Κανείς δεν ξέρει τη σιδερένια γέφυρα καλύτερα από αυτόν. Είναι εκεί, πάντα είναι εκεί. Δεν περπατάει όπως οι υπόλοιποι, είναι καθισμένος ή ξαπλωμένος. Τα ρούχα του είναι φθαρμένα και γεμάτα τρύπες. Όλοι τον έχουν δει μα κανείς δεν τον έχει προσέξει. Δίπλα του έχει ακουμπήσει ένα χαρτόνι που γράφει τις δυο παρακάτω λέξεις:
ΠΕΙΝΑΩ. ΒΟΗΘΕΙΑ.
Όταν το βλέμμα των ανθρώπων πέφτει πάνω σε αυτές τις λέξεις τότε αμέσως γυρίζουν το κεφάλι. Λες και αισθάνονται αηδία που κάποιος χρειάζεται βοήθεια, ή λες και νιώθουν ενοχές που δεν βοηθούν κάποιο συνάνθρωπο τους που έφτασε σε αυτή την κατάσταση. Όλοι γυρίζουν το κεφάλι και έτσι κανείς δεν έχει προσέξει το τρυπημένο του παλτό και το σκισμένο παντελόνι που φοράει, ούτε τα παπούτσια του που από άσπρα έχουν γίνει μαύρα, ούτε κανείς έχει προσέξει ότι στο πρόσωπο του είναι ζωγραφισμένη όλη η ταλαιπωρία ενός άστεγου, άτυχου, φτωχού ανθρώπου. Πεινάω. Βοήθεια. Λέει στο χαρτόνι μα ποιος νοιάζεται αν πεινάει και αν ζητάει βοήθεια. Μα ποιος νοιάζεται αν πεθαίνει από την πείνα ή το κρύο πάνω σε αυτή την αναθεματισμένη γέφυρα; Κανείς. Να η απάντηση. Κανείς δεν νοιάζεται.
Ο ήλιος είναι ακριβώς από πάνω του και η ώρα πρέπει να είναι κοντά δώδεκα. Πεινάει. Αυτό είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός που του συμβαίνει κάθε μέρα, μα τώρα πεινάει πολύ. Η νύχτα που προηγήθηκε ήταν δύσκολη, το κρύο ήταν τόσο τσουχτερό που το ένιωθε να του γαργαλάει το άδειο στομάχι και δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Τώρα το φως του χτύπαγε τα μάτια και έκανε τεράστιες προσπάθειες για να τα κρατήσει ανοιχτά. Έπρεπε να τα κρατήσει ανοιχτά για να κοιτάζει τους περαστικούς μήπως και κάποιος τον λυπηθεί και του δώσει λίγα χρήματα για να φάει.
Ήταν πριν δεκατέσσερις μέρες όταν μια γιαγιά τον πλησίασε και του άφησε ένα ευρώ μέσα στο πλαστικό, βρώμικο ποτήρι. Ήθελε να της χαμογελάσει και να την ευχαριστήσει, όμως το πρόσωπο του είχε ξεχάσει να χαμογελάει και τα χείλι του είχαν τόσο καιρό να προφέρουν λέξεις που με αυτή την απότομη εντολή που τους ήρθε από τον εγκέφαλο ξαφνιάστηκαν τόσο που κουνήθηκαν χωρίς να βγάλουν ήχο από μέσα τους. Ο ζητιάνος μέσα στην απρόσμενη χαρά του στενοχωρήθηκε που δεν μπόρεσε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. Ήλπιζε η γιαγιά να κατάλαβε τη χαρά που του πρόσφερε μέσα από τα μάτια του που έλαμψαν.
Έβαλε όλη του τη δύναμη, και δεν εννοώ τη σωματική μιας και αυτή είχε τελειώσει προ πολλού, μα την ψυχική δύναμη, για να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια του. Ένιωσε αδύναμος, έτοιμος να σωριαστεί κάτω και να λιποθυμήσει. Σκέφτηκε το φαΐ, σκέφτηκε ότι υπάρχει ελπίδα, ότι θα ζήσει, ότι θα τα καταφέρει. Τίποτα όμως. Δεν μπορούσε να κουνηθεί και για να μην πέσει είχε πιαστεί από τη σιδερένια λαβή της γέφυρας. Ύστερα σκέφτηκε τη γιαγιά, πριν λίγο τον πλησίασε με ένα σταθερό βήμα και ένα χαμόγελο στο πρόσωπο της, δεν θυμόταν ποιος ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που τον κοίταξε και χαμογέλασε, ίσως ποτέ κανείς δεν τον κοίταξε και χαμογέλασε. Άφησε τη σιδερένια λαβή
και ξεκίνησε το περπάτημα. Ο φούρνος ήταν τετρακόσια μέτρα μακριά, μπορούσε να τα καταφέρει.
