
Πατέρα,
Αυτό το γράμμα δε θα σου αρέσει. Καθόλου. Για την ακρίβεια, θα το μισήσεις περισσότερο από το προηγούμενο. Βλέπεις, εγώ δεν είμαι πια δεκαπέντε χρονών κι εσύ δεν είσαι ο άγνωστος άνδρας που έχω ανάγκη να του αποδείξω ότι αξίζω την προσοχή του. Δεν έχεις πια κανένα δικαίωμα να υπερασπιστείς τον εαυτό σου. Αν δεν έχεις ήδη πεθάνει, θα γίνει κι αυτό σύντομα. Δεν έχεις πια χρόνο να παλέψεις για μια θέση στον παράδεισο, στον οποίο ελπίζω ότι πιστεύεις περισσότερο από μένα, για να ‘χεις κι εσύ κάτι να φοβάσαι στα τελευταία σου.
Ξέρεις, μου πήρε πολύ χρόνο να συνειδητοποιήσω ότι οι ταινίες του Χόλιγουντ καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα. Από πολύ μικρή ηλικία με θυμάμαι να παρακολουθώ ταινίες οικογενειακής επανένωσης. Ο καημένος πατέρας που η ζωή τον οδήγησε να εγκαταλείψει την οικογένειά του, αλλά ποτέ δεν την ξέχασε κι επιστρέφει μια μέρα μετανιωμένος κι αφού ζητά γονυπετής συγχώρεση από το παιδί του, τρώνε όλοι χαρούμενοι και ξεκινούν μαζί την καινούργια τους ζωή, όπου ο πατέρας προσφέρει στο παιδί του όλες τις στιγμές που στερήθηκε όσο ήταν μακριά… Πόσες φορές… Πόσες φορές τη φαντάστηκα αυτή τη στιγμή. Πόσες φορές έκανα πρόβα ξανά και ξανά τα λόγια που θα σου έλεγα, το ύφος μου και κυρίως εκείνη τη ρημάδα την ερώτηση:
Γιατί μας παράτησες;
Advertising
Πρόβες και πρόβες ώστε να καταφέρω να την προφέρω χωρίς να κλαίω. Τα κοριτσάκια στην ηλικία μου στέκονταν μπροστά στον καθρέφτη και αναπαριστούσαν σκηνές από την αγαπημένη τους ταινία, εγώ έκανα ότι μιλάω μαζί σου. Και να φανταστείς, ούτε τη φάτσα σου δεν ήξερα.
Όλα τα παιδιά μιλούσαν για τους μπαμπάδες τους στο σχολείο. Άλλα περηφανεύονταν για το επάγγελμα, άλλα για τη σωματική διάπλαση, άλλα για τα δώρα που τους έπαιρνε και τα παιχνίδια που έπαιζαν μαζί του κι άλλα τον έβλεπαν σαν ήρωα:
– Εμένα ο μπαμπάς μου είναι ο πιο δυνατός του κόσμου κι αν με ξαναπειράξεις, θα τον φωνάξω να σε δείρει!
– Μμμμ σιγά! Εμένα ο μπαμπάς μου είναι αστυνομικός και θα σε βάλει φυλακή!
Μόνο εγώ δεν ήξερα τι να πω. Βλέπεις, ήταν λιγάκι δύσκολο για ένα παιδί στο δημοτικό να πει ότι ο μπαμπάς του έχει άλλη οικογένεια κι άλλα παιδιά κι αυτό περισσεύει…

Όχι ότι δεν το ήξεραν δηλαδή! Στην ελληνική κοινωνία του ’80 με τις τέλειες οικογένειες και τα ελάχιστα, δακτυλοδεικτούμενα διαζύγια, ενα παιδί δικαιούταν να ζει χωρίς πατέρα μόνο αν εκείνος είχε πεθάνει. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι τέλειοι γονείς φρόντιζαν να γεμίζουν τα αυτιά των τέλειων παιδιών τους με τα πιο πρόσφατα κουτσομπολιά για το «εξώγαμο παιδί με την εξώλης και προώλης μάνα» ή «το παιδί των χωρισμένων γονιών» ή για το άλλο «το προβληματικό» ή για κάθε άλλη οικογένεια, τέλος πάντων, που τολμούσε να ξεφύγει από τη νόρμα τους. Κουτσομπολιά που τα παιδιά, φυσικά, μετέφεραν στο σχολείο, γιατί ήταν παιδιά. Κουτσομπολιά που με έκαναν να συνειδητοποιώ ότι είμαι διαφορετική και ποτέ δε θα καταφέρω να είμαι ίση με τα άλλα παιδάκια με τις τέλειες οικογένειες.
