Ο Οράτιος Βούκσεβιτς δεν ήταν ένα συνηθισμένο παιδί. Όταν η μητέρα του έμεινε έγκυος σε εκείνον, καθημερινά είχε εφιάλτες και περίεργα οράματα. Κατά τον τρίτο μήνα της εγκυμοσύνης, όταν το παιδί άρχισε να κλωτσάει, η μητέρα του υπέφερε και ένιωθε να μην αντέχει από τους πόνους.
Παράλληλα, όταν κοιμόταν τη νύχτα έβλεπε στον ύπνο της παράξενα όνειρα που αδυνατούσε να εξηγήσει λογικά.
Σε ένα από αυτά είδε ένα μικρό κοριτσάκι, περίπου πέντε ετών να πνίγεται μέσα στη θάλασσα και τη μητέρα του να εκλιπαρεί σε κατάσταση συναγερμού κάποιος να τη σώσει. Δεν άντεχε, φυσικά, να δει πως θα τελείωνε το όνειρο, καθώς από την ταραχή της πεταγόταν επάνω ιδρωμένη.
Σε ένα άλλο όνειρο, είδε δύο εφήβους να συνομιλούν αγχωμένοι με την κοπέλα να βρίσκεται σε κατάσταση προχωρημένης εγκυμοσύνης. Μόλις έβλεπε έγκυο κοπέλα, τιναζόταν από το κρεβάτι.
Στον έκτο μήνα, κόντεψε να χάσει το παιδί όταν έπαθε ακατάσχετη αιμορραγία. Αυτή τη φορά, μάλλον η αιτία ήταν ο έντονος χορός και το πολύ αλκοόλ της προηγούμενης ημέρας. Βλέπετε, αποφοιτούσε ο ανηψιός της από το Λύκειο και είχαν βγει για να το γιορτάσουν.
Στον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης η κυρία Μαρία τα είδε όλα. Κάθε βράδυ έβλεπε ανθρώπους να υποφέρουν και μια μυστηριώδη αντρική φωνή να ακούγεται από το υπερπέραν: «Ηρέμησε. Όλα θα πάνε καλά. Μην ανησυχείς».
Όταν της έσπασαν τα νερά ήταν τρεις τα ξημερώματα. Αμέσως ξύπνησε το σύζυγό της, ενημερώνοντας τον για το γεγονός και γρήγορα κάλεσαν ασθενοφόρο.
Στο νοσοκομείο έφτασαν γρήγορα, αλλά οι γιατροί διαπίστωσαν γρήγορα ότι το παιδί έβγαινε ανάποδα. Αναγκάστηκαν, λοιπόν,χωρίς κατάλληλα εκπαιδευμένου ιατρικού προσωπικού, να εφαρμόσουν τις τεχνικές που γνώριζαν από την ιατρική σχολή.
Ύστερα από τις πολύωρες και υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών, ο Οράτιος Βούκσεβιτς ήρθε στον κόσμο. Ωστόσο, οι γιατροί παραξενεύτηκαν από το γεγονός ότι δεν έκλαψε καθόλου όταν γεννήθηκε, ενώ ήταν κάτωχρος, με ένα χρώμα μπλαβί.
Αμέσως οι γιατροί τον έβαλαν στην εντατική και του διενέργησαν τις απαραίτητες εξετάσεις, προκειμένου να διαπιστώσουν αν υπήρχε κάποιο πρόβλημα υγείας στο νεογέννητο.
Πράγματι, ύστερα από λίγες ημέρες ανακοίνωσαν στους γονείς ότι το παιδί τους κουβαλούσε μια πολύ σπάνια εκ γενετής ασθένεια που το καθιστούσε τυφλό και πως αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα με την κίνηση των κάτω άκρων.
Ήταν, λοιπόν, εμφανές ότι δεν μπορούσε να κουνήσει εύκολα τα ποδαράκια του, με συνέπεια να τον μεταφέρουν σε καροτσάκι.