Τα κατάφερε. Όταν μπήκε στο μαγαζί οι δυο ξανθιές εργαζόμενες τον κοίταξαν περιφρονητικά. Δεν πρόκειται να του δώσουμε τσάμπα ψωμί, σκέφτηκαν ταυτόχρονα. Φοβόντουσαν ότι το αφεντικό μπορεί να το μάθει και αν το αφεντικό, αυτός ο άπληστος παχύσαρκος, το μάθει τότε σίγουρα θα τις απολύσει. Η μια από τις δυο τον πλησίασε πριν ακόμα φτάσει στον πάγκο και, έτοιμη να τον πετάξει έξω με τις κλοτσιές αν χρειαστεί, τον ρώτησε τι θέλει. Ο τρόπος της ήταν τέτοιος που κάποιος θα νόμιζε ότι η γυναίκα απευθύνεται σε έναν δολοφόνο.
«Ψωμί» φώναξε ο ζητιάνος μα από το στόμα του ακούστηκε μόνο ένας ψίθυρος.
Πριν προλάβει να σηκώσει το χέρι και να δείξει ότι έχει λεφτά η γυναίκα τον είχε ήδη σπρώξει έξω από το κατάστημα, όπως άλλωστε έιχε ξανακάνει στο παρελθόν. Ο ζητιάνος, αργά, περπάτησε ξανά μέσα, αυτή τη φορά δείχνοντας το πολύτιμο ευρώ πριν μιλήσει. Η υπάλληλος του ζήτησε συγγνώμη, μα ήταν μια συγγνώμη που ο καθένας θα καταλάβαινε ότι δεν εννοούσε, έτσι ήταν σαν να μην ειπώθηκε ποτέ.
«Τι θα πάρεις;» τον ρώτησε η άλλη υπάλληλος.
Η μυρωδιά του ψωμιού χόρευε μέσα στα ρουθούνια του και ο ζητιάνος έδειξε μια φρατζόλα. Η γυναίκα του άρπαξε το νόμισμα και ύστερα του έδωσε τη φρατζόλα μαζί με είκοσι λεπτά ρέστα.
Όταν γύρισε στη γέφυρα και κάθισε στο σημείο που πάντα καθόταν είχε μείνει μόνο μια μπουκιά ψωμιού. Κοίταξε την τελευταία μπουκιά και ήταν ευτυχισμένος και δυστυχισμένος ταυτόχρονα. Ευτυχισμένος γιατί επιτέλους το στομάχι του γέμισε ενέργεια και δεν πέθανε από πείνα. Δυστυχισμένος γιατί δεν ήξερε πότε θα ξαναέτρωγε, δεν ήξερε αν θα ξαναέτρωγε.
Αυτά όμως έγιναν πριν δυο εβδομάδες. Σήμερα, τώρα, το στόμα του έχει ξεχάσει για τα καλά τη γεύση του ψωμιού. Πεινάει πολύ. Το σώμα χρειάζεται τροφή για να ζήσει και ο ζητιάνος το ξέρει καλά αυτό. Τρέμει στην ιδέα ότι θα πεθάνει όμως αν συνεχίσουν έτσι τα πράγματα τότε θα πεθάνει. Το στομάχι του είναι άδειο. Άδειο, άδειο, άδειο και αυτό είναι ότι χειρότερο μπορεί να νιώσει κάποιος άνθρωπος, φυσικά. Η αφαγία σε οδηγεί στο θάνατο, και όχι σε έναν ευχάριστο γρήγορο θάνατο, μα σε έναν αργό και ιδιαίτερα βασανιστικό θάνατο. Πεθαίνεις και νιώθεις ότι πεθαίνεις κάθε δευτερόλεπτο που περνάει, λες και νιώθεις κάθε κύτταρο του κορμιού σου να σβήνει και πρέπει να περιμένεις να σβήσει και το τελευταίο για να κλείσεις τα μάτια. Είναι μαρτύριο και μόνο να το σκέφτεται κανείς, πόσο μάλλον να ήταν ο πρωταγωνιστής τούτης της ιστορίας και να το ζούσε, μα ευτυχώς ούτε εγώ, ούτε εσύ αγαπητέ αναγνώστη είμαστε ο πρωταγωνιστής, δόξα τω θεώ.
Να τος ο πρωταγωνιστής, να τος ο ζητιάνος, να τος αυτός που είναι έτοιμος να πεθάνει από την πείνα και ακόμα ελπίζει. Ελπίζει ότι κάποιος θα τον βοηθήσει, ελπίζει στους ανθρώπους. Κοιτάζει τις φιγούρες που περνάνε μπροστά του γρήγορες και περιμένει ανάμεσα τους κάποιος να σταματήσει και να τον βοηθήσει. Όλοι τον προσπερνάνε. Μια γριούλα πλησιάζει και ο ζητιάνος νομίζει ότι είναι εκείνη. Τώρα περνάει από μπροστά του. Ναι είναι αυτή, δεν θα ξεχνούσε το πρόσωπο της ακόμα και αν πέρναγαν χίλια χρόνια. Ήταν εκείνη που πριν μέρες τον είχε σώσει.
