Κανείς δεν ξεχώριζε τον Τζάκο από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Μόλο που ποτέ δεν μοιραστήκαμε το τραπέζι μας μαζί του, μέσα μας του είχαμε μεγάλη αγάπη κι εκτίμηση. Μόνο ο πατέρας είχε διαφορετική γνώμη και του την έδειχνε ξαποστέλνοντας τον συχνά έξω από το σπίτι. Μια σιγανή – ευτυχώς-κλωτσιά στα πισινά σφράγιζε την έξοδο του Τζάκου που κουλουριαζόταν παραπονεμένος στο χαλάκι της εξώπορτας.
– Δεν θέλω το γάτο μέσα στο σπίτι, δήλωνε ο πατέρας κι η φωνή του δε σήκωνε αντίρρηση καμιά. Όταν όμως έφευγε εκείνος, ο τετράποδος έκπτωτος ξανάμπαινε κουνιστός και λυγιστός με την ουρά όρθια σαν κεραία. Τώρα μάλιστα που το σκέφτομαι αρχίζω να πιστεύω ότι η φυσική τούτη αντένα, σε συνδυασμό με τα μακριά μεταξένια μουστάκια του, έπαιζε πιθανότατα ρόλο ανιχνευτικό. Γιατί μόλις ο γάτος μας έπιανε το παραμικρό σήμα επιστροφής του αντίζηλου αρσενικού της οικογένειας, στο άψε σβήσε γινόταν λαγός κι ας μην είχε δει ποτέ του τέτοιο τρωκτικό. Τούτη μάλιστα η άγνοιά του στάθηκε μοιραία και για κείνον και για μας.
Ο Τζάκος είχε μία εμπειρική άποψη γύρω από το γένος των τρωκτικών. Η γνώση του περιοριζόταν κυρίως σε κείνα τα μικροκαμωμένα ευκίνητα θηλαστικά που ορμούν στο κελάρι κι αφού μασουλίσουν ό,τι τυροκομικό υπάρχει καταπιάνονται με το τραγάνισμα κάθε είδους σπόρων και ξηρών τροφών και συνεχίζουν την λουκούλλεια πανδαισία τους ροκανίζοντας καμιά πόρτα ή ό,τι άλλο βρεθεί μπροστά τους, τέλος πάντων. Φαίνεται μάλιστα πως πέρα από το αλάθητο ένστικτό του, είχε κάνει λεπτομερείς παρατηρήσεις γύρω από την συμπεριφορά και την ψυχολογία τους σε σημείο μάλιστα που να μην του ξεφεύγει κανένα. Μέσα σε λίγους μήνες αφότου μας τον φέρανε πεσκέσι, είχαμε βρει την ησυχία μας. Τέρμα οι απώλειες στο κελάρι. Τα “κουφά” όπως τα έλεγε η μητέρα για να μην τα μελετάει και γεμίσει το σπίτι, είχανε σχεδόν εξαφανιστεί. Αυτό μπορούσες εύκολα να το καταλάβεις κι από το βάρος του Τζάκου που είχε πάψει πια να παίρνει τα πάνω. Προσπαθούσε τότε να ξεγελάσει την πείνα του με τα φτωχικά περισσεύματα του καθημερινού μας τραπεζιού. Αξιοπρεπής και σιωπηλός έτρωγε τις υποβαθμισμένες λαδερές του μερίδες κι ύστερα κουλουριαζόταν δίπλα στο τζάκι στρέφοντας κάθε τόσο τ ‘αφτιά του προς την κατεύθυνση κάποιου ανεπαίσθητου για μας θορύβου, πλην όμως υπόπτου για τους δικούς του ευαίσθητους δέκτες. Σπάνια τον βλέπαμε να τινάζεται σαν ελατήριο και να χυμάει σαν βολίδα κατά το κελάρι. Αφού τον χάναμε για λίγο, ξαναρχόταν στο στέκι του γλύφοντας τα μουστάκια του ικανοποιημένος. Ύστερα παραδινόταν σ’ έναν μακάριο ύπνο γουργουρίζοντας ασταμάτητα. Κάτι μου έλεγε μέσα μου πως η ευτυχία του Τζάκου δεν οφειλόταν μόνο στις επιτυχίες του στο κελάρι. Εκείνο που τον γέμιζε χαρά και περηφάνια ήταν το αίσθημα της προσφοράς στην οικογένεια που τον προστάτευε και τον αγαπούσε.