Ωστόσο, τα προβλήματα υγείας δεν πτόησαν καθόλου ούτε τους γονείς ούτε τον ίδιο τον Οράτιο, ο οποίος ήταν πάντοτε πράος και ήρεμος. Προικισμένος με ένα πολύ δυνατό μυαλό, κατέπληττε τους πάντες με τις γνώσεις του στα μαθηματικά και πάντοτε βοηθούσε τους πιο αδύνατους συμμαθητές του.
Ωστόσο, οι πραγματικές του δυνάμεις άρχισαν να εμφανίζονται στην εφηβεία.
Όταν ήταν δώδεκα ετών, μια συνηθισμένη ημέρα στο σχολείο, κατά τη διάρκεια του μαθήματος σήκωσε το χέρι του και μόλις η δασκάλα του έδωσε το λόγο είπε σε πολύ ήρεμο τόνο:
«Σε λίγα δευτερόλεπτα θα γίνει ένας δυνατός σεισμός. Παρακαλώ όλοι να μπείτε κάτω από τα θρανία».
Η τάξη υποδέχτηκε την προφητεία αυτή με συναισθήματα αμηχανίας και ειρωνικού γέλιου. Ωστόσο, η πρόβλεψή του επαληθεύτηκε, καθώς ο Εγκέλαδος χτύπησε την περιοχή μετά από τριάντα πέντε χρόνια. Έντρομοι όλοι ακολούθησαν τη συμβουλή του. Όταν το συμβάν ολοκληρώθηκε και σιγά σιγά επανήλθαν στην κανονική τους ροή, όλοι τον κοιτούσαν με ένα βλέμμα γεμάτο απορία.
Στο διάλειμμα είχε γίνει ξαφνικά το επίκεντρο της προσοχής. Οι συμμαθητές και οι συμμαθήτριές του τον είχαν περικυκλώσει βομβαρδίζοντάς τον με ερωτήσεις.
«Θα μας βάλει διαγώνισμα η δασκάλα;»
«Πώς θα τελειώσει το «Μοάνα η παρθένα;»
«Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω;»
«Να τα φτιάξω με το Γιώργο που πάει στο γυμνάσιο;»
«Τελικά η Γη είναι επίπεδη;»
«Τι θα φάμε σήμερα το μεσημέρι; Αχ, όχι πάλι ρύζι!»
Αυτές ήταν λίγες μόνο από τις ερωτήσεις των άλλων παιδιών. Γρήγορα το νέο μαθεύτηκε στο σχολείο και άρχισαν και οι δάσκαλοι να τον ρωτάνε διάφορα, πιο ενήλικα πράγματα.
«Θα μείνει έγκυος η γυναίκα μου; Τρία χρόνια προσπαθούμε.»
«Να βγω με τους φίλους μου για μπύρα ή να μείνω με τη Μαίρη και να ετοιμάσω ένα ρομαντικό δείπνο;»
«Να συνεχίσω τις σπουδές δικηγορίας που έχω ξεκινήσει για χάρη του πατέρα μου ή να αφοσιωθώ στο χορό που μου αρέσει πραγματικά;»
Ο Οράτιος, φυσικά, αδυνατούσε να βοηθήσει όλους αυτούς τους ανθρώπους, όπως και να εξηγήσει λογικά την επιτυχημένη του πρόβλεψη.
Πιεσμένος από το περιβάλλον του, αναγκαστικά οδηγήθηκε στην απομόνωση.
Κατάφερε να βρει την ηρεμία του διαβάζοντας με ειδικό σύστημα μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή. Ήταν, μάλιστα, τόσο καλός που κάθε εβδομάδα ολοκλήρωνε αρκετά βιβλία.
Τα αγαπημένα του είδη ήταν τα ιατρικά και τα σχετικά με το μεταφυσικό.
Τα βράδια στον ύπνο του έβλεπε παράξενα όνειρα που τον τάραζαν και αναγκαζόταν να πετάγεται ιδρωμένος.
Στα δεκατρία του πήγε στο γυμνάσιο και άρχισαν τα μεγαλύτερα προβλήματα.
Στην πρώτη γυμνασίου ερωτεύτηκε την Κατερίνα, μια ψηλή και αδύνατη κοπέλα που της άρεσε πολύ ο χορός. Εκείνη καθόταν στο απέναντι θρανίο από τον Οράτιο και ήταν πολύ καλή μαθήτρια.
