton, ήθελε να επαναφέρει την αισθητική των βουβών ταινιών στην συγκεκριμένη ιστορία. Για αυτό η ταινία χρησιμοποιεί τεχνικές γερμανικού εξπρεσιονισμού, δηλαδή παιχνίδι με σκιές, έντονες αντιθέσεις φωτός-σκοταδιού, μεγεθυμένες/παραμορφωμένες φιγούρες, απόκοσμα σκηνικά, ομίχλη κλπ. Όλα αυτά μετατρέπουν την ταινία σε ένα όνειρο, που ενίοτε εναλλάσσεται σε εφιάλτη, λόγω των δολοφονικών προθέσεων του μαυροφορεμένου ιερέα. Υπάρχει για παράδειγμα η σκηνή που τα παιδιά είναι σε μια βάρκα στο ποτάμι και ενώ το κοριτσάκι τραγουδάει ένα νανούρισμα βλέπουμε κοντινά πλάνα από διάφορα ζώα (π.χ. έναν βάτραχο). Η σκηνή αυτή, τολμώ να πω, είναι από τις λίγες φορές που το σινεμά καταφέρνει να γίνει τόσο υποβλητικό, να παρασύρει τον θεατή σε μια παραισθητική κατάσταση, να δείξει την ονειρική πλευρά της συγκεκριμένης πραγματικότητας ή την πραγματική πλευρά του συγκεκριμένου ονείρου· ο κινηματογράφος σε μια κορυφαία στιγμή του.

Υπάρχει και ένα άλλο συγκλονιστικό πλάνο στο The Night of the Hunter. O ιερέας Powell σκότωσε την μητέρα των παιδιών και έριξε το πτώμα μαζί με το αμάξι στο πάτο του ποταμιού. Παραδόξως μαθαίνουμε αυτή τη μακάβρια πράξη με έναν πανέμορφο τρόπο, βλέποντας μια υποβρύχια λήψη της δολοφονηθείσας γυναίκας μέσα στο αμάξι, με τα μαλλιά και τα ρούχα της να κυματίζουν γαλήνια, ζωντανά, σχεδόν αψηφώντας τον ίδιο τον θάνατο του κατόχου τους. Η σκηνή αυτή (γυρίστηκε σε στούντιο με μια κούκλα στη θέση της γυναίκας) είναι μια μνεία στον υποβρύχιο χορό της ηρωίδας στο L’ Atalante του Jean Vigo (1934). Παρόλο που αποτίει φόρο τιμής στο παρελθόν, ουσιαστικά λόγω της πρωτοπορίας της, της αξεπέραστης ομορφιάς της και της ιδιοφυούς σύλληψής της, ανήκει στο μέλλον.

Αυτό -το ότι στυλιστικά ανήκει στο μέλλον- μπορεί να το πει κανείς για όλη την ταινία, αφού οι παραμορφωμένες, εξπρεσιονιστικές, ονειρικές οπτικές της δίνουν μια αύρα που ξεχωρίζει έντονα από το γενικότερο κινηματογραφικό κλίμα της εποχής. Άλλωστε, το The Night of the Hunter στην εποχή του δέχτηκε μέτριες κριτικές, αλλά έκτοτε έγινε cult classic και μνημονεύεται ως κορυφαίο. Τι καλύτερο επιχείρημα για την θέση μας ότι ανήκει στο μέλλον;
Ας δούμε λίγα παραδείγματα: το περιοδικό Σινεμά το κατατάσσει νούμερο 27 στις 200 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Τα Cahiers du cinema την κατέταξαν νούμερο 2 στις 100 πιο όμορφες ταινίες. Το περιοδικό Empire της έδωσε τη θέση 71 στις 500 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Το American Film Insitute την θέτει υπ’αριθμόν 34 στις 100 πιο συναρπαστικές αμερικανικές ταινίες. O Spike Lee στο Do the Right Thing έχει φτιάξει έναν χαρακτήρα που φοράει σιδερογροθιές με τις λέξεις Love-Hate και απαγγέλλει έναν λόγο περί αγάπης- μίσους, όμοιο με τον λόγο που απαγγέλλει ο Robert Mitchum. Οι έπαινοι του The Night of the Hunter είναι αμέτρητοι.

Έτσι λοιπόν ορθώνεται το βασικό μας επιχείρημα: αφού το The Night of the Hunter είναι τόσο αριστοτεχνικά φτιαγμένο, τόσο μοναδικό, τόσο διαχρονικό και τόσο καινοτόμο, πια η ανάγκη για remake του; Ποια η ανάγκη για ένα κινηματογραφικό ξαναδούλεμά του; Απολύτως καμία. Μάλιστα, αν η Universal όντως προχωρήσει στα σχέδιά της μάλλον θα διαπράξει μια ιεροσυλία, βεβηλώνοντας ένα έργο που η καλλιτεχνική και πολιτιστική του αξία έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Τέλος, αυτή η μανία με remake κλασικών ταινιών δείχνει την παντελή έλλειψη πρωτοτυπίας και ιδεών που μαστίζει το σύγχρονο σινεμά, το οποίο έχει πολλά να μάθει από ακόμα ρηξικέλευθες ταινίες όπως το The Night of the Hunter-αρκεί να μην κάνει remake τους!