“Η παράλειψη” του Βραχινός

Κυριακή πρωί. Είχε περάσει περίπου μισή ώρα από το σχόλασμα της  εκκλησίας. Περπατούσα στον κεντρικό δρόμο.  Κοίταξα ολόγυρα. Τα καταστήματα ήταν κλειστά και οι κάθετοι δρόμοι σχεδόν έρημοι. Οι κορυφές των βουνών ήταν ακόμα χιονισμένες. Ο κάμπος καταπράσινος. Ένα απαλό αεράκι ερχόταν από τη δύση, αλλά δε μου φάνηκε ικανό, να με  αναγκάσει να κουμπώσω το ελαφρό μπουφάν μου. Τράβηξα για την  πλατεία με το μικρό καφενείο.

Μπροστά μου περπατούσε στητός ο  Βαγγέλης, παλιός οικοδόμος. Εγκατέλειψε πριν λίγους μήνες στην αλάνα  τα υλικά, που χρησιμοποιούσε για το χτίσιμο των οικοδομών  και τώρα εργάζεται σ’ ένα εργοστάσιο τυποποίησης λαχανικών. Μέτριος στο ανάστημα. Το βήμα του γοργό και ανάλαφρο, λες να πατούσε από σκεπή σε σκεπή,  από κολώνα σε κολώνα.  Δεν μπόρεσα να τον προλάβω.  Στο πρώτο στενό έστριψε αριστερά κι εγώ τράβηξα ευθεία για την πλατεία.

Ο ήλιος είχε ζεστάνει την κεντρική πλατεία για τα καλά. Προχώρησα προς το τραπέζι, όπου συνηθίζαμε να πίνουμε το κυριακάτικο καφεδάκι. Τα λιγοστά εξωτερικά τραπέζια του καφενείου ήταν γεμάτα. Τα σκίαζε  η πελώρια μουριά της πλατείας. Πλησίασα  σ’ αυτό, που ήταν πιο κοντά στο πεζοδρόμιο. Ήδη  καθόταν κι έπιναν τον καφέ τους ο Νίκος , ο Βασίλης, ο Κώστας ο ψάλτης   και ο παπα-Δημήτρης.

“Καλημέρα σας. Καλημέρα παπα- Δημήτρη”.

“Καλημέρα, αντιφώνησαν”.

Τακτοποίησα την ψάθινη καρέκλα στην άκρη του πεζοδρομίου και κοιτάζοντας προς την πόρτα του καφενείου φώναξα δυνατά.

“ Έλα κυρα Λένη,  έναν ελληνικό σκέτο. Της παρηγοριάς”.

Συνήθως τον καφέ τον παρήγγελνα, μέτριο,  αλλά σήμερα πέταξα “ένα σκέτο”. Η κυρά Λένη, μια αεικίνητη γυναίκα, γύρισε απότομα, με κοίταξε έκπληκτη και ξαναρώτησε.

“ Σκέτο είπες”;

“Ναι, σήμερα σκέτο”.

Είδα να ξαναστρέφει ανεπαίσθητα το πρόσωπό της, να σουφρώνει λίγο τα χείλη της  και κατάλαβα μια μικρή απορία, αλλά παράλληλα και μια  έκπληξη μαζί, στο πρόσωπό της. Ένοιωσα μια ικανοποίηση. Κατάφερα να την προβληματίσω σκέφτηκα.

Με το δίσκο στο χέρι, χωρίς δεύτερη κουβέντα, έκανε μεταβολή και προχώρησε προς το βάθος του καφενείου.

Ώσπου να αναλύσουμε τον καιρό, ήρθε κι ο καφές.

Άρπαξα το φλιτζάνι και ρούφηξα την καυτή γουλιά του. Πριν το  αφήσω κάτω με  περισπούδαστο  ύφος, γύρισα προς τον παπα-Δημήτρη

Διαβάστε επίσης  "Η Ελπίδα κι η Ευθύνη" του Νίκου Ελλή

“Παπα -Δημήτρη, ετοιμάσου”.

Ο παπα-Δημήτρης ένας καλοσυνάτος και ευγενικός άνθρωπος, που δεν αρκούνταν στα τυπικά λειτουργικά του καθήκοντα, αλλά με το παράδειγμά του εκτελούσε ποιμαντικό έργο, με κοίταξε προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα λόγια μου και τελικά με απορία μου είπε:

“Τι να ετοιμάσω βρε Γιώργη, δεν καταλαβαίνω. Ακόμα δεν κάθισες στην καρέκλα”.

Πέταξα απότομα και κοφτά τρεις λέξεις, για να τους κάνω να με προσέξουν.

“Ετοιμάσου για συσσίτια”.

Όλοι έστρεψαν τα πρόσωπά τους προς το μέρος μας, μετακίνησαν λίγο πιο αριστερά τις καρέκλες τους και περίμεναν τη συνέχεια. Ύστερα βλέποντας την ακινησία μας, γέλασαν και οι τέσσερες .

