Μόλις ξύπνησε από έναν ύπνο ελαφρύ, σκέτο γλυκασμό και ανακάθισε στο κρεβάτι του. Είχε δύο μήνες να ευχαριστηθεί ύπνο λόγω του παρατεταμένου φετινού καύσωνα, ο οποίος ξεκίνησε στα τέλη του Ιούνη και διήρκησε μέχρι χθες. Ευτυχώς όμως μαζί με το τέλος του καλοκαιριού ήρθε και η πρώτη πτώση της θερμοκρασίας μαζί με κρουνούς βροχής. Λόγω της αλλαγής του καιρού μπόρεσε να κοιμηθεί σαν πουλάκι το χθεσινό βράδυ και να δει ένα ολοζώντανο όνειρο που θα τον συντρόφευε όλο το πρωινό.
Αφού τελικά σηκώθηκε από το κρεβάτι και πλύθηκε, πήγε να φτιάξει τον καφέ του στη χόβολη. Μόλις έγινε, τον σέρβιρε σε ένα τσαγαλί φλιτζανάκι και τον συνόδευσε με ένα λουκούμι τριαντάφυλλο στην χαρτοπετσέτα και δύο παξιμάδια σικάλεως. Πήρε το δισκάκι ανά χείρας και βγήκε στο μπαλκόνι του να απολαύσει το πρωινό του, όπως έκανε πάντα από τότε που «αραξοβόλησε» στο νησί του μόνιμα ως πρώην καπετάνιος, εδώ και μια εικοσαετία.
Αμέσως στο μυαλό του επανήλθε το όνειρο. Το χθεσινό βράδυ μετά από δέκα χρόνια, τον επισκέφθηκε ξανά στον ύπνο του η συγχωρεμένη η γυναίκα του. Την οποία είχε να ονειρευτεί από τις πρώτες σαράντα μέρες της άωρης χηρείας του. Τότε την πήρε από κοντά του η κακιά αρρώστια. Μόλις στα εξήντα της χρόνια, όταν αυτός ήταν εβδομήντα ενός χρόνων.
Με τη γυναίκα του αγαπήθηκαν πολύ. Όταν αυτός έκλεισε δέκα χρόνια στα καράβια και ανέβηκε ιεραρχικά στο πλοίο πήγε και τη ζήτησε από τον πατέρα της, ο οποίος ήταν γείτονας τους. Την γυναίκα του την ήξερε από την ημέρα που γεννήθηκε, ήταν παιδικές φίλες με την μικρή του αδερφή. Σε μια αυλή μεγάλωναν όλοι μαζί, οπότε αυτός που ήταν αρκετά μεγαλύτερος, είχε την ευκαιρία να την παρακολουθεί καθώς μεγάλωνε. Αρχικά, όσο αυτή ήταν μικρή, είχε αγνά και αδερφικά συναισθήματα απέναντι της. Όσο όμως μεγάλωνε και η γυναικεία της φύση άνθιζε, άρχισε έρωτας να φωλιάζει στην καρδιά του.
Τελικά η γυναίκα του εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο όμορφα κορίτσια του νησιού με περίσσια χάρη. Ωστόσο αυτό που την έκανε να ξεχωρίζει και να είναι αγαπητή από όλους ήταν η χρυσή της καρδιά. Στο πρόσωπο της λοιπόν, ονειρεύτηκε την ιδανική σύζυγο για τον ίδιο και μάνα των παιδιών του καθώς και μια περιποιητική και δοτική νύφη που θα πρόσεχε την άρρωστη μητέρα του όσο εκείνος θα έλειπε. Έτσι αποφάσισε να πάει να ζητήσει το χέρι της κι ο πατέρας της επειδή ήταν δουλευταράς και φέρελπις νεαρός την έδωσε μετά χαράς. «Με την Λένιω θα ζήσεις μια ευτυχισμένη ζωή παιδί μου», του είπε. Έτσι κι έγινε.
