Ήξερε πως δεν θα είχε πολύ χρόνο στην διάθεση του. Το κατάστημα βρισκόταν στην πιο ακριβή συνοικία της πρωτεύουσας. Είχε ακούσει πως εκεί σύχναζαν καλλιτέχνες, πολιτικοί, επιχειρηματίες, καλοντυμένες και πολυταξιδεμένες κυρίες. Μπήκε με αντίστοιχο αέρα κοσμοπολίτη και πήγε στο μπαρ. Θέλησε να παραγγείλει τον καφέ που πάντα έπινε, το λυτρωτικά γνώριμο και στη διευκρίνηση του υπαλλήλου πως δεν σερβίρουν αυτό το είδος το άγχος του διπλασιάστηκε. Χωρίς δεύτερη σκέψη και νιώθοντας να ιδρώνει ψέλλισε, “έναν εσπρέσσο παρακαλώ”. Είχε ακούσει κάπου πως είναι ο καφές των ιταλών χαρακτηριζόμενος από την ταχύτητα που τον καταναλώνουν, πράγμα προφανές μιας και είναι τρεις γουλιές όλο κι όλο, ότι πρέπει δηλαδή για τη διάρκεια που θα κρατούσε αυτό το ραντεβού όπως μεν υπολόγιζε αλλά απευχόταν.
Πήρε το φλιτζανάκι και στάθηκε στο πάσο μπροστά στη μεγάλη τζαμαρία. Από εκεί, κάτω από άλλες συνθήκες θα μπορούσε να χαζεύει ανενόχλητος τον κόσμο και να πλάθει τις ζωές τους συνθέτοντας εικόνες από τις κρυφές λεπτομέρειες, κάτι που συνήθιζε να κάνει κάθε φορά που ήταν μόνος του. Αυτή την φορά όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Βρισκόταν στο πιο επώνυμο μαγαζί, ανάμεσα σε όλο αυτό τον κόσμο, έχοντας μπροστά του έναν εσπρέσσο. Πρώτη φορά θα έπινε εσπρέσσο. Για τα επόμενα δέκα λεπτά αυτός ο καφές μπροστά του θα
ήταν μια υπέρβαση προκλητικά σημαντικότερη κι από τον άνθρωπο που θα συναντούσε. Τον άνθρωπο που θαύμαζε και κρυφά μέσα του πίστευε πως είχε το προνόμιο να του αλλάξει την ζωή. Σήκωσε το μικρό φλιτζάνι με τις τέσσερις γουλιές καφέ και το έφερε στο στόμα του. Δεν ήπιε. Για έναν άνθρωπο που είχε συνηθίσει να πίνει τον καφέ του γλυκό ήταν αρκετό που έβρεξε τα χείλη του. Η πίκρα που γεύτηκε ήταν ασύγκριτη. Αν βάλω ζάχαρη ίσως και να πίνεται σκέφτηκε, αλλά οι ιταλοί προσθέτουν ζάχαρη ; Κι αν ναι, πόση μπορούν να χωρέσουν σε αυτό το τόσο δα φλιτζανάκι ώστε να μαλακώσει αυτή η πίκρα ; Άρχισε να κοιτά γύρω του τον κόσμο προσπαθώντας όχι μόνο να κρύψει αυτές τις σκέψεις αλλά να υποκριθεί πως είναι ένας από αυτούς που με τόση ευκολία πίνουν αυτόν τον καφέ. Τότε του ήρθε η ιδέα. Για να δούμε αναρωτήθηκε, όλοι αυτοί γύρω μου που απολαμβάνουν τον εσπρέσσο τους έχουν ανάγκη την ζάχαρη όπως εγώ ή όχι ; Χαλάρωσε το κορμί του αφήνοντας το να ακουμπήσει πάνω στο μαρμάρινο πάσο κι έβγαλε τα τσιγάρα του. Άναψε ένα κι άφησε τα πράγματα του πάνω σε ένα σκαμπό. Κοιτώντας γύρω του τους καθισμένους συνδαιτυμόνες κατάλαβε πως το οπτικό του πεδίο περιοριζόταν στο τέλος της διαδρομής των μικρών αυτών φλιτζανιών. Ήταν θεατής του ταξιδιού τους αλλά δίχως να έχει την παραμικρή ένδειξη αν οι ουρανίσκοι που γεύτηκαν το περιεχόμενο τους τώρα απολάμβαναν μια γλύκα ή την πίκρα που ένιωθε ο ίδιος. Αγχώθηκε περισσότερο με αυτή τη διαπίστωση αλλά το έκρυψε αριστοτεχνικά. Γύρισε την πλάτη του αποφασιστικά στην τζαμαρία κι εστίασε την προσοχή του στο μπαρ, εκεί που
