Τικ-Τακ κάνει το ρολόι της Σεβαστής Γκιουζέλη

Τικ-Τακ κάνει το ρολόι

Πρόλογος:
Το «Τικ-Τακ κάνει το ρολόι» είναι ένα παραμύθι όπου το κύριο θέμα του είναι η φιλία. Οι φίλοι μας είναι κομμάτι της ζωής μας γι’ αυτό πρέπει να τους δείχνουμε έμπρακτα την αγάπη μας. Είναι αυτοί που συμπληρώνουν το παζλ του εαυτού μας. Αυτό το παραμύθι λοιπόν το αφιερώνω στους δικούς μου φίλους, στους ανθρώπους αυτούς που πάντα είναι δίπλα μου χωρίς να έχουν καμία απαίτηση. Σε αυτούς που πάντα θα χρωστάω πολλά ενώ αρκούνται στα λίγα.
●●●
Μια φορά κι έναν καιρό, από την εποχή που ο θείος Αρχιμήδης ανακάλυψε το ρολόι υπήρχαν δύο αχώριστα φιλαράκια, ο Τικ-Τικ και ο Τακ-Τακ. Ο Τικ-Τικ και ο Τακ-Τακ ήταν οι δύο δείκτες του ρολογιού και ήταν τόσο καλοί φίλοι που ο ένας ζούσε με τις συνήθειες του άλλου. Είχαν γεννηθεί μαζί και ποτέ κανείς και τίποτα δεν τους είχε χωρίσει. Η ζωή τους ήταν τόσο ωραία και ξέγνοιαστη… Το πρωί ξυπνούσαν και ξεκινούσε η μέρα τους τραγουδώντας Τικ-Τικ ο ένας και Τακ-Τακ ο άλλος. Το μεσημέρι που οι άνθρωποι ξεκουράζονταν, έτρωγαν και ξάπλωνα μέχρι το απόγευμα όπου έπιναν τσάι και αφηγούνταν ο ένας στον άλλο το όνειρο που είδαν. Τόσο αχώριστοι ήταν που έβλεπαν σχεδόν το ίδιο όνειρο. Ο Τικ-Τικ έβλεπε το ρολόι να κάνει Τικ-Τικ και ο Τακ-Τακ το έβλεπε να κάνει Τακ-Τακ.
Τα χρόνια περνούσαν και τα δύο φιλαράκια δεν είχαν μαλώσει ποτέ. Ήταν όλη μέρα μαζί, γελούσαν, έπαιζαν και τραγουδούσαν στον ρυθμό του ρολογιού. Είχαν μια πολύ ευτυχισμένη ζωή και κανείς δεν περίμενε τι θα μπορούσε να αλλάξει τις μέρες που έρχονταν.
Ένα βράδυ ο Τικ-Τικ είδε το γνωστό όνειρο, μα αυτή τη φορά ήταν τόσο αληθινό… Είδε τον εαυτό του, μόνο, χωρίς να μοιράζεται το σπίτι πλέον με κανέναν. Ήταν κύριος του ρολογιού το οποίο έκανε μόνο «Τικ-Τικ».
Το πρωί όταν ξύπνησαν οι δύο φίλοι, ο Τακ-Τακ κατάλαβε αμέσως πως κάτι κακό συνέβη. Αυτό το πρωινό ήταν πολύ διαφορετικό από τα υπόλοιπα, γιατί ο Τικ-Τικ δεν είχε όρεξη για τίποτα και δε μιλούσε καθόλου. Όλη την ώρα ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του και ανά διαστήματα του ξέφευγε ένας βαθύς αναστεναγμός. Η αισιοδοξία βέβαια του Τακ-Τακ τον καθυσήχασε, δε μπορούσε να είναι απλά ένα πρωινό με άσχημη διάθεση για το φίλο του. Θεώρησε ότι δίνοντας του το χρόνο που χρειάζεται, σύντομα θα ένιωθε καλύτερα. Οι ώρες όμως περνούσαν και ο Τικ-Τικ παρέμενε το ίδιο προβληματισμένος.
Ο Τικ-Τικ σκεφτόταν το όνειρο του όλη μέρα. Είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα να είναι μόνος στο ρολόι. Όλο αυτό τον είχε επηρεάσει τόσο πολύ όπου έψαχνε μανιωδώς τρόπους ώστε να διώξει τον Τακ-Τακ. Δεν άντεχε πλέον την παρουσία του, τον ήχο του κι ας το αγαπούσε πολύ. Έπρεπε να φύγει. Αλλά πως;
