΄΄Η βαλίτσα΄΄ της Μαίρης Πίσιας

Γλίστρησε προς την έξοδο όσο γινόταν πιο αθόρυβα σηκώνοντας με δυσκολία την ίδια μπορντώ βαλίτσα που κρατούσε, όταν πριν από ένα χρόνο πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του. Ίσα που άγγιξε το πόμολο της εξώπορτας και μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της, καθώς ένιωσε πίσω της απειλητικά τα βήματά του. Η καρδιά της σήμανε συναγερμό. Οι αισθήσεις της στο κόκκινο, σαν σκυλί που οσμίζεται τον κίνδυνο. Ίσως προλάβαινε, σκέφτηκε απελπισμένα, ίσως…, γι’ αυτό τάχυνε τη δρασκελιά της.

-Πού πας; της φώναξε.

Το στόμα της στέγνωσε. Κόμπος η ανάσα στο λαιμό. Έτρεξε να φύγει χωρίς να του απαντήσει. Βγήκε, τα κατάφερε, αλλά η πόρτα που νόμιζε πως είχε κλείσει πίσω της, άνοιξε ξανά με ορμή κι ένα χέρι-μέγγενη την άρπαξε από το μπράτσο με βία.

Advertising

Advertisements
Ad 14

-Άσε με, ούρλιαξε. Ένα βήμα προς την ελευθερία ήταν αρκετό για να της δώσει δύναμη.

-Είπα πού πας; την έσφιξε.

-Άσε με, παρακάλεσε κλαίγοντας και τα δάκρυα έκαναν πιο επώδυνες τις ακόμα ανοιχτές από το τελευταίο ξύλο πληγές στο πρόσωπό της. Είχε ξοδέψει αμέτρητες συσκευασίες μέϊκ-απ, για να καλύπτει τα σημάδια του. Δεν είχε βρει όμως κάτι για να απαλύνει τα ανεξίτηλα σημάδια που είχε χαράξει στην ψυχή της. Κι ας μη φαίνονταν, αυτά την πονούσαν περισσότερο. Μα αυτά της έδωσαν και το σθένος να αποδράσει. Ή τουλάχιστον να το τολμήσει.

-Δε θα πας πουθενά, άκουσες; Μέσα είπα, κοίταξε γύρω του προσεκτικά και την έσπρωξε προς το σπίτι.

Advertising

-Γιατί με παιδεύεις; Γιατί; Αφού δε με θέλεις, άσε με να φύγω, δεν μπορώ άλλο αυτή τη ζωή…, σε παρακαλώ.

-Με αγαπάς, το ξέρεις, τη θώπευσε ξεδιάντροπα. Κι εγώ σ’ αγαπώ. Μια στιγμή αδυναμίας ήταν, συγχώρεσέ με, μωρό μου.

-Έτσι λες; τον κοίταξε αποσβολωμένη. Πάντα έτσι λες…, μα κι αύριο τα ίδια θα κάνεις, τραβήχτηκε.

-Σε αγαπώ, συγχώρεσέ με. Έλα, άρχισε να τη φιλά, κολλώντας την σχεδόν επάνω του.

Διαβάστε επίσης  "Το κουτί της γιαγιάς πανδώρας" της Ελένη Δεμερτζή
Advertising

-Μη, μη άφησέ με, δεν αντέχω άλλο, τράβηξε τα μαλλιά της εκείνη.

-Έλα, σήκωσε από τη μέση το κορμί της που σπαρταρούσε σαν το ψάρι πριν ξεψυχήσει. Η βαλίτσα έπεσε με παραίτηση από το χέρι της και στάθηκε στο πεζοδρόμιο, σαν να περίμενε το επόμενο βήμα προς την ελευθερία. Η πόρτα έκλεισε με φόρα πίσω τους.