ανά μερικά λεπτά πραγματοποιούνταν και μια νέα «γέννηση». Εκεί που οι μικροί αυτοί κόκκοι καφέ μετατρέπονταν σε ενέργεια υγρής μορφής και στιγμιαίας απόλαυσης. Μερικά δευτερόλεπτα αναμονής ήταν αρκετά ώστε να προσέξει έναν κύριο να παραλαμβάνει τον πολύτιμο εσπρέσσο του και με προσεκτικές κινήσεις να βγαίνει από το κατάστημα κατευθυνόμενος σε ένα άδειο τραπεζάκι. Δυστυχώς κάθισε με γυρισμένη πλάτη και οι κινήσεις του ήταν ανέφικτο να αποκρυπτογραφηθούν. Αποσύροντας το βλέμμα του από αυτόν είδε άλλο ένα φλιτζανάκι στα χέρια μιας γοητευτικής νεαρής γυναίκας. Την ακολούθησε με τη ματιά του αλλά τελικά χωρίς αποτέλεσμα κι αυτήν την φορά, μιας και κάθισε πίσω από μια κολόνα. Ασυναίσθητα κούνησε το κεφάλι του μη ξέροντας αν έπρεπε να βάλει τα γέλια ή να εκνευριστεί. Εκείνη τη στιγμή όμως εμφανίστηκε μαγικά ένα ακόμη λευκό φλιτζανάκι στα χέρια ενός ώριμου καλοντυμένου κυρίου μιας άλλης εποχής, που ακολουθούσε την διαδρομή προς κάποιο τραπεζάκι. Τρίτη και φαρμακερή, σκέφτηκε. Αναρωτήθηκε στιγμιαία για την προέλευση αυτής της φράσης αλλά η απορία του να μάθει αν αυτός ο μικροσκοπικός καφές σου επιτρέπει να αναμίξεις μέσα του ζάχαρη, ήταν πολύ μεγαλύτερη.
Ο κύριος, όρθιος μπροστά στο τραπέζι ακούμπησε τον καφέ του με προσοχή κι αφού τράβηξε την καρέκλα ευγενικά στο πλάι, κάθισε. Ήταν απίστευτος, ένας δραπέτης από πίνακα του μεσοπολέμου έπαιζε ένα μικρό μονόπρακτο μόνο για αυτόν. Ο πρωταγωνιστής του έβγαλε από την μέσα τσέπη του σακακιού του μια ασημένια ταμπακιέρα κι έναν αναπτήρα από μια άλλη. Άναψε το τσιγάρο του κι αμέσως μετά έκανε την κίνηση
να τα ακουμπήσει στο τραπέζι μπροστά του όταν δυο νεαρά κορίτσια στάθηκαν ακριβώς ανάμεσα τους με αυθάδεια διακόπτοντας τη ροή της παράστασης. Τώρα πια μπορούσε να είναι εκνευρισμένος. Ξεφύσηξε, και έσβησε το τσιγάρο του με διάθεση να το συνθλίψει μέσα στα δάχτυλα του. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα με ακούσει κανείς, σκέφτηκε και πήρε το κινητό στα χέρια του. “ Έλα. Να σε ρωτήσω, εσύ που είσαι και πολυταξιδεμένη. Στον εσπρέσσο βάζουμε ζάχαρη; ” Στο σύντομο διάλογο που ακολούθησε απάντηση μπορεί να μην πήρε αλλά τουλάχιστον γέλασε με την ψυχή του. Τρία λεπτά επαφής με την καλύτερη φίλη του τον έκαναν να ξεχάσει όχι μόνο τον λόγο που της τηλεφώνησε αλλά και το ραντεβού του.