Έζησαν μαζί λοιπόν, με πίκρες και χαρές, σαράντα τέσσερα ολάκερα χρόνια και «είδαν» δύο παιδιά και έξι εγγόνια, τα οποία τώρα ζούσαν όλα στην Αθήνα. Τα τελευταία δέκα χρόνια που έζησαν μαζί απρόσκοπτα, από τότε δηλαδή που ξεμπάρκαρε, ήταν και τα καλύτερα του γάμου τους. Το πρωινό που τον «άφησε» η γυναίκα του, την τάιζε αυτός, λόγω της ανημποριάς της από την αρρώστια. Σε μια στιγμή, με έναν ανεπαίσθητο θόρυβο η ψυχή της πέταξε μακριά από το σώμα. Έτσι αγαπημένοι έμειναν μέχρι τέλους.
Τον πρώτο καιρό μετά την κηδεία την ονειρεύονταν σχεδόν καθημερινά, όμως έπειτα όταν υποχώρησε το μεγάλο σύθρηνο δεν του ξανάκανε τη χάρη να φανερωθεί, όσο κι αν ο ίδιος το επιθυμούσε και προσεύχονταν για αυτό. Όμως εχτές ξάφνου την είδε πάλι. Ήρθε στον ύπνο του μέσα σε ένα σελάγισμα, φορούσε ένα ολόλευκο μακρύ φόρεμα, όπως φορούσε και ο ίδιος έναν λευκό χιτώνα και αφού τον πλησίασε χωρίς να μιλήσει κανείς τους, τον φίλησε σταυρωτά στο μάγουλο, τον πήρε από το χέρι, κατεβήκαν μαζί τη μεγάλη ξύλινη σκάλα του σπιτιού τους και βγήκαν από την εξώπορτα στην αυλή. Εκεί τελείωσε το όνειρο μιας και ο ίδιος ξύπνησε ξαφνικά.
Σκεπτόμενος το όνειρο, ο καπετάν Στρατής μουρμούρισε στον εαυτό του «Τι να ήθελε να μου πει άραγε η μακαρίτισσα η Λενιώ ερχόμενη στον ύπνο μου»; ‘Έπειτα συνέχισε «Ας μην κοροϊδεύω άλλο τον εαυτό μου, μόνο για ένα πράγμα θα ξανάρχονταν να με συναντήσει»…
Με το που τελείωσε το συλλογισμό του, το βλέμμα του εστίασε για πρώτη φορά στη θέα του απέραντου Αιγαίου που εκτείνονταν μπροστά στο μπαλκόνι του. Μόνο που σήμερα δεν έβλεπε το ξάστερο γαλάζιο, αλλά μια αχλή που οφείλονταν στην ατμοσφαιρική υγρασία που προκάλεσε η απότομη κάθετη πτώση της θερμοκρασίας και η συνεχόμενη πολύωρη καταιγίδα που κόπασε το ξημέρωμα. Μέσα στην γενικότερη θολούρα της ατμόσφαιρας και της ωρυγής του ανέμου, παρατήρησε ότι άρχισε να αχνοφαίνεται κάτι περίεργο, ένα ιπτάμενο πλοίο βρίσκονταν πάνω από τον ορίζοντα, εκεί όπου η θάλασσα ενώνονταν με τον ουρανό. Κοιτώντας προσεκτικότερα, αναγνώρισε το πλοίο αμέσως. Ήταν το φορτηγό πλοίο general cargo «ΜΕΛΙΠΛΩΗ», το οποίο ήταν το πρώτο με το οποίο μπάρκαρε στα δεκαεφτά του χρόνια.
Με τη συνειδητοποίηση και μόνο του τι έβλεπε, αναρρίγησε. Γιατί ήξερε πολύ καλά ότι το «ΜΕΛΙΠΛΩΗ» δεν υπήρχε εδώ και σαράντα χρόνια. Από όταν αποσύρθηκε σε ναυπηγείο της Κορέας για να αποσυντεθεί σε ελάσματα και μορφοσιδήρους. Αλλά δεν ήταν αυτός ο μόνος λόγος της αναστάτωσης του. Αυτό που έβλεπε ο καπετάνιος μπροστά του στο βάθος, ήταν το περιβόητο φαινόμενο Φάτα Μοργκάνα. Το οποίο συνήθως εμφανίζονταν τους καλοκαιρινούς μήνες όταν ο αέρας που φυσά στην επιφάνεια της θάλασσας είναι πολύ πιο ψυχρός από τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, όπως δηλαδή συνέβαινε σήμερα.
