Εκείνη την ήσυχη νύχτα του καλοκαιριού, στην αστική γειτονιά με τα περιποιημένα σπίτια, το καλοφροντισμένο γκαζόν και τους λευκούς τοίχους που περιέφραζαν τις επαύλεις, ο Μάξιμος προετοιμαζόταν για το μεγάλο κόλπο, το κόλπο που θα τον έκανε πλούσιο για μια ζωή. Από μικρός ζήλευε τους ανθρώπους στα διαδικτυακά άρθρα, που υποστήριζαν ότι συνταξιοδοτήθηκαν από τα 30 τους χρόνια και πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους κάνοντας ταξίδια. Πάντα ήθελε να τους μοιάσει. Η προοπτική του να περάσει τα χρόνια του μέχρι τη σύνταξη σε ένα στενό γραφειάκι κάποιας μεγαλοεταιρείας, γελώντας με τα ανόητα αστεία των ανωτέρων του για να σιγουρέψει τις προαγωγές του, δεν του ταίριαζε. Ούτε η σίγουρη θέση στον δημόσιο τομέα του προξενούσε κάποια ενδιαφέρον. Μπορεί ο Μάξιμος να μην κατόρθωσε να εφεύρει κάποια καινοτόμα εφεύρεση, ή να κάνει μια τολμηρή επιχειρηματική κίνηση, ή τέλος πάντων κάτι που θα του εξασφάλιζε το μεγάλο και σταθερό εισόδημα που επιθυμούσε για μια ζωή, αλλά έγινε πρώτης τάξεως κλέφτης.
Ξεκίνησε σε ηλικία δημοτικού με τα πολύχρωμα μολύβια των συμμαθητών του στο σχολείο του ιδρύματος, που αναπόφευκτα κατέληξε. Συνέχισε στην εφηβεία του με το να κλέβει τα τσιγάρα των συνομηλίκων του, κάτω από τη μύτη τους. Όταν ενηλικιώθηκε, δεν άργησε να βρει τις κατάλληλες «παρέες» κι αφεντικά του υποκόσμου για να αξιοποιήσει τα ταλέντα του. Όταν, άλλωστε, εξασκείς τα ταλέντα σου από μικρός, δεν είναι δύσκολο να γίνεις δεξιοτέχνης στο είδος σου. Έτσι, είχε μεγάλη απήχηση στους νονούς της νύχτας, που πάντα έβρισκαν μια δύσκολη δουλειά γι’ αυτόν. Πότε θα ήταν να κλέψει τα κέρδη από τα στοιχήματα του ιπποδρόμου, πότε τα κοσμήματα μιας χήρας απομονωμένης από τα εγκόσμια. Ο Μάξιμος πάντα δεχόταν με μεγάλη ευχαρίστηση, γιατί είχε καταλάβει από καιρό ότι, όσο πιο πολλά κόλπα κάνεις τόσο πιο προετοιμασμένος και προικισμένος είσαι για τα επόμενα.
Γρήγορα, όμως, βαρέθηκε τα μερίδια που του έκοβαν τα αφεντικά του και ξεκίνησε να δουλεύει μόνος. Πόσες τράπεζες έχασαν τα περιεχόμενα των θυρίδων τους, πόσες γυναίκες ούρλιαξαν όταν άνοιξαν τα χρηματοκιβώτιά τους και είδαν τα κοσμήματά τους να λείπουν, πόσοι γέροι έχασαν τα λεφτά κάτω απ’ το στρώμα τους, δεν ξέρει. Έχασε πια το μέτρημα.
Τώρα πια ο Μάξιμος κουράστηκε από τη συνεχή ροή αδρεναλίνης στις φλέβες του κι αποφάσισε να «συνταξιοδοτηθεί» μόνος του. Και σε αυτό θα τον βοηθήσει απόψε το μεγάλο διαμάντι Ορλόφ κι η βοηθός του, η Πηνελόπη.
Η Πηνελόπη ήταν το δεξί του χέρι σχεδόν σε όλα του τα κόλπα, έξυπνη, αεικίνητη, αλαφροπάτητη κι αθόρυβη, με όλα τα προσόντα για να ακολουθήσει τον συγκεκριμένο κλάδο. Συναντήθηκαν όταν δούλευαν κι οι δύο υπό την επίβλεψη άλλων κι αποφάσισαν ότι τους ήταν βολικότερο να δουλέψουν μαζί. Λιγότερα άτομα σημαίνει λιγότερα μερίδια. Συχνά κάθονταν να συζητήσουν μετά το πέρας μιας επιχείρησης. Βοηθούσε στο να αποτινάξουν την ένταση από πάνω τους.