Το απόγευμα ο Τακ-Τακ δεν άντεξε αυτή την πρωτοφανή αδιαφορία του φίλου του και τον ρώτησε:
-«Τικ-Τικ, είσαι καλά; Μου φαίνεσαι πολύ σκεπτικός σήμερα, μήπως έγινε κάτι;»
-«Τακ-Τακ χθες το βράδυ το σκέφτηκα και αποφάσισα πως το ρολόι πρέπει να κάνει μόνο Τικ-Τικ μιας και είναι πιο ωραίος ήχος.»
-«Κι εγώ; Τι θα κάνω άμα γίνει κάτι τέτοιο;», απάντησε ο Τακ-Τακ πολύ ανήσυχος.
-«Αν δε βρεις κάπου αλλού να μείνεις, θα σε φιλοξενήσω εδώ, με αντάλλαγμα να κάνεις τις βαριές δουλειές του ρολογιού. Μπορείς να καθαρίζεις, να κουρδίσεις το ρολόι και να περνάς με γράσο τα γρανάζια του.»
Ο Τακ-Τακ τότε στενοχωρήθηκε πάρα πολύ με τα λόγια του φίλου του. Τόσα χρόνια μαζί, ποτέ δεν του είχε ζητήσει κάτι τέτοιο, τώρα τι είχε αλλάξει; Εκτός όμως από στενοχώρια, αισθανόταν θυμό και απάντησε:
-«Και γιατί παρακαλώ το ρολόι να μην κάνει μόνο Τακ-Τακ και να είσαι εσύ ο φιλοξενούμενος που θα κάνει τις βαριές δουλειές; Τόσο καιρό η συνεργασία μας ήταν άριστη και δε μπορώ να καταλάβω τι σε έπιασε έτσι στα ξαφνικά. Αυτό όμως που ξέρω είναι πως αν συνεχίσεις έτσι, θα φύγω από το ρολογάκι μας, το όμορφο σπιτάκι μας που τόσες όμορφες στιγμές ζήσαμε μαζί. Αποφάσισε!»
Τότε ο Τικ-Τικ εκνευρίστηκε πολύ και άρχισε να φωνάζει:
-«ΟΧΙ! Μόνο Τικ-Τικ θα κάνει το ρολόι κι άμα δε σου αρέσει να φύγεις από εδώ.»
Ο Τακ-Τακ δεν απάντησε τίποτα. Λίγη ώρα αργότερα με σκιμένο το κεφάλι, έφυγε από το ρολόι.
Τις πρώτες μέρες η ζωή του Τικ-Τικ χωρίς τον Τακ-Τακ ήταν όνειρο… Ήταν πλέον ελεύθερος και κύριος του ρολογιού, το οποίο έκανε μόνο Τικ-Τικ. Δυστυχώς όμως από την τόση ξεγνοιασιά παραμέλησε τα γρανάζια του ρολογιού και τον εαυτό του με αποτέλεσμα να αρρωστήσει βαριά και το ρολόι να πάψει να δουλεύει.
Όταν ο ιδιοκτήτης κατάλαβε πως το ρολόι χάλασε αποφάσισε να το πάει για επισκευή. Μετά από πολλές προσπάθειες του ρολογά να το φτιάξει, δεν τα κατάφερε. Έτσι, όταν έπειτα από μερικές μέρες ο ιδιοκτήτης πήγε να μάθει τι έγινε, αυτός του αποκρίθηκε:
-«Το ρολόι σας κύριε μου, είναι σε τόσο άσχημη κατάσταση που δε μπορώ να το φτιάξω. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να λειτουργήσει ξανά, είναι για τα σκουπίδια!»
Ο ιδιοκτήτης γύρισε σπίτι και άφησε το χαλασμένο ρολόι στο σαλόνι. Θα πήγαινε αργότερα να πάρει ένα καινούργιο. Πέρασαν αρκετές μέρες όμως, και το ρολόι έμεινε ξεχασμένο εκεί.
Ο Τικ-Τικ τόσο καιρό δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί, μέχρι που είδε ένα τρομερό όνειρο. Είδε το θείο Αρχιμήδη, αυστηρό, να του λέει:
-«Τικ-Τικ είσαι απαράδεκτος! Ο καημένος ο Τακ-Τακ είναι στο δρόμο εξαιτίας σου και εκτός από αυτό παραμέλησες το ρολόι και τον εαυτό σου με αποτέλεσμα να είναι για πέταμα! Εγώ ο Αρχιμήδης, θα εμφανιστώ στο όνειρο του Τακ-Τακ και θα τον πείσω να επιστρέψει! Όταν γυρίσει, φρόντισε να του φερθείς καλά και να συμφωνήσετε το ρολόι να κάνει «Τικ-Τακ» όπως παλιά. Αν τον στενοχωρήσεις πάλι, εσύ θα βγεις χαμένος.»
Το πρωί όταν ξύπνησε ο Τικ-Τικ ήταν πολύ προβληματισμένος, σκεφτόταν το όνειρο που είχε δει και βέβαια τον Τακ-Τακ. Τι καλά που θα ήταν να γύριζε πίσω, να καθάριζαν το ρολογάκι τους, το όμορφο σπιτάκι τους και να ζούσαν μαζί τραγουδώντας «Τικ-Τακ». Το μεσημέρι, καθώς κοιμόταν, τον ξύπνησε ένας ήχος. Ήταν ο Τακ-Τακ που προσπαθούσε να ανοίξει την ρολογόπορτα. Ο Τικ-Τικ μόλις τον είδε, έπεσε στην αγκαλιά του και με δάκρυα στα μάτια του είπε:
-«Τακ-Τακ, καλέ μου Τακ-Τακ, πάλι καλά γύρισες!»
-«Ναι, φίλε μου Τικ-Τικ, γύρισα, γιατί ο θείος Αρχιμήδης ήρθε στον ύπνο μου και μου είπε πως με χρειάζεσαι. Εγώ μόλις το άκουσα, έτρεξα για να βοηθήσω εσένα και το ρολογάκι μας. Σου λέω όμως ότι δεν έπρεπε να μου φερθείς έτσι Τακ-Τακ. Εμείς πάντα ήμασταν μαζί και αγαπημένοι, δεν καταλαβαίνω πως φτάσαμε ως εδώ.»
-«Τακ-Τακ πόσο άσχημα σου φέρθηκα, σου ζητώ ταπεινά συγγνώμη!Ήμουν ένας εγωιστής και θέλησα το ρολόι μόνο για μένα, αλλά από εδώ και πέρα όλα θα αλλάξουν γιατί θα εργαστώ σκληρά, θα φτιάξω το ρολόι μας και μετά μαζί, όπως τον παλιό καιρό, θα ζούμε ενώνοντας τους χτύπους μας.»
Ο Τακ-Τακ με τα λόγια του φίλου του συγκινήθηκε. Τις επόμενες μέρες καθάρισαν το ρολόι ώσπου ένα πρωινό ήχησε ξανά το ξυπνητήρι, κάνοντας τον ιδιοκτήτη να απορήσει.
Η ζωή έγινε όπως παλιά, με τα δύο φιλαράκια αχώριστα σαν και πρώτα. Το πρωί σηκώνονταν και τραγουδούσαν με ενωμένους χτύπους στο ρυθμό του ρολογιού. Το μεσημέρι, όπως οι άνθρωποι, έτρωγαν και έκαναν διάλειμμα για να ξεκουραστούν. Το απόγευμα, έπιναν τσάι και αφηγούνταν ο ένας στον άλλο το πλέον ίδιο όνειρο τους και σαν έφτανε το βράδυ κούρνιαζαν στα κρεβάτια τους παραμιλώντας «Τικ-Τακ», «Τικ-Τακ».
Κι έζησαν αυτοί καλά…κι εμείς καλύτερα!

Διαβάστε επίσης  Η Καλομοίρα σώζει την χώρα της Αγάπης της Κατερίνας Αγγελή

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Boiling Point

«Boiling Point»: Ένα γαστρονομικό ντελίριο

Κάπου ανάμεσα στα κοινωνικοπολιτικά τεκταινόμενα που μας κρατούν άγρυπνους και

Όλα τα μέρη όπου έκλαψα μπροστά σε άλλους: Επιτρέπεται να αλλάξεις γνώμη, επιβάλλεται να πεις όχι!

Το βιβλίο Όλα τα μέρη όπου έκλαψα μπροστά σε άλλους