“Αστειεύεσαι ωρέ Γιώργη; Τι συσσίτια; Σούστριψε μου φαίνεται”. Φώναξε ειρωνικά ο Βασίλης.

Ο Βασίλης θα μπορούσε να τον πει κάποιος νεόπλουτο. Έμπορος με κατάστημα στο κέντρο της πόλης. Το μεγάλο διόρωφο, ένα τετράγωνο πιο κάτω,  με τις τεράστιες βεράντες, τα ακριβά αλουμινένια παράθυρα και τον όμορφο κήπο από γκαζόν ήταν δικό του.

Επικράτησε μικρή σιωπή.

Ο παπα-Δημήτρης γύρισε και με χαμόγελο απάντησε.

“Έχω μια κατσαρόλα στην αποθήκη της εκκλησίας”.

“Τι κατσαρόλα παπα-Δημήτρη; Καζάνι να αγοράσεις, όσο είναι νωρίς”.

Όλοι ξαναγέλασαν με την ψυχή τους.

“Είπαμε να λέμε, αλλά να μην το παρακάνουμε. Του χρόνου θάχουν τελειώσει όλα”.  Αντιφώνησε ο Νίκος, κοντός στο δέμας,  με αυστηρή ματιά, που η κάθε φράση του συνοδεύονταν από το κούνημα του δείκτη.

Ο Βασίλης  χτύπησε ελαφρά τη γροθιά του στο τραπέζι.

“Μωρέ σοβαρότητα. Ωραίο ανέκδοτο Γιώργη. Εμείς είμαστε ευρωπαική χώρα”.

“Έχω κάνει το κουμάντο μου”, απάντησε ο Κώστας,  που δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά και κοίταζε μόνο τον εαυτό του. Καλλίφωνος αλλά και εγωϊστής ήξερε ότι ήταν απαραίτητος στον παπα-Δημήτρη και το έδειχνε σε κάθε ευκαιρία. Το μεγάλο καλό που είχε, ήταν η εθελοντική προσφορά του στην λειτουργία και στα εκκλησιαστικά μυστήρια. Ανασήκωσε ελαφρά το δεξί του φρύδι και συνέχισε:

“Άστα αυτά. Η Ελλάδα είναι στην ευρωζώνη. Ξέρεις τι σημαίνει ευρωζώνη;  Βρε ξύπνα”.

“Ε  αφήστε τον. Μην τον αποπαίρνετε”. Είπε σοβαρά ο παπα-Δημήτρης και μου φάνηκε να βάθυνε μια ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια του.

Διαβάστε επίσης  "Πριν χαράξει..." της Μαίρης Αντωναράκου

Η συζήτηση σταμάτησε εκεί. Συνεχίσαμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων, για το ποδόσφαιρο και για τις ετοιμασίες καλλιέργειας των μικρών κήπων στην αυλή των σπιτιών μας. Η καλλιέργεια των κήπων μάς είχε μείνει παραδοσιακά. Κάθε ένας στο μικρό του οικόπεδο καλλιεγούσε χειμωνιάτικα λαχανικά και την άνοιξη από λίγες πατάτες, μέχρι ντομάτες, πιπεριές, μαϊντανό . Σε όλες σχεδόν τις αυλές υπήρχαν ένα με δυο καρποφόρα δέντρα, όπως ελιές, λεμονιές και βερυκοκιές.

Είχε περάσει πολύς καιρός,  χρόνια, που μπορούσες να τα μετρήσεις όμως με τα δάχτυλα του ενός χεριού.  Στο τραπέζι της πλατείας καθόμαστε τα ίδια άτομα κι ο Ηλίας. Η κυρά Λένη είχε σταματήσει προ πολλού να σερβίρει καφέδες. Ο άντρας της είχε πεθάνει κι αυτή βγήκε στη σύνταξη . Το καφενείο έκλεισε και η κυρά Λένη μας κοίταζε από τη βεράντα του δωματίου της.  Ο Ηλίας δούλευε σε μια μεγάλη εταιρεία και τον απέλυσαν.  Η εταιρία είπαν πτώχευσε, άλλοι διέδωσαν πως χρωστούσε κάποια δάνεια κι έκλεισε,   αλλά ο Ηλίας δεν πίστευε τίποτα από αυτά. Το μόνο που ήξερε είναι ότι έχασε την εργασία του. Ύστερα αναγκάστηκε να δουλέψει στην οικοδομή και τώρα καλλιεργούσε το μικρό γεωργικό κλήρο, που απέκτησε από τον πατέρα του. Δεν μπορούσε να πληρώσει ούτε το ρεύμα. Τον κοίταξα . Οι ρυτίδες είχαν καλύψει το πρόσωπό του. Μου φάνηκαν ολόκληρες ρεματιές. Πόσος ιδρώτας χύθηκε για να διαβρωθεί το δέρμα του, ώστε να σχηματιστούν και πόσος ήλιος να ξεράνει τις πτυχές του!