 

Σιωπή. Ήταν απόγευμα. Βήματα βιαστικά ακούστηκαν να μετρούν τα σκαλιά προς την έξοδο της διπλανής πολυκατοικίας. Μια νέα γυναίκα κατέβηκε αλαφιασμένη, στάθηκε σαν να μην ήξερε πού να πάει και καθώς ένιωσε την ανάγκη να σκεφτεί κάθισε αυθόρμητα στη βαλίτσα που βρήκε ακουμπισμένη μπροστά της. Από το μυαλό της περνούσαν τόσα βασανιστικά ερωτηματικά, που δεν την απασχόλησε διόλου η μοναξιά της βαλίτσας. Με τα χέρια στα γόνατά της, αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει. Ο γιατρός τής το είχε πει ξεκάθαρα. Ήταν αργά για να γίνει έκτρωση, κινδύνευε η ζωή της. Το ήθελε αυτό το παιδί; έκλαιγε και ρωτούσε τον εαυτό της. Ναι, το ήθελε, όσο τίποτε άλλο, πόσες ευκαιρίες θα είχε άλλωστε στο εξής; Δεν ήταν πια κοριτσάκι. Θα το κρατούσε ακόμη και μόνη της; Ναι, είχε την τόλμη να το κάνει, θα ήταν η πιο σημαντική απόφαση της ζωής της. Να μεγαλώσει ένα παιδί, όπως δεν τη μεγάλωσαν εκείνη οι δικοί της γονείς. Κι αν ο Μάρκος δεν το ήθελε; Μόνη της, κούνησε με σιγουριά το κεφάλι. Έπρεπε ωστόσο να του το πει, είχε δικαίωμα να ξέρει. Άργησε να το καταλάβει, δεν έφταιγε εκείνη αν ο κύκλος της ήταν άστατος. Αυτό θα έκανε. Ή μαζί του ή μόνη της θα γινόταν μητέρα. Σηκώθηκε αποφασισμένη, σκούπισε τα μάτια της κι έψαξε για ταξί. Σταμάτησε το πρώτο που πέρασε, μπήκε σαν να ‘θελε κάπου να κρυφτεί κι εξαφανίστηκε με την ελπίδα της να ακουμπάει αόριστα στο θολό τζάμι.

 

Μια παρέα σκυλιών πέρασε κυνηγώντας το ένα το άλλο και άθελά τους ταρακούνησαν τη μπορντώ βαλίτσα που είχε απομείνει ξανά στη σιωπή. Αυτή ταλαντεύτηκε και έπεσε στο πλάι. Ένα από τα σκυλιά στάθηκε, τη μύρισε, την παίδεψε με το χέρι του, απασφάλισε τη μια της πλευρά. Δε βρήκε τίποτα ενδιαφέρον, έτρεξε πίσω από τα υπόλοιπα απογοητευμένο που θα ‘μενε νηστικό αλλά και χαρούμενο που είχε κάποιον να ακολουθήσει.

Διαβάστε επίσης  "Καριέρα Μετά Θάνατον" της Έμιλυ Γερολατσίτη
Advertising

 

Πήρε να σουρουπώνει, η απογευματινή κάψα μαλάκωσε, ένα ελαφρύ αεράκι έβγαλε τα παιδιά έξω από τα σπίτια.

-Δείτε δω, μια βαλίτσα, φώναξε κάποιο, ποιανού να ‘ναι; Λες  να ‘ναι της…έδειξε προς το σπίτι,… με τα μαύρα γυαλιά;

-Ήθελα να ‘ξερα γιατί τα φοράει διαρκώς, ρώτησε ένα μικρότερο.

-Η μάνα μου λέει πως ο άντρας της τη χτυπάει, ψιθύρισε ένα άλλο.

Advertising

-Δεν είναι καν άντρας της, σίγουρα σας λέω, όλη η γειτονιά το λέει.

-Ακόμα χειρότερα. Και γιατί δε φεύγει; είπε το πρώτο αγόρι.

-Θα της αρέσει, γέλασαν όλα, κάνοντας σχέδια κοροϊδευτικά.

-Ψιτ, να δούμε τι έχει; πρότεινε το πρώτο πιτσιρίκι σκύβοντας συνωμοτικά προς τα υπόλοιπα.

Advertising

-Δεν είναι σωστό, είπε το άλλο.

-Έλα μωρέ, να, είναι ήδη μισανοιγμένη.

-Κι αν βγει; Αν μας τσακώσει; κοίταξαν γύρω.

-Τέτοια ώρα;

Advertising

Κουβάλησαν παράμερα τη βαλίτσα αθόρυβα σχεδόν και την άνοιξαν.