Κάποια μέρα, θυμάμαι έκανε κάτι που ξέφευγε από τις συνήθειες των κοινών γάτων. Ύστερα από έναν σκληρό αγώνα μ’ έναν ποντίκαρο του υπογείου έφερε το λάφυρο του και το απόθεσε άψυχο μπροστά στα πόδια της μητέρας. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή, η μάνα καθότανε, σαν τη Λωξάντρα, στο ντιβάνι και μπάλωνε κάλτσες. Έτσι γλίτωσε το πέσιμο από την έκπληξη που της ετοίμασε ο Τζάκος και περιορίστηκε μόνο σε μια στριγκλιά. Μα στη στιγμή βρήκε την αυτοκυριαρχία της. Έσκυψε και χάιδεψε τον Τζάκο στο κεφάλι ενώ του ψιθύριζε με φανερό καμάρι: “Μπράβο Τζάκο! Μπράβο αγόρι μου!”
Εκείνο το “Μπράβο” θαρρείς πως σφράγισε την αφοσίωση που γεννήθηκε ανάμεσά τους. Ο Τζάκος μπήκε οριστικά στην υπηρεσία της αγαπημένης του κυράς. Κυνηγούσε και πετύχαινε το στόχο του υπηρετώντας όχι πια το ένστικτό του, αλλά εκείνη. Εκείνη που τον αναγνώριζε, τον χάιδευε και του ‘λεγε “μπράβο”.
Ήταν Δεκέμβρης μήνας. Πλησίαζαν Χριστούγεννα θυμάμαι. Ένας μακρινός μα αγαπητός θείος μας έστειλε από το χωριό πεσκέσι ένα καλάθι. Κάτι χαρχάλευε κάτω από το πανί που με περισσή φροντίδα ήταν ραμμένο ολόγυρα στο άνοιγμα του καλαθιού. Η μάνα έκοψε στα γρήγορα με το ψαλίδι το πανί, έχωσε το χέρι της μέσα στο καλάθι κι έβγαλε έναν κούνελο αφράτο και βαρβάτο που γουρλώσαμε τα μάτια σα δεκάρικα. Ως κι ο γάτος τέντωσε το κορμί του και ξερόγλειψε τα μουστάκια του.
-Ήσυχα Τζάκο του είπε η μητέρα και τού ‘δειξε τη συνηθισμένη του γωνιά.
Εκείνος κουλουριάστηκε υπάκουα κι έκανε σάμπως να τον είχε πάρει αμέσως ο ύπνος. Μέχρι που ήρθε η νύχτα και το σκοτάδι έξω στο δρόμο έπηξε, σαν τη μελάσα, δεν κουνήθηκε. Η μάνα μας έβαλε στα κρεβάτια να κοιμηθούμε και κατέβασε τον κούνελο στο κελάρι. Σε λίγο το σπίτι είχε βυθιστεί στην ησυχία του ύπνου. Κι απάνω που τα όνειρα ορμούσαν πάνω από τα προσκέφαλά μας, άρχισαν οι πρώτοι θόρυβοι ν’ ανεβαίνουν από το υπόγειο. Η κούραση που βάραινε τα σφαλιστά μας βλέφαρα μούδιαζε το κορμί και το μυαλό κι έκανε τους ζωντανούς θορύβους να μοιάζουνε δεμένοι λες στο στημόνι του ονείρου. Τα παραδομένα στον ύπνο κορμιά μας γύριζαν πότε από τη μια και πότε από την άλλη προσπαθώντας ν ‘αποδιώξουν το ζωντανό εφιάλτη που φούσκωνε σαν τη μαγιά. Οι ώρες προχωρούσαν, η μέρα ζύγωνε κι οι παράξενοι θόρυβοι καταλάγιασαν ώσπου σβήσανε εντελώς. Διαλύθηκαν μαζί με τα τελευταία σκοτάδια της νύχτας. Σαν όλους τους εφιάλτες που χάνονται τη μέρα κι αφήνουν μονάχα έναν αδιόρατο φόβο μέσα στην καρδιά. Όμως κι αυτός χάνεται σιγά σιγά δίνοντας τη θέση του στη γλύκα της ελπίδας.
Με τους ζωντανούς όμως εφιάλτες δεν είναι το ίδιο. Αυτούς το φως, οχι μονάχα δεν τους διαλύει, μα τους δείχνει με τα πραγματικά τους χρώματα και τις σωστές τους διαστάσεις.
Οι διαστάσεις εκείνου του εφιάλτη, που ποτέ δεν θα ξεχάσω, δεν ήταν μεγάλες. Το μήκος ήταν όσο το μπόι ενός κούνελου. Το πλάτος ενός γάτου. Το ύψος όμως, ή καλύτερα το βάθος, ήταν σαν ένα βάραθρο που άνοιξε μέσα στην καρδιά μου κι οι δεκαετίες που πέρασαν από τότε δεν κατάφεραν να σκεπάσουν.
