Εισαγωγικά:
Όπως η γραφίδα του Νίτσε δε χαρίστηκε σε κανέναν, έτσι, κανείς δε χαρίστηκε και στον Νίτσε. Όταν το 1889 σε ηλικία 55 ετών βρίσκεται κλινήρης, η σκέψη του καθίσταται αντικείμενο επεξεργασιών και ιδιοποιήσεων. Ο Γερμανός έχει χαρακτηριστεί, ως θεωρητικός, πατέρας της μετανεωτερικότητας. Ο αποσπασματικός χαρακτήρας του έργου του, οι αφορισμοί και η ειρωνεία καθιστούν τα βιβλία του κατάλληλα για ποικίλες αναγνωστικές περιστάσεις. Ωστόσο, μια προσεκτική εξέταση της σκέψης του επιτρέπει την πρόσβαση σε βαθύτερα εννοιακά επίπεδα. Παρακάτω θα γίνει προσπάθεια συνοπτικής αναφοράς των θέσεων του, οι οποίες αφορούν τη γένεση του πολιτισμού, της συνείδησης, της τέχνης ως ανάγκης, και τέλος, της συνεισφοράς του στην ψυχαναλυτική προσέγγιση. Η πρόθεση του παρόντος εγχειρήματος είναι η να αποτελέσει μια εισαγωγή στη σκέψη του φιλοσόφου για το ευρύ κοινό, υπερβαίνον-τας αναπαραγωγές αποφθεγμάτων, με αφορμή τη συμπλήρωση 132 χρόνων από την κατάρρευσή του.
Η γένεση του πολιτισμού:
Για τον Νίτσε, όπως κάθε ζωντανός οργανισμός, έτσι και ο άνθρωπος με την έλευσή του στον κόσμο, μεριμνά πρωταρχικά να επιβιώσει. Η εξωτερική πραγματικότητα δοκιμάζει τα όριά του. Η ζωή αποτελεί έναν αδιάλειπτο αγώνα βίας και καθυπόταξης. Και αυτό διότι εκτός των φυσικών κακουχιών, η ανθρώπινη πραγματικότητα είναι και ένας γενικευμένος πόλεμος μεταξύ ατομικών βουλήσεων. Πώς ζούσε, ωστόσο, ο άνθρωπος προτού δημιουργήσει πολιτισμό; Ο Νίτσε εικάζει ότι στην περιπλάνησή του ως προ-ηθικό ζώο, ο άνθρωπος διαθέτει μια πρωτόγονη ενεργητικότητα. Καίριο χαρακτηριστικό του είναι να απελευθερώνει τα ζωώδη ένστικτά του με τη χαρά της καταδίωξης, του κυνηγιού και της ιδιότητά του να προκαλεί φόβο.
Ο Γερμανός χαρακτηρίζει τον πρωτόγονο άνθρωπο ασύνειδο καλλιτέχνη. Τον περιγράφει ως οργανωτή βίας, προκειμένου να συντονίσει τις αναδυόμενες μορφές Κράτους. Η έρευνά του τον ωθεί στο συμπέρασμα ότι η συνύπαρξη προϋποθέτει την καταπίεση της ατομικής ελευθερίας. Εντός του ανθρώπου αρχίζει να σπαρταρά το ένστικτο της ελευθερίας που κάποτε είχε και τώρα τού στερείται: Σπαρταρά η βούληση για δύναμη. Η ανεκδήλωτη αυτή βούληση δημιουργεί την «άσχημη συνείδηση».
Η άσχημη συνείδηση και τα συμπτώματά της:
Με τον όρο «άσχημη συνείδηση» ο Γερμανός φιλόσοφος αναφέρεται στον επώδυνο και ένοχο χαρακτήρα του συνειδέναι. Είναι ένα εύλογο ερώτημα: με ποιόν τρόπο άραγε θα υπήρχαν συνείδηση, μνήμη, ευθύνη, συλλογική ταυτότητα χωρίς την αίσθηση της ενοχής και του χρέους; Επομένως, για τον φιλόσοφο η συνείδηση δεν εμφανίζεται ιστορικά ως θετικότητα. Αλλά αναδύεται μέσα από την καταστολή των ενστίκτων. Ακολούθως, παίρνει το μικροσκόπιο και, μελετώντας τον ανθρώπινο πολιτισμό, συνάγει ότι οι σπερματικές μορφές αγελαίας ζωής, οι κηλίδες συνύπαρξης, έχουν εχθρικές σχέσεις. Από τη βίαιη συνάντησή τους προκύπτουν πολυπληθέστερες και ιεραρχικά συμπαγέστερες αγέλες -πριν τις κοινότητες- με βάση τα φυσιολογικά χαρακτηριστικά.
Τέλος, στη γενεαλογία του αυτή, αποπειράται να εισδύσει στις πιο μύχιες πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού, στον οποίο οφείλεται και η γένεση των θεών. Αναφέρει ότι τα μέλη των πρώτων κοινοτήτων ηρωοποιούν τους προγόνους, επιδεικνύουν ευσέβεια για τους παλαιούς πολεμιστές, τους οποίους δοξάζουν με τελετουργίες. Σε βάθος αιώνων, οι ήρωες αναβιώνουν με την κληρονομιά του μύθου, προκαλώντας ρίγος στην κοινότητα. Τα μέλη των πρωτόγονων κοινοτήτων τούς έχουν εξιδανικεύσει και δώσει θεϊκά χαρακτηριστικά. Οι σύγχρονοι θεοί, αποφαίνεται ο Νίτσε, δεν είναι παρά οι εγγυητές της υπεροχής αρχαϊκών φυλών, οι μυθοποιημένοι -εξιδανικευμένοι πρόγονοι της ανθρωπότητας.
Η προέλευση της τέχνης:
Με την πύκνωση της άσχημης συνείδησης εμφανίζεται η ανάγκη ενός αντιβάρου να κρατήσει στη ζωή τον άνθρωπο. Το αντίβαρο αυτό για τον Νίτσε είναι η τέχνη, η οποία προκύπτει ως αίτημα επιβίωσης. Υποστηρίζει ότι επουλώνει εφήμερα την αίσθηση του άλγους και αποφορτίζονται οι συνέπειες της καταπίεσης. Η τέχνη είναι παράγωγο μνησικακίας και εξιδανίκευσης. Οι κυρίαρχοι τύποι τέχνης είναι ο διονυσιακός, ο απολλώνιος και ο τραγικός. Ο πρώτος τύπος, ο οποίος αφορμάται από τη ρυθμικότητα της φύσης, σχετίζεται με τη μουσική και ενσαρκώνεται με τον χορό. Ο απολλώνιος τύπος τέχνης αφορά την ανάδειξη εικόνων και την οπτική ψευδαίσθηση. Αργότερα, η αντιθετική συνύπαρξη διονυσιακού και απολλώνιου στοιχείου θα αναδείξει την τέχνη της μίμησης, την τραγωδία. Το τραγικό πνεύμα υψώνει τα τείχη της ψευδαίσθησης, τής προσδίδει διάρκεια με την πλοκή, ενώ η παρέμβαση του χορού είναι η διονυσιακή πτυχή της καλλιτεχνικής αυτής εκδήλωσης.
Ορισμένα συμπεράσματα:
Παραπάνω έγινε λόγος για την ανάδυση της κοινότητας, τη δημιουργία της συνείδησης και την καταγωγή της τέχνης. Βάσει όσων αναφέρθηκαν, παρουσιάζει ερευνητικό ενδιαφέρον η προσφορά του Νίτσε ως προπομπού της ψυχανάλυσης. Από τη Γέννηση της Τραγωδίας ήδη εισάγει την έννοια της εξιδανίκευσης (idealization), ενώ περιγράφει τη διαδικασία της μετουσίωσης (sublimation). Οι δύο αυτοί μηχανισμοί άμυνας του εγώ στην ψυχαναλυτική προσέγγιση έχουν ως εξής:
Στη μεν εξιδανίκευση, το αντικείμενο ενδιαφέροντος διογκώνεται στα μάτια και την αντίληψη του ατόμου, χωρίς να μεταβάλλεται στην πραγματικότητα η φύση του αντικειμένου. Ο Νίτσε περιγράφει μια εποχή, στην οποία ο άνθρωπος έχει αναγάγει σε ύψιστο αγαθό την τέχνη και βασίζει σε αυτήν τη σωτηρία του. Η εξιδανίκευση της τέχνης ήταν μια ανάγνωση, η οποία άργησε να γίνει δεκτή. Ενώ από ορισμένους συγκαιρινούς του χαρακτηρίστηκε και ανιστορική.
Όσο για τη μετουσίωση, αφορά τις παρορμήσεις του ανθρώπου, οι οποίες εκφράζονται με κοινωνικά αποδεκτό τρόπο, και κυρίως μέσω της τέχνης. Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι, για τον φιλόσοφο, είναι στη φύση του ανθρώπου να επιζητά την έριδα. Ο τρόπος όμως με τον οποίον εκδηλώνουν την ίδια αγριότητα διαφορετικοί πολιτισμοί είναι παράγωγος της φυσικής αγριότητας του ανθρώπου. Οι διαφορετικές πολιτιστικές εκφάνσεις δεν είναι παρά μετουσιώσεις της βούλησης του ανθρώπου για δύναμη. Γράφει ο ίδιος χαρακτηριστικά:
«Η επώδυνη ηδυπάθεια που εκπέμπει η τραγωδία έχει βάση της το απάνθρωπο, το άγριο. (…) Οι Ρωμαίοι με τις αρένες τους, οι Χριστιανοί μες στην έκσταση του Σταυρού, (…) όλοι απολαμβάνουν και ζητούν φλογερά να πιούν το μεθυστικό πιοτό της Κίρκης ‘Αγριότητας’.
Αργότερα, η εξιδανίκευση και η μετουσίωση θα θεωρηθούν ως αμυντικοί μηχανισμοί της συνείδησης για την ψυχαναλυτική θεωρία.
Επίλογος:
Τέτοιες μέρες, κατά το επεισοδιακό εξαήμερο 3-9 Ιανουαρίου του 1889, Φρίντριχ Νίτσε καταρρέει στην πλατεία του Τορίνο και ύστερα από λίγες ημέρες διαγιγνώσκεται με παραλυτική ψυχική διαταραχή. Χάνει την όποια επαφή του με την πραγματικότητα, κατάσταση μη αναστρέψιμη για τα 11 υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.