«Όταν έρχεσαι από διαλυμένη οικογένεια, με πατέρα φευγάτο από τότε που ήταν τεσσάρων και μητέρα εξαρτημένη από τα χάπια, με ελάχιστη επαφή με την πραγματικότητα, κανείς δεν είναι εύκαιρος να σε μάθει τι σημαίνει να σέβεσαι την περιουσία του άλλου, είτε μικρή είτε μεγάλη», έλεγε ο Μάξιμος στην Πηνελόπη. Εκείνη πάντα έγνεφε με κατανόηση σε όλες τις ιστορίες που άκουγε για την παιδική του ηλικία, η οποία έμπαινε συχνά στην κουβέντα τους. Από μικρός δεν έβλεπε όρια στο τι είναι δικό του και τι είναι των άλλων, παρά μόνο ευκαιρίες για το πως θα ξεγελάσει του υπόλοιπους όσο πιο έξυπνα γίνεται, για να πάρει αυτό που θέλει.
Η λεία που είχαν βάλει στο μάτι απόψε ήταν το διαμάντι Ορλόφ, ένας βαρύτιμος πολύτιμος λίθος, άχρωμος, σε σχήμα μισού αυγού. Ο Ρώσος συλλέκτης που το είχε στην κατοχή του αποφάσισε να το βγάλει από το σπίτι του στο Κρεμλίνο και να το μεταφέρει με δρακόντεια μέτρα ασφαλείας στην έκθεση πολύτιμων λίθων στην Ελλάδα. Προς το παρόν, μένει σε μια βίλλα κι απολαμβάνει τις διακοπές του, ενώ η μεταφορά δεν έχει γίνει ακόμα. Βέβαια, ο Μάξιμος δεν είναι πλεονέκτης. Δεν έβαλε στο μάτι ολόκληρη την έκθεση, παρά μόνο το μεγαλύτερο και πολυτιμότερο κομμάτι της, αυτό που θα του εξασφαλίσει μια άνετη και πλουσιοπάροχη ζωή από δω και πέρα. Ίσως μετά από τόσα χρόνια στη δουλειά να μαλάκωσε λίγο. Και σκοπεύει να κάνει το μεγάλο κόλπο τώρα που το διαμάντι είναι ακόμα στη βίλλα και τα μέτρα ασφαλείας διαχειρίζονται πιο εύκολα.
Ντυμένος στα μαύρα, με το πρόσωπο καλυμμένο με μαύρη κουκούλα, ο Μάξιμος παραφυλάει αθέατος πάνω στο κλαδί ενός πεύκου έξω από την έπαυλη, περιμένοντας να στρίψει ο φρουρός που κάνει περιπολίες στην επόμενη γωνία. Ο συλλέκτης φρόντισε να διαμείνει σε κατοικία με προστασία από ιδιωτικούς φρουρούς. Οι φρουροί συνήθως είναι απλοί άνθρωποι, παρ’ όλη τη σκληρότητα του επαγγέλματός τους. Αυτό το ανθρώπινο στοιχείο θέλει να εκμεταλλευτεί ο Μάξιμος με τη βοήθεια της Πηνελόπης, η οποία θα απέχει απόψε από την ενεργό δράση και θα λειτουργήσει σαν αντιπερισπασμός.
Ντυμένη με στενό, λευκό φόρεμα, το οποίο φτάνει αρκετά πάνω από το γόνατο, η Πηνελόπη περπατά ανέμελα και όλο χάρη πάνω στα λευκά ψηλοτάκουνά της, παριστάνοντας ότι χαζεύει το κινητό της. Ο Μάξιμος ήξερε πως μπορεί να έχει πίστη στην συνεργάτιδά του και τις ικανότητές της. Εκείνος, που ήταν πάντοτε κλειστός κι απόμακρος, την εμπιστευόταν αρκετά, ακόμα και για να της εκμυστηρευτεί όσα τού ήταν δύσκολο να ομολογήσει.
Η απόσταση της με τον φρουρό στην είσοδο όλο και μικραίνει. Ο φρουρός προσπαθεί να παραμείνει συγκεντρωμένος στη δουλειά του, αλλά δύσκολα αγνοεί κανείς μια γυναίκα σαν την Πηνελόπη, ειδικά έτσι ντυμένη στα λευκά, σαν αντίθεση στη νύχτα. Οπότε, αναπόφευκτα καταλήγει να την παρακολουθεί με την άκρη του ματιού του. Αυτή δεν δίνει σημασία, παραμένει προσηλωμένη στην οθόνη του κινητού της καθώς περνάει έξω από την έπαυλη. Και τότε, ωχ, τι απροσεξία, το πόδι της γύρισε και σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο, λίγο παρακάτω από το σημείο που βρίσκεται ο φρουρός. Βγάζει μια κοριτσίστικη κραυγή πόνου, μάλλον στραμπούλιξε το πόδι της. Άτιμα ψηλοτάκουνα.
«Αχ! Το πόδι μου! Βοηθήστε με να σηκωθώ, σας παρακαλώ!», φωνάζει προς το μέρος του φρουρού, καθώς κάνει δήθεν αδέξιες προσπάθειες να σηκωθεί. Ο φρουρός κοιτάζει τριγύρω για να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχει κάποιος επικίνδυνος τριγύρω και σπεύδει προς το μέρος της. Βοηθά την αδέξια, αβοήθητη κοπέλα να σταθεί στα πόδια της, ενώ αυτή βογκάει και κλαψουρίζει από τον πόνο, ενώ ταυτόχρονα χαϊδεύει διακριτικά τα μπράτσα του και το θώρακά του.