Ως ναυτικός ήξερε πολύ καλά ότι η Φάτα Μοργκάνα μπορεί να εκληφθεί και ως οιωνός λύμης, μιας και συχνά συμβαίνει πριν από μια θαλασσινή καταιγίδα. Αλλά και τα παλιότερα χρόνια ήταν αιτία ναυαγίου για πολλά καράβια που ξεγελιόνταν από τους αντικατοπτρισμούς. Αυτό που του έκανε βέβαια περισσότερο εντύπωση, είναι το πώς εμφανίστηκε μπροστά του, γιατί πρόκειται για ένα εξαιρετικά σπάνιο μετεωρολογικό φαινόμενο, πολλώ δε μάλλον για την Ελλάδα. Από όσο είχε ακουστά, η Φάτα Μοργκάνα είχε εμφανιστεί στο παρελθόν μόνο στον Ευβοϊκό κόλπο.
Ο ίδιος πάντως όσα χρόνια ταξίδευε στα πέρατα του κόσμου, τη Φάτα Μοργκάνα την είχε δει δυο φορές στη ζωή του. Τη μια λίγο έξω από το Βανκούβερ όπου είχε εμφανιστεί για λίγο το είδωλο ενός παγόβουνου και την άλλη – τη φαρμακερή – στον Κόλπο Τογιάμα στη δυτική ακτή της Ιαπωνίας. Τότε είχαν δει στον ορίζοντα να αιωρείται ένα μικρό καταπράσινο νησί, το οποίο δεν ήταν χαρτογραφημένο και που αργότερα σιγά – σιγά εξαφανίστηκε. Λίγο αργότερα ξέσπασε μια τρομερή καταιγίδα και σηκώθηκαν πελώρια κύματα, η φρενιασμένη θάλασσα πήγε να βυθίσει το πλοίο, το οποίο πάλευε απέλπιδα για ώρες στον ωκεανό. Τελικά από θαύμα γλίτωσαν, όχι όμως όλοι, τον αδερφικό του φίλο και β’ μηχανικό του καραβιού, ο οποίος κάποια στιγμή βγήκε στο παραπέτο να βοηθήσει στην άνιση πάλη, τον «κατάπιε» εν ακαρεί η λυσσασμένη θάλασσα και τον παρέσυρε μαζί της στο βυθό. Ο καπετάνιος όταν κατάλαβε τι συνέβη, ξεκίνησε τον κοπετό γιατί δεν άντεξε τον ανεκλάλητο θάνατο του συντρόφου του. Τον οποίο δεν ξέχασε ποτέ και εισέτι βλέπει στον ύπνο του.
Βυθισμένος από το πρωί σε όλες αυτές τις αναμνήσεις της περασμένης του ζωής και με βουβά δάκρυα, κύλησε το πρωινό του δίχως να το καταλάβει. Όταν πια μεσημέριασε, έβαλε μια κούπα κρασί και βγήκε πάλι στο μπαλκόνι του να την πιει, αγναντεύοντας τη θέα όπως συνήθιζε καθημερινά. Ο ουρανός ήταν και πάλι καθαρός και ο ήλιος έλαμπε. Μπροστά του έβλεπε τρία παρόμοια σύννεφα τα οποία έμοιαζαν με ψεύτικα, «Θεέ μου, πόση ασκήμια και ομορφιά μπορεί να χωρέσει τούτη η ζωή ταυτόχρονα; Πόσα χώρεσαν και στη δική μου ζωή!», σκέφτηκε σιωπηλά. «Σήμερα θα ‘θελα κι εγώ να ήμουν ένα άσπρο σύννεφο σαν κι αυτά» είπε δυνατά. Η κούπα του έπεσε από τα χέρια κι εκείνος ξεκίνησε για το ταξίδι του στο επέκεινα.