Καθώς κι εκείνη τον συμπαθούσε πολύ, έκαναν καλή παρέα στα διαλείμματα του σχολείου, λέγοντας ανέκδοτα και κάνοντας διάφορα αστεία.
Ωστόσο, η Κατερίνα ήταν ερωτευμένη με το Φίλιππο, ένα νεαρό της τρίτης γυμνασίου που ήταν πανύψηλος και συμμετείχε στην ομάδα μπάσκετ του σχολείου.
Το γεγονός αυτό τσάκισε την ψυχολογία του Οράτιου, με αποτέλεσμα να κλειστεί στο σπίτι του και να μη θέλει να δει κανέναν. Χρειάστηκε ένα εξάμηνο μέχρι να τον πείσουν οι δικοί του να ξαναβγεί έξω.
Στο διάστημα αυτό, μόνο του καταφύγιο ήταν τα βιβλία. Κατάφερε να διαβάσει αμέτρητα από αυτά, ορισμένα μάλιστα περισσότερες από μία φορές, μέχρι που τα έμαθε απέξω.
Ένα από αυτά είχε τίτλο: «1000 απίστευτες τεχνικές που μπορείτε να μάθετε ώστε να θεραπεύετε τους ανθρώπους».
Προσπαθώντας να επουλώσει τα δικά του τραύματα, διάβασε πάρα πολλές φορές το βιβλίο αυτό και έκανε αμέτρητες φορές εξάσκηση τις τεχνικές του.
Πολλές φορές ακούγονταν περίεργοι ήχοι μέσα από το δωμάτιο, κατά τη διάρκεια των δοκιμών. Οι συγγγενείς του ήταν περίεργοι για το τι συμβαίνει, αλλά δεν τολμούσαν να ανοίξουν την πόρτα.
Όταν επιτέλους βγήκε στον κόσμο ξανά, όλοι τον υποδέχτηκαν με ανακούφιση. Τον φρόντιζαν και τον περιποιούνταν διαρκώς, σαν πληγωμένο περιστέρι που βρήκαν στο μπαλκόνι τους.
Ύστερα από ένα περίπου χρόνο συνέβη ένα παράξενο γεγονός.
Ο Οράτιος βρισκόταν σε ένα γάμο, όταν κάποιος άνθρωπος από το διπλανό τραπέζι ένιωσε αδιαθεσία και λιποθύμησε. Το βλέμμα του ήταν κάτωχρο και τα μάτια του ήταν ακίνητα. Κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει και όλοι ήταν ανάστατοι.
Τότε θυμήθηκε τις τεχνικές που είχε μάθει και πλησίασε με ηρεμία τον ασθενή. Αφού εφάρμοσε μία από αυτές, ο ασθενής ως δια μαγείας ξύπνησε και ήταν μια χαρά. Μάλιστα, σηκώθηκε μόνος του και αμέσως ζήτησε να δει το σωτήρα του, τον οποίο και ευχαρίστησε θερμά.
Ο Οράτιος δέχτηκε τα συγχαρητήριά του και ενημέρωσε τον κύριο ότι είχε μόλις πάθει ένα ισχυρό έμφραγμα και καλά θα έκανε να προσέχει τη διατροφή του, να κόψει το τσιγάρο και να χάσει περίπου είκοσι κιλά.
Ο κύριος είχε μείνει άναυδος, καθώς δεν πίστευε ότι ένας έφηβος τετραπληγικός μπορούσε να κάνει τέτοια πράγματα. Στην ερώτηση «Μα πώς τα ξέρεις όλα αυτά;», ο Οράτιος απαντούσε ότι δεν ξέρει, αλλά είναι σαν το σώμα του κυρίου να επικοινωνεί μαζί του με έναν μυστηριώδη τρόπο.
Ο κύριος λεγόταν Ιπποκράτης Αντωνίου και ήταν ένας γιατρός χειρουργός, εκπαιδευμένος με μεταπτυχιακά και διδακτορικό στο εξωτερικό. Παράλληλα, είχε πλήθος τιμητικών επαίνων και διπλωμάτων για την προσφορά του στην επιστήμη.