Η μάνα κατέβηκε πρωί πρωί στο κελάρι για να ταΐσει το κουνέλι. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά κι ακούστηκε η φωνή της πνιχτή σάμπως να ‘χε ανταμώσει τον ίδιο το Χάροντα. Τρομαγμένη κατέβηκα τα σκαλιά με γρηγοράδα που συναγωνιζόταν τους χτύπους της καρδιάς μου. Κι εκεί, στη ρίζα της σκάλας, σταμάτησα. Τα γόνατά μου δεν με υπάκουαν πια. Οι επιγονατίδες μου είχαν γίνει πουλιά που φτερούγιζαν σάμπως να θέλαν να σπάσουν τα δεσμά από τους τένοντες που τα συγκρατούσαν στη θέση τους. Τα μάτια μου γούρλωσαν από το θέαμα που αντίκριζα κι η μάνα μου ανάμεσα σε κείνο και σε μένα πάσχιζε να βρει δυο σωστές κουβέντες , μια σωστή κίνηση για ν’ αντιδράσει σε κείνη την τραγική στιγμή.
Ο Τζάκος κείτονταν αιμόφυρτος, χωρίς ίχνος ζωής πάνω του. Δίπλα του το κουνέλι, σωστό κουρέλι, ανάσαινε με πολύ κόπο. Και τα δυο ζώα είχαν χάσει πολύ αίμα. Ήταν φανερό πως κι η τελευταία ελπίδα είχε εξαφανιστεί. Η ολονύχτια φασαρία δεν ήταν παρά η μοιραία μάχη που έδινε ο ηρωικός φύλακας του κελαριού με εκείνον τον γιγάντιο ποντίκαρο που κατέφτασε στο σπίτι της αγαπημένης του κυράς, κλεισμένος μέσα στο καλάθι. “Καημένε Τζάκο, δεν είχες μάθει να ξεχωρίζεις τ’ άλλα τρωκτικά από τα ποντίκια. Κρίμα Τζάκο που ο ηρωισμός σου κι η τόση αγάπη σου για την καλή κυρά σου στάθηκαν η αιτία να σε χάσουμε…” Τέτοιες ή παρόμοιες σκέψεις θα έπρεπε να στριφογύριζαν στο μυαλό μου, όση ώρα στεκόμουν καρφωμένη και βουβή στην είσοδο του κελαριού. Δεν έκλαιγα. Τα μάτια μου ήταν ολόστεγνα, όπως κι η γλώσσα μου που αρνιόταν ν’ αρθρώσει έστω και μια λέξη για να λύσει τον κόμπο που έσφιγγε τον λαιμό μου σανν θηλιά. Κοιτούσα πότε τα δυο δύστυχα ζώα και πότε τη μάνα και τα δευτερόλεπτα μου φαίνονταν αιώνες. Ξάφνου, σε κάποιον από κείνους τους φριχτούς αιώνες άκουσα τη φωνή της μάνας. Ψύχραιμη, γλυκιά και στοργική πρόφερε το όνομα του γάτου μας. “Τζάκο, αγόρι μου”, είπε η μάνα κι ύστερα πάλι ξανάπε πιο σιγά: “Τζάκο μου…” .
Τότε είδα το κεφάλι του Τζάκου μας να γυρίζει αργά, με πολύ κόπο προς το μέρος της κυράς του. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά. Ζούσε, μα το βλέμμα του φαινόταν γυάλινο, απόμακρο, σχεδόν σβησμένο. Η μάνα έσκυψε και χάιδεψε απαλά το μέτωπό του.
-” Μπράβο, Τζάκο! Μπράβο, αγόρι μου” του είπε και συνέχισε να τον χαϊδεύει μέχρι που ο Τζάκος έγειρε το κεφάλι του στο πλάι κι έφυγε μαζί με το τελευταίο σβησμένο του γουργουρητό.
Είναι παράξενο, μα ποτέ δεν έκλαψα για τον Τζάκο. Ίσως γιατί για τους ήρωες δεν ταιριάζουν τα δάκρυα. Μονάχα ένας κόμπος σφιγγόταν στον λαιμό μου κάθε φορά που τον θυμόμουν. Κάθε φορά που κουβέντιαζα στα παιδιά μου για εκείνον. Τώρα όμως , καθώς τελειώνω τούτη την ιστορία, τα δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια μου. Κι όσο εκείνα τρέχουν και ζεσταίνουν τα μάγουλά μου, νιώθω– επιτέλους -την καρδιά μου να ξαλαφρώνει. Επιτέλους, Τζάκο, επιτέλους!