-Έχω μια ιδέα, είπε κάποιο από τα μεγαλύτερα αγόρια. Μαζεύτηκαν όλα να ακούσουν και ενθουσιάστηκαν με την ιδέα του. Σκόρπισαν γύρω, μάζεψαν ό,τι ξύλο βρήκαν κι άρχισαν να στήνουν το παιχνίδι τους. Σε λίγο είχαν σκαρώσει ένα πρώτης τάξεως σκιάχτρο δίπλα στο σπίτι της γυναίκας. Πήραν τα ρούχα που βρήκαν στη βαλίτσα της και στόλισαν το σκιάχτρο. Του ‘βαλαν ένα γαλάζιο μαντίλι στο λαιμό και το κοίταξαν με θαυμασμό, συγχαίροντας το ένα το άλλο. Η μάνα του ενός παιδιού, μια μαυροφορεμένη γυναίκα με στεγνά μάτια, πετάχτηκε από την πόρτα της.

-Πέτρο, τι είναι αυτά;

-Παίζουμε, μαμά.

Advertising

-Μην παίζεις ποτέ με τις ζωές των άλλων, ακούς; τον τράβηξε μέσα, κι εσείς στα σπίτια σας, είπε αυστηρά στα υπόλοιπα παιδιά.

Διαβάστε επίσης  "Η πείνα" της Κασσιανής Σικελιανού

Εκείνα σταμάτησαν για λίγο, αλλά μετά άρχισαν να χορεύουν σαν Ινδιάνοι πριν από τη μεγάλη θυσία γύρω από το σκιάχτρο. Μέσα σε φωνές και γέλια ξεκίνησαν να το γδύνουν και να πετούν από δω κι από κει τα ρούχα που φάνταζαν πια σαν φτερά μαδημένου πουλιού που δεν επρόκειτο να ξαναπετάξει.

Η γυναίκα με τα μαύρα γυαλιά και τη γκρίζα ζωή τράβηξε την κουρτίνα. Μόλις είχε γλιτώσει από τα χέρια αυτού που έλεγε πως την αγαπούσε. Μα … τι γινόταν εκεί έξω; Όταν είδε τα παιδιά και το σκιάχτρο, ξέσπασε βουβά χώνοντας στις χούφτες το πρόσωπό της μην την ακούσει ο άντρας που μόλις είχε αποκοιμηθεί, αφού για ακόμη μια φορά είχε επιβεβαιώσει την κυριαρχία του επάνω της.

Το παιχνίδι τελείωσε, τα παιδιά γύρισαν σπίτια τους. Ο αέρας δυνάμωσε. Η γυναίκα βγήκε να μαζέψει τα πράγματά της. Βρήκε τη μπορντώ βαλίτσα να χάσκει αδειανή σαν τη ζωή της. Δυο τρία εσώρουχα είχαν απομείνει στη μοναξιά τους. Και πάνω στο γυμνό σκιάχτρο το απαλό γαλάζιο μαντίλι. Το κοίταξε και άρχισε να γελά, απόκοσμα, σαρκαστικά, τραγικά.

Advertising

Ένα σκιάχτρο, αυτό ήταν. Χωρίς μυαλό, χωρίς βούληση καμιά, τρόμαζε τα φτερά της ελευθερίας με την ασχήμια της ζωής της κι αυτά έφευγαν μακριά, τρόμαζε τον ίδιο της τον εαυτό κι αυτός της είχε γίνει πια ξένος. Κάποτε ήταν παιδί, είχε όνειρα, είχε επιθυμίες που τη ζέσταιναν τα κρύα μοναχικά βράδια. Τώρα ο φόβος την παρέλυε και το μόνο που έβραζε μέσα της ήταν το μίσος και ο θυμός μπροστά στην αδυναμία της. Τράβηξε το μαντίλι και το πέρασε στο λαιμό της, το ‘δεσε σφιχτά και έσκυψε κουρασμένη να μαζέψει τη βαλίτσα. Κοίταξε το δρόμο, πέρα μακριά. Άδειος, αβέβαιος κι αυτή με πόδια μολύβι απ’ τη μοναξιά πώς να τον αντέξει; Ίδια η παγωνιά, μέσα κι έξω. Μπήκε ξανά στο σπίτι και έκλεισε πίσω της  για πάντα την πόρτα.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Pablo Neruda

Pablo Neruda: Ο ποιητής του έρωτα και της επανάστασης

Ο Pablo Neruda, γεννημένος ως Ricardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto,
Καλή υγεία το 2025: Ποιες είναι οι τάσεις;

Καλή υγεία το 2025: Ποιες είναι οι τάσεις;

ByΈνας από τους βασικότερους στόχους που θέτουμε για το 2025