Το τηλέφωνο χτύπησε τις πρώτες πρωινές ώρες, εκεί λίγο μετά τις 6. Τότε που η μάνα του ήξερε πως θα έχει ξυπνήσει, θα έχει ήδη φτιάξει τον καφέ του και θα πίνει μικρές γουλιές, καθώς θα ετοιμάζεται για τη δουλειά. Ο ήχος του τηλεφώνου έδιωξε τη θολούρα του ύπνου που ακόμα τύλιγε το μυαλό του και τον έβαλε σε εγρήγορση και σκέψεις. «Τέτοια ώρα το τηλέφωνο δεν είναι για καλό», σκέφτηκε δυσοίωνα και βιάστηκε να το απαντήσει με τον αφρό ξυρίσματος ακόμα στο πρόσωπο του.
«Έλα αγόρι μου», ακούστηκε η κλαμένη φωνή της μάνας, «χάσαμε τον παππού. Έγινε το βράδυ, αλλά δεν ήθελα να σε ξυπνήσω και περίμενα μέχρι τώρα». Πήγε να μιλήσει μα η φωνή του βγήκε τόσο πνιγμένη που αναγκάστηκε να καθαρίσει τον λαιμό του και να πάρει μια βαθιά ανάσα. Το κλάμα του, αν και προσπάθησε να το κρατήσει βουβό, έγινε αντιληπτό στην άλλη άκρη της γραμμής. «Σε παρακαλώ αγόρι μου, μην στενοχωριέσαι. Θα ξεκουραστεί τώρα ο παππούς». Αυτή η φράση τον έκανε να κλάψει δυνατά και με αναφιλητά. Σκέφτηκε την μάνα του που μόλις έχασε τον πατέρα της και έκρυβε τόση αγάπη μέσα της, που το μόνο που την ένοιαζε ήταν ο γιος της. Να μην ξυπνήσει και να μην στενοχωριέται εκείνος. Μίλησαν λίγα λεπτά για τα διαδικαστικά («Η κηδεία θα γίνει αύριο») και έκλεισαν το τηλέφωνο.
Ολοκλήρωσε το ξύρισμα με μηχανικές κινήσεις και βγήκε από το μπάνιο με την σκέψη του στον παππού. Βγήκε από το σπίτι και πήρε το λεωφορείο για τη δουλειά. Ήθελε να πάει στη δουλειά, για να μπορέσει να κρατήσει το μυαλό του απασχολημένο με κάτι άλλο. Δεν ήθελε να πάει στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς τώρα. Ήξερε ότι θα είναι γεμάτο με συγγενείς όλων των βαθμών, από αυτούς που συναντάς μόνο υπό τέτοιες συνθήκες, φωνές και φασαρία. Ήθελε να τον θρηνήσει μόνος του, με τον δικό του τρόπο. Μπορεί να ήταν μεγάλος και να είχε προβλήματα υγείας καταλήγοντας να μπαινοβγαίνει κάθε τόσο στα νοσοκομεία, αλλά ποτέ δεν δέχεσαι εύκολα την απώλεια ενός αγαπημένου σου προσώπου. Κάθε φορά που έμπαινε σε κάποιο νοσοκομείο λόγω των αδύναμων πνευμόνων του, οι γιατροί δεν έδιναν πολλές ελπίδες. Και όμως, κάθε φορά, κατάφερνε και έβγαινε από εκεί, σε πείσμα των καιρών, των γιατρών και των χρόνων του.
Φτάνοντας στη δουλειά είχε καταφέρει να ηρεμήσει λίγο, κυρίως γιατί προσπαθούσε να κρύψει τι συνέβη. Δεν ήθελε να ακούσει λόγια συμπαράστασης και τις τετριμμένες συλλυπητήριες ευχές που λέγονται σε αυτές τις περιπτώσεις. Όχι μόνο του έμοιαζαν χωρίς νόημα, αλλά τον συγκινούσαν ακόμα περισσότερο. Δεν είχε όρεξη να πειράξει τους συναδέλφους του όπως κάθε πρωί και κάθε προσπάθεια τους να μάθουν τι έχει, συναντούσε τον τοίχο του «Τίποτα, μια χαρά είμαι» που ύψωνε μπροστά τους. Στην μόνη που μίλησε ήταν η προϊσταμένη του, η οποία, μετά από αρκετά χρόνια συνεργασίας ήταν και φίλη του. Εκείνη δεν μίλησε, τον κράτησε για λίγο στην αγκαλιά της και αφού τον άφησε να μιλήσει και να ηρεμήσει, του ζήτησε να φύγει. «Καλά, γιατί έπρεπε να έρθεις σήμερα; Να με έπαιρνες τηλέφωνο να μου το πεις. Σε παρακαλώ, φύγε. Πρέπει να είσαι με την οικογένεια σου τώρα».
Στην επιστροφή περπάτησε αρκετά. Πάντα τον βοηθούσε να ηρεμήσει και να χαλαρώσει. Δεν είναι μόνο η απώλεια του προσώπου και η συνειδητοποίηση ότι δεν θα έχεις τη δυνατότητα να του ξαναμιλήσεις, να τον ξαναδείς, να τον ξαναπάρεις αγκαλιά, που κάνουν το γεγονός αβάσταχτο. Είναι και όλα αυτά που δεν είπες, γιατί πίστευες ότι έχεις χρόνο, όλα αυτά που δεν έκανες μαζί του και όλες αυτές οι επισκέψεις που ανέβαλες γιατί «δεν προλάβαινες». Είναι, ακόμα, όλες οι όμορφες αναμνήσεις που μένουν από τη ζωή σου με αυτόν τον άνθρωπο. Θυμήθηκε όλα τα καλοκαίρια που πέρασε μαζί με τον παππού και τη γιαγιά στο νησί. Τότε που πήγαινε από τον Ιούνιο και γύριζε τον Σεπτέμβριο, λίγο πριν ξεκινήσουν τα σχολεία. Τις βόλτες για να του αγοράσει τα αγαπημένα του «Λούκυ Λουκ», «Αστερίξ», «Μπλεκ» και «Περιπέτεια». Την μαμά που τον «μάλωνε» ότι τον κακομαθαίνει και εκείνον πάντα να γελάει και να καμαρώνει.