Αυτό είναι και το σινιάλο για το Μάξιμο. Κρυφογελάει, γιατί ξέρει ότι κανείς δεν μένει ασυγκίνητος μπροστά στις κοριτσίστικες χάρες της Πηνελόπης. Κρατώντας σφιχτά το όπλο του, ετοιμάζεται να κατέβει από το δέντρο και να διεισδύσει στην έπαυλη αθόρυβα, τώρα που ο φρουρός είναι απασχολημένος με το να γιατροπορεύει την ευάλωτη κοπέλα. Σαν αίλουρος, κατεβαίνει επιδέξια κι αθόρυβα από το δέντρο και ξεγλιστράει πάνω από την αφύλαχτη πύλη. Οργώνει δεξιά κι αριστερά την αυλή της έπαυλης με τα μάτια του για να βρει το αδύναμο σημείο της. Και το βρίσκει γρήγορα. Εντοπίζει μία μικρή πόρτα, πιθανότατα αποθήκης και κατευθύνεται γρήγορα προς αυτήν. Ευτυχώς, οι φρουροί δεν περνούσαν εκείνη την ώρα από κει στην περιπολία τους. Ο Μάξιμος γονατίζει μπροστά στην κλειδαριά και ξεκινά να την παραβιάζει. Αυτό είναι το εύκολο κομμάτι στη δουλειά του.
Και τότε το ένιωσε. Πενήντα χιλιάδες βολτ να διαπερνούν το σώμα του. Έπεσε στο έδαφος παραδομένος σε ανεξέλεγκτους σπασμούς. Κάποιος φρουρός τον είδε τελικά. Το φως ενός φακού συναντά τα μάτια του και ακούει φωνές να πλησιάζουν. «Πάει το μεγάλο κόλπο», μουρμούρισε σιγανά κι αποχαιρέτισε μέσα του την εικόνα του να κρατάει το διαμάντι Ορλόφ στα χέρια του. Λίγο πριν δει ποιος τον πλησιάζει, λιποθυμά.
Όταν ο Μάξιμος ξυπνά, βρίσκεται σε ένα κρεβάτι νοσοκομειακής πτέρυγας με τα χέρια του δεμένα στο κρεβάτι και μια απίστευτη ζαλάδα. Τον κυριεύει πανικός, πρώτη φορά τον πιάνουν στα πράσα. Η γιατρός αντιλαμβάνεται ότι ξύπνησε από τις προσπάθειές του να κουνήσει ελεύθερα τα χέρια του και πλησιάζει το κρεβάτι του.
«Μας τρόμαξες Μάξιμε! Μπορείς να μου πεις τι γύρευες στην αυλή μέσα στη νύχτα;», τον ρωτά με φωνή αυστηρή και ταυτόχρονα στενοχωρημένη. Τη γνωρίζει αυτή τη φωνή ο Μάξιμος. Είναι της Πηνελόπης. «Γιατί προσπάθησες να το σκάσεις; Πού θα πήγαινες;».
«Πηνελόπη! Δεν ήμουν προσεχτικός! Γι’ αυτό με πιάσανε! Τι κάνεις εσύ εδώ; Ξεγλίστρησες ντυμένη γιατρός; Πρέπει να με βοηθήσεις να αποδράσω!», της ψιθυρίζει επιτακτικά, προσπαθώντας απελπισμένα να λυθεί.
«Μάξιμε, είμαι γιατρός», αποκρίνεται αυτή, κοιτώντας τον λυπημένα. «Δεν το θυμάσαι; Εγώ δεν σε φροντίζω τόσα χρόνια εδώ πέρα; Προσπάθησε να θυμηθείς.»
«Μα τι λες; Πρέπει να με βοηθήσεις να φύγω! Πρέπει να προλάβουμε το διαμάντι πριν φύγει ο συλλέκτης από την Ελλάδα!»
«Μάξιμε, δεν υπάρχει συλλέκτης και διαμάντι. Η φαντασία σου σε κέρδισε πάλι. Σε παρακαλώ, προσπάθησε να θυμηθείς τις συζητήσεις μας, την δουλειά που έχουμε κάνει μαζί.»
Μα ο Μάξιμος δεν την ακούει πια, τον έχει καταλάβει η μανία. Ουρλιάζει, κουνώντας βίαια το κρεβάτι και προσπαθεί να απελευθερωθεί. Οι νοσοκόμοι τρέχουν προς το μέρος του και βυθίζουν μια ηρεμιστική ένεση στο δέρμα του. Οι φωνές του εξασθενούν. Μετά από λίγο, ο Μάξιμος έχει πέσει σε έναν ήσυχο, βαθύ ύπνο.
Η Πηνελόπη αναστέναξε και βγήκε περπατώντας όσο πιο αθόρυβα μπορούσε με τα λευκά της ψηλοτάκουνα από το δωμάτιο 311 της Ψυχιατρικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών.