Όταν πήγε στη νέα γειτονιά το είδε αμέσως. ‘Ένα όμορφο ζαχαροπλαστείο, πολύ μικρό έτσι που του θύμιζε μικρό μαγαζί με καφέ εσπρέσο όπου συνήθιζε να συχνάζει στην όμορφη Φλωρεντία. Είχε γυρίσει πρόσφατα από την Ιταλία και δεν είχε ακόμη συνηθίσει τη ζωή στην Ελλάδα.
Ένιωθε κάπως παράξενα για αυτό το μέρος σαν κάτι να τον μαγνήτιζε. Το ένιωθε όμως ότι ήταν ένα διαφορετικό ζαχαροπλαστείο με πολύ στυλ και με εκπληκτικές γεύσεις.
Συνήθιζε να περνάει εκεί τα απογεύματά του και ορισμένα πρωινά. Ήταν πολύ ήσυχο μέρος και ιδανικό γι’ αυτόν για να διαβάζει και να γράφει. Έτσι έτρωγε το γλυκό του και μετά είτε διάβαζε, είτε έγραφε χωρίς να τον ενοχλεί κανείς.
Το ζαχαροπλαστείο βρισκόταν κοντά σε μία πλατεία και το καλοκαίρι έβγαζε λίγα τραπεζάκια έξω. Είχε μία μικρή πινακίδα που έγραφε: «Οι γλυκές γεύσεις της Μαρίνας». Με το που ανοίγει την ξύλινη πόρτα ο επισκέπτης, ακούγεται ο ήχος από ένα μικρό καμπανάκι έτσι ώστε να ενημερωθεί η ιδιοκτήτρια ότι μπήκε πελάτης. Με το που μπαίνει κανείς μέσα βλέπει στην αριστερή πλευρά τρία τραπεζάκια καφενείου, στρογγυλά, σιδερένια με καρέκλες μεταλλικές και μαξιλαράκια χρωματιστά. Τη μέρα το φως του ήλιου μπαίνει από δύο μικρά στρογγυλά παράθυρα που δίνουν την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε υποβρύχιο. Το βράδυ ο χώρος φωτίζεται από δύο επιδαπέδια φωτιστικά. Απέναντι από τα τραπεζάκια υπάρχει μία βιτρίνα με γλυκά κουταλιού. Πίσω από τον πεντακάθαρο πάγκο χαμογελαστή μία νεαρή κοπέλα έτοιμη να εξυπηρετήσει έχοντας δίπλα της κουτιά και βάζα. Πίσω από την κοπέλα ένας ξύλινος πάγκος με ταψιά τετράγωνα. Στο τέλος του πάγκου υπάρχουν δύο πόρτες η μία γράφει WC και η άλλη εργαστήριο και πριν από την πόρτα υπάρχει η ταμειακή μηχανή. Οι τοίχοι ζωγραφισμένοι με τεράστια δέντρα και λουλούδια δένουν θαυμάσια με το χώρο.
Τα γλυκά του κουταλιού πάντα του άρεσαν και του θύμιζαν κάτι από την παιδική του ηλικία. Άρχισε να κάνει καθημερινές επισκέψεις στο ζαχαροπλαστείο και παρατήρησε ότι ανάλογα την εποχή άλλαζαν και τα γλυκά. Το σύκο και το μελιτζανάκι ήταν τα αγαπημένα του αλλά δεν έλεγε όχι και για το γλυκό σταφύλι στο τέλος Αυγούστου. Και τι δεν είχε δοκιμάσει γλυκό βερίκοκο, κυδώνι και περγαμόντο. Όλα εξαιρετικά. Κάθε πρωτοχρονιά έφτιαχναν βασιλόπιτα τσουρέκι καθώς και τα παραδοσιακά βασιλοπιτάκια, τα πιο νόστιμα μπισκότα που είχε φάει ποτέ με εκπληκτική γεύση βανίλιας. Mόνο δύο φορές το χρόνο, Σεπτέμβριο και Μάρτιο έφτιαχναν εκμέκ αλλά με παντεσπάνι και με υπέροχο άρωμα περγαμόντου.
Επίσης κάθε Δεκαπενταύγουστο έφτιαχναν αμυγδαλότουρτα με παντεσπάνι, σαντιγί και αμύγδαλα.
Μαγαζί με ιδιαίτερα γευστικό στυλ.
Στο μαγαζί αυτό δεν υπήρχαν πάστες ή σοκολατίνες και συχνά αναρωτιόταν γι’ αυτό.
Δεν άργησε να πιάσει κουβέντα με την κοπέλα πίσω από τον πάγκο. Ήταν η ιδιοκτήτρια. Του φάνηκε πολύ νέα και της το είπε.
