
«Excuse me… do you know where I can find the New Acropolis museum?», ρώτησε ο Άγγλος τουρίστας.
Αν γνώριζα την αγγλική, θα σου απαντούσα, να είσαι βέβαιος, αλλά – όπως βλέπεις – είμαι ντιπ για ντιπ ξύλο απελέκητο. Το μερoκάματο δε μ’ άφησε να πάω σκολειό, χαράματα στους ταρσανάδες και το βράδυ στην ταβέρνα του κυρ Νιόνιου για ενα ξεροκόμματο… Είχα τη φουκαριάρα τη μάνα μου και την ανύπαντρη αδερφή μου να θρέψω με τη βοήθεια της Παναγιάς και τη σκληρή δουλειά, μα αν δεν ηταν ο καπτάν Νικόλας, ποιος ξέρει σε ποια χώρα θα με κλαιγαν ξενες μάνες… Ο μεγάλος ευεργέτης μου όμως ήταν ο καπτάν Γιακουμής, σα παιδί του μ’ είχε, καλφούδι του από τη σαρμανίτσα θαρρείς, αυτός μ’ έκανε να μη σκιάζομαι τις φουρτούνες, με φύλαγε και η φωτογραφία που ‘χε η φουκαριάρα κάτω απ’ το εικόνισμα της Μεγαλόχαρης στο φτωχικό μας στη Δραπετσώνα.
Με τον καιρό τα πράματα ήρθαν όπως τα ‘θελε η Παναγιά η Σουμελά – μεγάλη η χάρη της – κι έτσι γνώρισα τον κυρ Παναγή. Μεγαλοεφοπλιστή και μεγαλόκαρδο άνθρωπο. Με είχε στη δούλεψή του καιρό – κάτω στα αμπάρια του δεξαμενόπλοιου που με έτρωγε το σκοτάδι και η κλεισούρα. Κάποιος του είχε πει για μένα ότι είμαι ξηγημένο λεβεντόπαιδό – με λέγαν και Αρίστο, ε, δεν ήθελε πολύ να το αποφασίσει να με ανεβάσει στο κατάστρωμα. Εκεί χάρη στην Παναγιά τη Σουμελά – μεγάλη η χάρη της – και την μεγάλη καρδιά του ευεργέτη μου έγινα υποπλοίαρχος. Σπούδασα με δικά του έξοδα, έκανα τα ταξίδια που έπρεπε και γρήγορα πήρα τη θέση μου στο πιλοτήριο του βαποριού. Η φουκαριάρα η μάνα μου δεν το πίστευε και σταυρωνόταν κάθε φορά που της έλεγα τα μαντάτα. Άσε δε που τον ευεργέτη μου τον κυρ Παναγή τον είχε σε μεγάλη υπόληψη και πάντα τον μελετούσε με τα καλύτερα λόγια.
Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που μια μέρα, καθώς ήμουν στο κατάστρωμα και αγνάντευα το λιμάνι του Περαία με τον Ξανθόπουλο παρέα (τον αρχιμηχανικό), άκουσα μια κελαηδιστή φωνή να κυματίζει στο κατάστρωμα. Γύρισα και την είδα. Ήταν γοργόνα που βρέθηκε στη θάλασσα; Ήταν η ίδια η θάλασσα; Δεν ξέρω. Ξέρω ότι εγώ, ο Αρίστος το λεβεντόπαιδο, έγινα πουρές μόλις μου μίλησε. «Εσείς είστε ο κύριος Αρίστος;», με ρώτησε με την κελαηδιστή φωνή της και μεμιάς φώτισε ο ήλιος και ζωντάνεψε το είναι μου που κοιμόταν τόσο καιρό τον ύπνο του δικαίου. «Εγώ είμαι», της απάντησα και άρχισε η καρδιά μου να χτυπά σαν τουμπερλέκι. «Είμαι η Λίτσα, η κόρη του κυρ Παναγή», μου ανακοίνωσε και γούρλωσα τα μάτια μου. «Τι κόμματος, Θεέ μου, είναι τούτος!», σκέφτηκα αλλά δεν μίλησα. Ήμουν φτωχό πλην τίμιο λεβεντόπαιδο εξάλλου… «Τι κορίτσι είναι αυτό, ρε Αρίστο;», με ρώτησε ο Ξανθόπουλος, ο αρχιμηχανικός. «Ελα, μαζέψου!», του είπα «..τέτοια κορίτσια δεν είναι για τα δόντια μας, εμείς είμαστε παιδιά του λαού, απλά, καθάρια, γεννημένα στη φτωχολογιά και με ζωές γεμάτες καημούς και βάσανα. Τέτοιες γυναίκες δεν μας κοιτάνε. Εμείς έχουμε ζήσει τον πόνο, τη φτώχια, την ξενιτιά», του είπα ενώ τα μάτια μου είχαν ήδη ξεσκονίσει τα προσόντα της Λίτσας κι απ’ έξω κι από μέσα – εντάξει, φτωχό πλην τίμιο λεβεντόπαιδο, αλλά το καλό το γκομενάκι ξέρω να το καμακώνω άμα λάχει. «Αυτές είναι γυναίκες για τη μεγάλη ζωή, όχι για μας», συμπλήρωσα αναστενάζοντας…
Αμέσως μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα της φουκαριάρας της μάνας μου και η κουβέντα που μου έλεγε κάθε φορά «Αρίστο, σήμερα θα φτιάξουμε πλιγούρι». «Κουράγιο, μάνα», της έλεγα «θα ‘ρθει άσπρη μέρα και για μας. Ο Θεός είναι μεγάλος.»
Η αλήθεια είναι ότι έπηξα στο πλιγούρι τόσα χρόνια. Γι’ αυτό θέλω να προκόψω, να βγάλω λεφτά, να ζω άνετα, να έχω δικό μου σπίτι και αυτοκίνητο, να βρω μια φτωχή και τίμια κοπέλα να κάνω οικογένεια, να φτιάξω δική μου επιχείρηση, να πάρω ένα μικρό σκαφάκι – όχι μεγάλο, να ένα μικρό κοτεράκι – να πηγαίνω και κανένα ταξιδάκι κατά Μύκονο μεριά, να βρω και κανένα γκομενάκι να ξεχνιέμαι πριν γυρίσω σπίτι στην γυναίκα μου. Δεν θέλω πολλά, ότι ζητάει ο κάθε απλός άνθρωπος. Λεφτά, γνωριμίες, γκόμενες. Όχι για μένα.. για την φουκαριάρα τη μάνα μου!!»
«Excuse me… the Acropolis museum, please?»
Βρε δε μας χέζεις κι εσύ και η Ακρόπολη στην τελική.