Έκλεισε το τηλέφωνο, άναψε ένα ακόμη τσιγάρο και ακούμπησε το φλιτζάνι επιφυλακτικά. Σκέφτηκε να πιει αλλά το μετάνιωσε, προτίμησε να συνεχίσει να παρακολουθεί τον κόσμο από την άλλη μεριά της τζαμαρίας επιμελώς αόρατος.
Τη στιγμή που έσβηνε κι αυτό το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο εμφανίστηκε ο άνθρωπος που περίμενε. Αναγνώρισαν ο ένας τον άλλον κι ας μην είχαν συναντηθεί. Ακίνητος και με χαμόγελο ψέλλισε μια καλησπέρα που δεν ακούστηκε ενώ ένιωθε και πάλι να ιδρώνει. “ Εσπρέσσο ; Θα πάρω κι εγώ έναν ” συγκατένευσε ο νεοφερμένος κι αυτό αντικατέστησε κάθε απόπειρα χαιρετισμού πριν κατευθυνθεί στο μπαρ. Λίγα λεπτά αργότερα επέστρεψε κι ακούμπησε στο μαρμάρινο πάσο το δικό του εσπρέσσο. Θέλησε να μιλήσει, να πει τον λόγο που ζήτησε αυτό το ραντεβού αλλά παρέμεινε
σιωπηλός. Η αδιαφορία προς το πρόσωπο του τον έκανε να αισθάνεται ακόμα πιο άβολα. Πρόσφερε τον αναπτήρα του κι αποφάσισε πως ίσως ήταν προτιμότερο να δείξει, πως δεν είναι ένας άσχετος που βρέθηκε τυχαία σε αυτόν το χώρο. Πήρε επιδεικτικά το φλιτζανάκι και το έφερε στα χείλη του. Ήταν έτοιμος να πικραθεί αν με αυτό το αντίτιμο θα ακολουθούσε η γλύκα της επιτυχίας. Η αφετηρία και ο προορισμός ενός ταξιδιού απλωμένα σε μια γουλιά εσπρέσσο. Την ίδια στιγμή ο άνθρωπος που στεκόταν απέναντι του έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του και τράβηξε δίπλα του ένα μεγάλο μεταλλικό αντικείμενο που ως εκείνη την ώρα διακοσμούσε το μαρμάρινο πάσο. Το άνοιξε, την ώρα που η πίκρα του καφέ απλωνόταν σε όλη την στοματική του κοιλότητα με αναίδεια, και ως δια μαγείας φανερώθηκε ένα βουνό από ζάχαρη. Η έκπληξη στα μάτια του δεν έγινε αντιληπτή γιατί πολύ απλά η προσοχή του σημαντικού άλλου ήταν να βάλει όχι μία αλλά τρεις κουταλιές ζάχαρη στον δικό του εσπρέσσο. Ήθελε να βάλει τα γέλια αλλά δεν το έκανε. Από την στιγμή που εκείνο το μικρό φλιτζάνι με τον εσπρέσσο κατάπιε μέσα του τρεις ολάκερες κουταλιές ζάχαρη είχε πέντε λεπτά στην διάθεση του. Προτεραιότητα του λοιπόν ήταν να εντυπωσιάσει τον ακροατή του κάτι που κατάφερε στιγμιαία μόνο μέσω των φωτογραφιών του. Ολοκληρώνοντας τον αμήχανο και αγχωτικό μονόλογο του οι δυό τους αντάλλαξαν δυο τυπικές φράσεις που έκαναν ξεκάθαρο πως η γνωριμία τους αλλά όχι και το ταξίδι θα τελείωνε πριν καλά καλά ξεκινήσει.
Πέντε λεπτά αργότερα λοιπόν το ραντεβού του είχε λήξει κι η πίκρα του διάσημου ιταλικού καφέ είχε απορροφηθεί μα και παράλληλα ενεργοποιήσει με έναν
πρωτόγνωρο τρόπο κάθε κύτταρο του κορμιού του. Από εκείνο το σύντομο διάλογο πάνω από τα λευκά φλιτζανάκια, γνώριζε πλέον πως η γλύκα της επιτυχίας ίσως να αργούσε να έρθει αλλά αυτό δεν τον ενοχλούσε πια. Τώρα ήξερε πως στη ζωή όπως και στον καφέ, δεν επιτρέπεται να κάνεις εκπτώσεις.