Η κοπέλα είχε τελειώσει τη σχολή Καλών Τεχνών και είχε και μεταπτυχιακό. Η ίδια είχε επιμεληθεί τις ζωγραφιές στους τοίχους. Παρόλο που σπούδασε, θέλησε μόνη της να ασχοληθεί με την επιχείρηση που μέχρι πριν κάποια χρόνια ανήκε στη μητέρα της, η οποία δεν ζούσε πια.
Κάθε απόγευμα του είχε γίνει συνήθεια να πηγαίνει να τρώει ένα γλυκό και πολλές φορές έπαιρνε και για το σπίτι.
Κάποια στιγμή τη ρώτησε γιατί έχει μόνο γλυκά κουταλιού και μόνο συγκεκριμένα γλυκά ταψιού.
Θυμάται πραγματικά ότι είχε εκπλαγεί όταν άκουσε ότι έχει μόνο είκοσι έξι συνταγές και δεν σκοπεύει να βάλει τίποτα άλλο στο μαγαζί της όσα χρόνια και αν περάσουν.
Ο αριθμός των συνταγών σίγουρα τον έκανε να αναρωτηθεί αλλά δεν ρώτησε πολλά τότε.
Με τον καιρό μιλούσε όλο και περισσότερο με την ιδιοκτήτρια. Έτσι άρχισε να μαθαίνει μικρά μυστικά για τα γλυκά. Για παράδειγμα, η Μαρίνα η ιδιοκτήτρια, όταν είναι να φτιάξει γλυκό σύκο, το βάζει κάποιες ώρες στο ασβεστόνερο. Για να φτιάξει το ασβεστόνερο χρειάζεται περίπου 3 κουταλιές της σούπας σβησμένο ασβέστη, τον οποίο προμηθεύεται από μία μάντρα με οικοδομικά υλικά. Στη συνέχεια διαλύει τον ασβέστη σε 3 λίτρα νερό. Χρειάζεται να είναι πολύ προσεκτική και να φοράει γάντια γιατί της έχει συμβεί να πάθει έγκαυμα παρόλο που ο ασβέστης είναι σβησμένος. Μετά σουρώνει με ψιλό σουρωτήρι και έπειτα βάζει τα σύκα σε μία λεκάνη. Τα σύκα θα πρέπει να είναι βυθισμένα εντελώς. Γι’ αυτό βάζει ένα πιάτο ή ένα ταψί με κάποιο βάρος μέσα για να τα κρατάει χαμηλά στη λεκάνη. Μία άλλη φορά του αποκάλυψε ότι τα γλυκά κουταλιού πρέπει να βράζουν με ξεσκέπαστη κατσαρόλα σε δυνατή φωτιά. Έτσι δεν θα σκουρύνουν και θα κρατήσουν το ζωηρό τους χρώμα.
Είχε εντυπωσιαστεί με το γεγονός ότι μία νέα κοπέλα είχε τόσες γνώσεις για τα γλυκά κουταλιού και το γεγονός ότι τα έφτιαχνε μόνη της την είχε κάνει να ανέβει πολύ ψηλά στην εκτίμησή του. Δεν είναι λίγο να παραμένουν οι παραδόσεις μας, σκεφτόταν αυτός.
Κάποια μέρα η Μαρίνα του μίλησε για το τετράδιο με τις είκοσι έξι συνταγές που είχε από την προγιαγιά της.
Εκπληκτική ιστορία και καθοριστική για τη ζωή τόσων γυναικών όπως: η προγιαγιά Μαρίνα, η γιαγιά Μαρία, η μητέρα Μαρκέλλα και η δισέγγονη και ιδιοκτήτρια του μαγαζιού, Μαρίνα.
Όλες οι συνταγές ήταν από την προγιαγιά της, την οποία δυστυχώς ούτε η ίδια, ούτε η μητέρα της είχαν τη χαρά να γνωρίσουν.
Η ιστορία ήταν όντως παράξενη.
Η προγιαγιά της κάτω από αδιευκρίνιστους λόγους είχε μπει στη φυλακή. Η κόρη της, η γιαγιά της Μαρίνας ονομαζόμενη Μαρία, μεγάλωσε με την αδελφή της προγιαγιά της και πάντα με τον καημό για την μητέρα της.
Η προγιαγιά, Μαρίνα, ήταν μορφωμένη και ήθελε και η κόρη της να μορφωθεί ή να ανοίξει ένα δικό της μαγαζί.