Ο Βασίλης, ο καταστηματάρχης, είχε κλείσει το κατάστημά του εδώ και δυο χρόνια. Είχαν σταματήσει οι πωλήσεις και  αναγκάστηκε να το κλείσει κάποια στιγμή. Τα έξοδα έτρεχαν και ζούσε με τις αναλήψεις των οικονομιών του από την τράπεζα. Ο Νίκος, εκπαιδευτικός, αναγκάστηκε να πάρει γρηγορότερα σύνταξη, μια και οι νόμοι για συνταξιοδότηση άλλαζαν προς το χειρότερο μέρα με τη μέρα . Έδειχνε πιο μεγάλος  στην ηλικία. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει εντελώς. Συνταξιούχος γαρ. Τα παιδιά του, επιστήμονες με μεταπτυχιακά, είχαν μετακομίσει στο εξωτερικό να βρουν εργασία. Ήξερε πως δύσκολα θα ξαναρχόταν στην πατρίδα τους. Ήλπιζε όμως ότι κάποτε κάτι θα άλλαζε. Η ελπίδα λένε, πεθαίνει τελευταία.

Διαβάστε επίσης  "Ωραία Κοιμωμένη" της Σάρας- Αικατερίνης Παπαδάκη

Μόνο ο Κώστας αγέρωχος σιγομουρμούρισε και κρατούσε και ο ίσο.

“Είχα πάρει ένα δάνειο.  Τι να κάνω λέτε”;

Ο Νίκος τον λοξοκοίταξε και χαμογέλασε.  “Να κόψεις τον καφέ των  καφενείων Κωσταντή”.

“Μα βλέπεις να πίνω καφέ”; Ο Νίκος χαμογέλασε και του είπε με κάποια μορφή ειρωνίας.

“Σε είδα στην κεντρικότερη καφετέρια της πόλης”.

Ο Παπα-Δημήτρης σκεφτικός και  με λυπημένο ύφος μάς σταμάτησε απότομα και με κατεβασμένα τα μάτια μας  ανέφερε.

“Αναλογίστηκα απόψε όλα τα σπίτια του χωριού. Μόνο γερόντια έχουμε μείνει. Πάει η νεολαία”.

Ο Κώστας έσπασε τη σιωπή.

“Εμείς δεν είχαμε παπούτσια να φορέσουμε και τα καταφέραμε να ζήσουμε. Τα παιδιά μας…”

“Μην κουράζεσαι Κώστα. Δεν είχαμε παπούτσια, αλλά είχαμε ελπίδα και προοπτική.

Στα παιδιά μας αγοράσαμε παπούτσια, αλλά τους στερήσαμε την ελπίδα και την προοπτική”.

Ακολούθησε παρατεταμένη σιωπή

“Έχουμε κάνα νέο”; πέταξα έτσι για να σπάσω τη σιωπή.

“Τι νέα;  Καλά νέα αποκλείεται”; γέλασε πικρά ο Νίκος. Την Τρίτη πήγα στην τράπεζα, η σύνταξή μου δε φτάνει ούτε για τους λογαριασμούς.

“Εγώ σταμάτησα να πληρώνω. Προσπαθώ να κρατήσω την οικογένεια ζωντανή”. Σιγομουρμούρισε ο Ηλίας.

“Εσείς οι άλλοι πως τα πάτε”; ακούστηκε η απόκοσμη φωνή του παπα -Δημήτρη.

“Υγεία νάχουμε παπα-Δημήτρη, είναι το μόνο που ελπίζουμε”.

Ο Βασίλης σηκώθηκε να φύγει, μα τον σταμάτησα και γυρίζοντας προς τον παπα-Δημήτρη τον ρώτησα.

“Έγινε κάνας γάμος φέτος παπά”;

Ο Βασίλης κοντοστάθηκε να ακούσει την απάντηση, λες και περίμενε κάποιο θαύμα.

Ο παπα-Δημήτρης γέλασε με πίκρα.

Μόνο κηδείες. Έχω να τελέσω γάμο και βαφτίσια πάνω από ένα χρόνο.

Με κοίταξε και ξαφνικά μου είπε.

“Θυμάσαι Γιώργη που μου είπες κάποτε, να αγοράσω καζάνι”;

“Ε. Το θυμήθηκες παπά”;

“Εμ ξεχνιούνται αυτές οι κουβέντες Γιώργη”;

“Ε λοιπόν τι έχεις να πεις”;

“Ξέχασες να μου πεις το βασικότερο”.

“Δηλαδή”;

“Ξέχασες να μου πεις, τι θα βάλω μέσα”.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Το Αγόρι, το Τρολ & η Κιμωλία: Μια συγκινητική ιστορία για τη δύναμη της καλοσύνης

Οι φθινοπωρινές κυκλοφορίες των εκδόσεων Μάρτης έφτασαν. Στις 10 Οκτωβρίου
Enemy of the State

Enemy of the State: Enemy of Big Brother

Το Enemy of the State είναι ένα πολιτικό θρίλερ του