Οι τέλειες οικογένειες ήταν επίσης ένας μύθος που μου πήρε πολύ καιρό ν’ ανακαλύψω. Μεγαλώνοντας είδα σιγά – σιγά τις τέλειες οικογένειες των συμμαθητών μου να διαλύονται… Απιστία, ενδοοικογενειακή βία, αλκοολισμός… Πόσα μυστικά κρύβονταν πίσω από τις τέλειες πόρτες τους… Πόσους φίλους μου άκουσα να λένε: «μακάρι να είχαν χωρίσει νωρίτερα και οι δικοί μου»… Πόσοι άλλοι δεν κατάφεραν ποτέ να πιστέψουν στον εαυτό τους, επειδή οι τέλειοι γονείς τους δεν πίστεψαν ποτέ σ’ αυτούς;
Πώς την καταλαβαίνω αυτή την ανάγκη! Πάλευα κι εγώ από μικρή. Να είμαι η καλύτερη στο σχολείο, να τηρώ όλους τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, να μην κάνω «παιδιάστικες ανοησίες», να είμαι «σοβαρή και μετρημένη». Ήταν αρκετή η ρετσινιά του εξώγαμου, βλέπεις, κι η μάνα μου δεν το αντέχει το επικριτικό βλέμμα του τέλειου κόσμου. Κάπως έπρεπε ν’ ανατρέψουμε τις εντυπώσεις και να περηφανεύεται η μάνα μου ότι μεγάλωσε μόνη της το «τέλειο παιδί». Ένα παιδί που δε φωνάζει, δε χασκογελάει, δεν τρέχει, δε γκρινιάζει, δεν κάνει φασαρία… Έκανε κι εκείνη πάρα πολλά λάθη, δε λέω. Αλλά τουλάχιστον δεν παράτησε ένα παιδί στην τύχη του.
Μ’ άρεσε κι εμένα όμως, ο θαυμασμός των μεγαλυτέρων μου. Ονειρευόμουν πως, όταν μεγαλώσω, θα γίνω πολύ επιτυχημένη κι όλοι θα με θαυμάζουν – κανείς δε θα με απορρίπτει πια. Κάποια στιγμή θα εμφανιζόσουν και δε θα πίστευες στα μάτια σου με όλα αυτά που θα είχα καταφέρει. Θα ήσουν περήφανος για μένα και θα ήθελες να μάθουν όλοι ότι ήμουν κόρη σου!
Μπούρδες. Δεν έχεις ούτε το νοητικό ούτε το μορφωτικό επίπεδο για να συνειδητοποιήσεις κάτι τέτοιο. Αν το είχες, θα αναγνώριζες πόσο μεγάλη ευκαιρία είναι να έρχεται το ενήλικο παιδί που παράτησες βρέφος και να σου λέει ότι σε συγχωρεί για όλα και θέλει να σε γνωρίσει. Δε θα το έδιωχνες ουρλιάζοντας. Αν το είχες, θα συνειδητοποιούσες ότι δε γίνεται να κρύβεις ένα παιδί για πάντα. Κι ακόμα κι αν γινόταν, αυτό κάτι δείχνει για σένα. Αν το είχες, δε θα άντεχες μια τέτοια συνειδητοποίηση.

Μια απόρριψη όταν είσαι μωρό, πονάει επειδή δεν καταλαβαίνεις τι συμβαίνει και γιατί. Όταν η ίδια απόρριψη επαναλαμβάνεται στην ενήλικη ζωή σου, πονάει διπλά ακριβώς επειδή καταλαβαίνεις και τι και γιατί συμβαίνει. Καθίκι. Ανέχτηκα τόσες προσβολές από «φίλους» και συναδέλφους προσπαθώντας ν’ αποκτήσω λίγη αποδοχή από τους γύρω μου, εξαιτίας σου. Καθίκι. Έδιωξα ανθρώπους που μ’ αγαπούσαν πεπεισμένη ότι δεν αξίζω την αγάπη τους, εξαιτίας σου. Καθίκι. Ελπίζω το κακό που έκανες σε μένα να μην το έκανες και στα νόμιμα παιδιά σου.
Αυτό που μ’ εξοργίζει και με τρομάζει ταυτόχρονα είναι η πιθανότητα να μη συνειδητοποιείς καν το κακό που έχεις κάνει. Αυτή η πιθανότητα είναι που με βεβαιώνει ότι δεν πρέπει ποτέ να κάνω παιδιά. Μακάρι να είχες κι εσύ αυτή την επίγνωση.
Καθίκι. Πώς τόλμησες να εμφανιστείς σα να μην έγινε τίποτα; «Εγώ για σένα είμαι νεκρός», θυμάσαι; Ε λοιπόν, μάθε πως δε γίνεται να πεθάνει κάποιος που δεν υπήρξε ποτέ. Κι εσύ είσαι κάτι χειρότερο από νεκρός:
Ανύπαρκτος.