Η γριά είναι βιαστική και τον προσπερνάει χωρίς να τον κοιτάξει. Ο ζητιάνος κοκάλωσε και μια φωνή βγήκε από μέσα του, μια φωνή τρεμάμενη και γεμάτη παράπονο.
«Μια μικρή βοήθεια. Πεθαίνω». Η γριά κατάλαβε ότι απευθυνόταν σε εκείνη μα δεν τον κοίταξε. Συνέχισε να προχωράει.
Ο ζητιάνος έμεινε να την βλέπει να φεύγει μακριά, μέχρι που μπήκε στο εμπορικό κέντρο. Αυτό ήταν, η ελπίδα για ζωή εξαφανίστηκε. Έκλεισε τα μάτια. Ήχοι από ανθρώπους που πέρναγαν βούιζαν στα αυτιά του. Βήματα από τακούνια, μουρμουρητά, μουσική από κινητά, φωνές, συζητήσεις. Ξαφνικά οι ήχοι σταμάτησαν. Άνοιξε τα μάτια να δει τι συμβαίνει και μέσα στο πλήθος είδε τη γιαγιά να τον πλησιάζει. Έλαμπε ολόκληρη, σαν φως να έβγαινε από μέσα της. Στο χέρι της κράταγε πολλά ψιλά και του τα έδωσε όλα.
«Πήγαινε να φας».
Ο ζητιάνος πετάχτηκε πάνω και την αγκάλιασε. Ακόμα και ο ίδιος αναρωτήθηκε πως σηκώθηκε με τόση ευκολία.
«Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ» είπε και της φίλησε τα χέρια.
«Μη με ευχαριστείς καθόλου, αν δεν βοηθήσω τον συνάνθρωπο ποιον θα βοηθήσω. Πήγαινε να φας τώρα και κοίτα να χορτάσεις.»
Ο ζητιάνος της χαμογέλασε. Έπειτα, με τα κέρματα στη χούφτα, έτρεξε στο φούρνο. Όταν πέρασε την αυτόματη πόρτα οι δυο ξανθιές γυναίκες τον περίμεναν στην είσοδο. Στη μέση του μαγαζιού υπήρχε ένα τραπέζι και μια καρέκλα που του είπαν ότι είναι γι’αυτόν. Πριν προλάβει να αφήσει τα λεφτά πάνω στο τραπέζι ξεκίνησαν να του φέρνουν πιάτα, λες και δεν βρισκόταν σε φούρνο αλλά σε εστιατόριο. Σαλάτα του σεφ, σαλάτα χωριάτικη, παστίτσιο με ζεστή μπεσαμέλ, γεμιστά με γύρω γύρω πατάτες, στιφάδο με κρεμμύδια που λιώνουν στο στόμα, τηγανιτές τραγανές πατάτες, φυσικά του φέρανε και ψωμί που μόλις είχε βγει. Έχοντας όλα αυτά μπροστά του ο ζητιάνος δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Η ξανθιά, που την τελευταία φορά τον έσπρωξε έξω, του έδωσε ένα μαχαιροπίρουνο. Ο ζητιάνος άρπαξε το πιρούνι και κάρφωσε εφτά πατάτες μα πριν τις φέρει στο στόμα παρατήρησε κάτι περίεργο μέσα σε όλα αυτά τα περίεργα που ήδη συνέβαιναν. Κόσμος πέρναγε δίπλα του όμως δεν άκουγε τα βήματα τους, δεν άκουγε τι έλεγαν. Τους έβλεπε να ανοιγοκλείνουν τα στόματα τους μα δεν τους άκουγε. Μήπως οι ήχοι σταμάτησαν, αναρωτήθηκε, μήπως κουφάθηκα; Μήπως όλα αυτά τα φαντάζομαι;
Η απάντηση είναι όχι. Τίποτα από αυτά. Έξω από το φούρνο που κάθεται ο ζητιάνος και ακόμα δεν έχει ξεκινήσει να τρώει, τετρακόσια μέτρα μακριά, πάνω στη σιδερένια γέφυρα, στη γωνία, εκεί που είναι το αγαπημένο του σημείο, βρίσκεται ένα άψυχο σώμα. Άνθρωποι περνάνε δίπλα του και συνεχίζουν να τρέχουν στις δουλειές τους, να μιλάνε στο κινητό, να φωνάζουν, να βρίζουν και να γελάνε, όμως αυτός έχει πάψει να τους ακούει.