Μαζί με τις άλλες τρόφιμες κατάφεραν με τέλεια μυστικότητα να γράψουν συνταγές για γλυκά που ήξεραν η καθεμία να κάνει καλά. Στις συνταγές αυτές υπήρχε και η εκτέλεση και κάποια μικρά μυστικά για να πετύχει κυρίως το δέσιμο στο γλυκό αν επρόκειτο για γλυκό του κουταλιού.
Η προγιαγιά Μαρίνα, ήλπιζε πως μία μέρα θα γυρίσει στην κόρη της και θα ανοίξουν ζαχαροπλαστείο. Κάτι που τελικά δεν έγινε ποτέ. Όταν πέθανε η προγιαγιά της, η Μαρία η κόρη της, δεν έδωσε σημασία σε ένα τετράδιο με συνταγές που έλαβε από τις φυλακές μαζί με τα ελάχιστα υπάρχοντα της Μαρίνας. Μάλιστα το τετράδιο το έχωσε σε ένα συρτάρι γιατί δεν ήθελε να το βλέπει. Η κόρη της Μαρίας, η Μαρκέλλα, ανακάλυψε το τετράδιο και όταν ρώτησε τη μητέρα της για αυτό της είπε με έντονο ύφος να το πετάξει και ότι δεν άξιζε να το έχει. Δεν ήθελε τίποτα να της θυμίζει τη μητέρα της.
Η Μαρκέλλα όμως αντί να ακολουθήσει τη συμβουλή της μητέρας της, το έκρυψε και το διάβαζε κρυφά. Κατάλαβε ότι η γιαγιά της ήθελε να ανοίξει ζαχαροπλαστείο. Σκέφτηκε ότι αφού δεν το κατάφερε η ίδια η γιαγιά της, η μητέρα της δεν ήθελε ούτε να το ακούσει, τότε ήταν η σειρά της να κάνει το όνειρο της γιαγιάς της πραγματικότητα. Δεν ήταν όμως τόσο απλό. Είχε να αντιμετωπίσει κάποια θέματα πρακτικά, δηλαδή έπρεπε να μετατρέψει τις οκάδες και τα δράμια σε κιλά και γραμμάρια. Μην ξεχνάμε ότι η προγιαγιά έζησε σε μια εποχή που μετρούσαν με οκάδες και δράμια. Η Μαρκέλλα τα κατάφερε. Ήταν χρονοβόρο αλλά άξιζε τον κόπο. Έτσι σιγά σιγά όλα πήραν το δρόμο τους. Η Μαρκέλλα άρχισε να φτιάχνει τα γλυκά ανάλογα την εποχή στο σπίτι αρχικά και να δίνει σε δύο γειτόνισσες να δοκιμάσουν, οι οποίες είχαν μείνει πολύ ευχαριστημένες. Έτσι με την πολύτιμη βοήθεια των γειτονισσών και το μεράκι της η Μαρκέλλα άνοιξε το ζαχαροπλαστείο. Η Μαρίνα μεγάλωσε με όλα τα γλυκά του κουταλιού και με απίθανα γλυκές γεύσεις.
Η Μαρίνα μία μέρα καθώς συζητούσαν για διάφορα θέματα τον ρώτησε αν ήθελε να του δείξει τα δύο τετράδια. Η περιέργειά του είχε φουντώσει. Φυσικά και ήθελε να τα δει. Η Μαρίνα σηκώθηκε και πήγε πίσω από τον πάγκο και έφερε ένα φθαρμένο μπλε σκούρο τετράδιο και ένα άλλο μπλε τετράδιο πιο καινούργιο. Το παλιό ήταν της προγιαγιάς και ιστορικό κειμήλιο και το νέο είχε όλες τις συνταγές σε γραμμάρια και κιλά, γραμμένο από την Μαρκέλλα. Άνοιξε το μπλε σκούρο τετράδιο. Κοίταξε το γραφικό χαρακτήρα της προγιαγιάς. Ο γραφικός της χαρακτήρας ήταν πολύ όμορφος και έγραφε με γράμματα ολοστρόγγυλα και προσεγμένα και κυρίως χωρίς ορθογραφικά λάθη. Οι λέξεις ήταν γραμμένες με πνεύματα, οξείες, δασείες και περισπωμένες. Πραγματικά είχε εντυπωσιαστεί.
Ποτέ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι υπήρχε μία τόσο όμορφη ιστορία πίσω από τις τόσο ωραίες γεύσεις των γλυκών. Θαύμασε για ακόμη μία φορά τη δύναμη της Μαρκέλλας μα περισσότερο την θέληση και την αφοσίωση της Μαρίνας, η οποία κατόρθωσε να πραγματοποιήσει το όνειρο της προγιαγιάς της.