Πριν χωριστούν οι δρόμοι τους, είπε στον Οράτιο:
«Μια συμβουλή έχω να σου δώσω, αν θες να με ακούσεις».
«Βεβαίως, κύριε, σας ακούω».
«Αυτό που μου έκανες, δεν ξέρω πώς το κάνεις, αλλά να συνεχίσεις να το κάνεις. Το επάγγελμά μας είναι αρκετά δύσκολο από μόνο του και εσύ προσφέρεις μεγάλο έργο με τον τρόπο σου. Συνέχισε να βοηθάς τους ανθρώπους όπως μπορείς».
«Πολύ καλά, σας ευχαριστώ κύριε για τη συμβουλή σας. Θα κάνω ό,τι μπορώ».
Πράγματι, ο Οράτιος κατάφερε στα δεκαοχτώ του χρόνια να περάσει στην Ιατρική σχολή και ύστερα από αρκετά χρόνια να την ολοκληρώσει με Άριστα και τιμητικό έπαινο.
Στη συνέχεια, προτίμησε, αντί να κάνει κάποιο μεταπτυχιακό σε κάποια χώρα του εξωτερικού και να γίνει περιζήτητος, να εγκατασταθεί στην ελληνική επαρχία, που τόσο αγαπούσε. Έτσι, άνοιξε ένα γραφείο και υποδεχόταν ασθενείς κάθε μέρα της εβδομάδας.
Εκεί γνώρισε και τον έρωτα της ζωής του. Ήταν η Έρικα, μια πανέμορφη ψηλή μελαχρινή κοπέλα με μεγάλα καστανά μάτια, η οποία ήρθε στο γραφείο του πάσχοντας από σκλήρυνση κατά πλάκας.
Αφού τη θεράπευσε, της ζήτησε να βγουν έξω για φαγητό και σιγά σιγά αναπτύχθηκε το ειδύλλιο τους. Έκαναν μαζί τρία παιδιά, όλα αρτιμελή. Κανένα δεν κληρονόμησε το χάρισμα του Οράτιου ούτε ασχολήθηκε με την Ιατρική επιστήμη.
Ο Φίλιππος έγινε αρχιτέκτονας και σχεδίασε μεγάλα σπίτια και ξενοδοχειακά συγκροτήματα στην Ευρώπη και την Αμερική.
Η Ιωάννα έγινε δασκάλα χορού με ειδίκευση στους λάτιν χορούς. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο και παντού πήγαινε και συνδύαζε τις διακοπές της με χορευτικές παραστάσεις.
Η Κατερίνα έγινε συγγραφέας και έγραψε δεκάδες μπεστ σέλερ αστυνομικής λογοτεχνίας. Σε αρκετά από αυτά η πρώτη ύλη αποτελούσαν οι πρακτικές του πατέρα της. Φρόντιζε, ωστόσο, να τροποποιεί σημαντικά τις υποθέσεις ώστε να καλύπτεται η ανωνυμία των ασθενών του.
Ωστόσο, ο Οράτιος περισσότερο απ’ όλα θα θυμάται δύο εφήβους που επισκέφτηκαν το γραφείο του έντρομοι μέσα στη νύχτα. Η κοπέλα ήταν έγκυος και τα παιδιά δεν είχαν που να μείνουν, αφού τους είχαν διώξει οι δικοί τους.
Ο Οράτιος τους υποδέχτηκε με αγάπη και τους βοήθησε σε ό,τι χρειάζονταν. Επιπλέον, πέρα των συνηθισμένων ενεργειών του, χάρη σε μία τεχνική που είχε μάθει, ήξερε πάντοτε πού βρίσκεται και ποια είναι η κατάσταση της υγείας της μικρής Μαίρης. Έτσι, όταν «άκουσε» τη μητέρα της να εκλιπαρεί σε βοήθεια, αμέσως «μεταφέρθηκε» στην παραλία όπου η μικρή ήταν αναίσθητη και την έσωσε από βέβαιο θάνατο.
Ο Οράτιος έζησε μια πλούσια κι ευτυχισμένη ζωή και πέθανε στα ενενήντα έξι του ήσυχα, στον ύπνο του.