Θυμήθηκε να είναι παιδί και ο παππούς να τον πηγαίνει βόλτα στη γειτονιά, κοντά στο ποτάμι. Η εικόνα ήταν τόσο ζωντανή μπροστά στα μάτια του με τον ίδιο να επιμένει, με την παιδική του αφέλεια, ότι αυτό που φαίνεται στο ποτάμι είναι ένας κροκόδειλος και ο παππούς να πετάει πέτρες για να του αποδείξει ότι είναι απλώς ένα λάστιχο. Γέλασε με την ανάμνηση αυτή και η καρδιά του ελάφρυνε λίγο. Θα πήγαινε στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού, το αποφάσισε. Τουλάχιστον να πάρει μια αγκαλιά τη γιαγιά και την μάνα του, δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο σε αυτές τις περιπτώσεις. Σκέφτηκε την εποχή που ο παππούς κάπνιζε, και ο ίδιος, πειραχτήρι από τότε, με το που έβαζε στο στόμα του το τσιγάρο, το έπαιρνε και το έσπαγε. Ο παππούς νευρίαζε, έβγαζε άλλο από το πακέτο του και η ίδια ιστορία επαναλαμβανόταν μέχρι ένας από τους δύο να κουραστεί και να τα παρατήσει.
Ο χρόνος δεν στάθηκε καλός μαζί του. Ήταν ένας άνθρωπος που «όργωνε» τα βουνά στο νησί, αλλά όταν ήρθε στην Αθήνα μαράζωσε. Του έλειπε το νησί του, τα κοπάδια του, οι φίλοι του και οι ρυθμοί ζωής, μα και οι άνθρωποι, που ήταν τελείως διαφορετικοί εκεί. Στάθηκε τυχερός και έπιασε δουλειά ως θυρωρός στην πολυκατοικία που έμεναν, εκεί στην οδό Μαγνησίας και μπορούσε να βγάζει κάποια χρήματα για να σπουδάσει τα κορίτσια του, μαζί με αυτά που απέκτησε από τα χωράφια που πούλησε. Αργότερα άρχισαν τα πρώτα προβλήματα υγείας. Το κάπνισμα ετών και η πνευμονία που είχε περάσει μικρός είχαν το αντίκτυπο τους και σιγά-σιγά ξεκίνησαν οι επισκέψεις στα νοσοκομεία. Πλέον στο σπίτι ήταν αναγκασμένος να χρησιμοποιεί συσκευή οξυγόνου. Κάθε φορά που πήγαινε να τον επισκεφτεί του πήγαινε και ένα βιβλίο για να διαβάζει τις ώρες που ήταν ξαπλωμένος και έκανε τις εισπνοές του. Το μηχάνημα έδινε έναν μηχανικό τόνο στην αναπνοή του και κάθε φορά που πήγαινε επίσκεψη και τον πετύχαινε να το χρησιμοποιεί, του θύμιζε τον ήχο της ανάσας του Darth Vader. Χαμογέλασε μόνος του μέσα στον ηλεκτρικό, όταν θυμήθηκε ότι κάθε φορά πίστευε ότι θα του κάνει νόημα και θα του πει “Luke I’m your Grandfather”, σε μια παραλλαγή της γνωστής φράσης από το Star Wars.
Χαμένος στις αναμνήσεις κόντεψε να χάσει τη στάση του. Κατέβηκε βιαστικά ψελλίζοντας «συγγνώμη», καθώς έβγαινε από το τρένο. Πέρασε μπροστά από τον φούρνο στο σταθμό και η μυρωδιά τον έκανε να κοντοσταθεί. Η ώρα είχε περάσει και είχε πιει μόνο καφέδες από το πρωί. Δεν ήθελε να φάει. Πως μπορούσε να σκέφτεται το στομάχι του, ενώ είχε πεθάνει ο παππούς του; Ήθελε να τιμωρήσει τον εαυτό του, να μην του προσφέρει φαγητό, λες και θα ήταν προδοσία για τον παππού η ικανοποίηση της πείνας του. Συμβιβάστηκε και πήρε ένα κουλούρι, μόνο και μόνο για να βάλει κάτι στο στομάχι του, που δεν ήταν καφές. Βγαίνοντας από τον φούρνο, κατάφερε και έφαγε μόλις δύο μπουκιές, πριν το μαζέψει και το βάλει και πάλι στη χάρτινη σακούλα. Ένας ηλικιωμένος που περπατούσε απέναντι του, είδε την κίνηση, τον σταμάτησε και του είπε «Τι το βάζεις μέσα μωρέ; Φάτο τώρα που είναι ζεστό». Πάγωσε. Κάθε τρίχα του κεφαλιού του σηκώθηκε, λες και τον είχε χτυπήσει κάποιο παγωμένο ρεύμα. Η φράση αυτή θα μπορούσε να είχε βγει αυτούσια από το στόμα του παππού του. Έκατσε στο πρώτο παγκάκι που συνάντησε και έκλαψε για ώρα, αδιαφορώντας για τον κόσμο που περνούσε βιαστικά.
Πηγή εικόνας: https://www.flickr.com/photos/bortx/7526081114