Πριν πενήντα χρόνια οι ελπίδες εναποθέτονταν στις νέες γενιές οι οποίες θα διαμόρφωναν μία προοδευτική κοινωνία εξαλείφοντας κάθε ανισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα. Πενήντα χρόνια αργότερα ένας άνδρας, αρσενικό «παλαιάς κοπής», ο οποίος δηλώνει ότι ουδεμία σχέση θέλει να έχει με γκέι, εκμυστηρεύεται στους φίλους του ότι αν δεν συνευρεθεί σεξουαλικά με γυναίκα σε καθημερινή βάση θα προβεί σε βιασμό.
Δυστυχώς, χρειάζεται ένα προϊόν ριάλιτι για να γυρίσουμε το κεφάλι σαν κοινωνία και να προβληματιστούμε για το τι είναι ανεκτό και που πρέπει να μπαίνουν κάποια όρια. Δε χωρά πλέον συζήτηση για το αν το συγκεκριμένο άτομο εκφράστηκε λάθος ,αν αστειεύτηκε ή αν απλώς ήθελε να καυχηθεί για τη σεξουαλική του υπεροχή στη παρέα του. Αστεία σαν και αυτά πηγάζουν από κάπου και αυτό που μάλλον δε γίνεται αντιληπτό από πολλούς είναι ότι σε τέτοια θέματα η κουβέντα από τη πράξη δεν απέχει πολύ.
Η συζήτηση γύρω από τη «κουλτούρα του βιασμού» έρχεται ξανά στο προσκήνιο για να εξηγήσει πόσο λάθος είναι το συγκεκριμένο συμβάν αλλά και κάθε άλλο αστείο ή υπαινιγμός γύρω από το βιασμό.
Η «κουλτούρα του βιασμού» είναι μία κοινωνιολογική έννοια που αναπτύχθηκε από το δεύτερο φεμινιστικό κύμα στην Αμερική, στις αρχές τις δεκαετίας του 1970. Αναφέρεται σε εκείνο το περιβάλλον στο οποίο ο βιασμός είναι διάχυτος και ομαλοποιείται λόγω των κοινωνικών στερεοτύπων σχετικά με το φύλο και τη σεξουαλικότητα.
Κάποιες από τις συμπεριφορές που συνδέονται με τη κουλτούρα του βιασμού και συμβάλλουν στην εξάπλωση και ενίσχυσή της είναι τα σεξιστικά στερεότυπα, τα αστεία περί βιασμού, το catcalling, το revenge porn (βλέπε υπόθεση Ιωάννας Τούνη), οι απειλές και εν τέλει η ίδια η πράξη του βιασμού.
Οι γυναίκες έχουν καταλήξει να αναπτύξουν ένα σύστημα αυτοπροστασίας. Αναγκάζονται να επιστρέφουν τρέχοντας στο σπίτι το βράδυ, να αλλάζουν πεζοδρόμιο όταν συναντάνε παρέες ανδρών και να προσποιούνται ότι δεν ακούνε τα σχόλια που τους κάνουν στο δρόμο. Το οικείο περιβάλλον τους τις «δασκαλεύει» για το τι δε πρέπει να φοράνε, τι ώρα «θα ήταν καλό» να γυρνάνε σπίτι και με ποια άτομα να συναναστρέφονται ακριβώς επειδή ο κίνδυνος μπορεί να παραμονεύει οπουδήποτε.
Η υποταγή στο φόβο και ο περιορισμός της ελευθερίας των γυναικών προφανώς και δεν είναι η λύση στο πρόβλημα. Η αποβολή ενός παίχτη από ένα τηλεοπτικό παιχνίδι και η κάλυψη του θέματος από τα μέσα ενημέρωσης ως ένα ακόμα «καυτό» θέμα της επικαιρότητας δεν είναι παρά μόνο ένα τσιρότο σε μία πληγή που αιμορραγεί εδώ και χρόνια.
Το ζητούμενο είναι αν όλοι εμείς που γινόμαστε μάρτυρες τέτοιων γεγονότων αντιλαμβανόμαστε ότι οποιεσδήποτε συμπεριφορές και απόψεις που θίγουν την ελευθερία, την αξιοπρέπεια και τη σωματική ακεραιότητα των γυναικών, από ένα σφύριγμα στο δρόμο, ένα σεξιστικό ανέκδοτο μέχρι και κάποιο περιστατικό σωματικής κακοποίησης, απλώς τρέφουν περισσότερο τη κουλτούρα του βιασμού και καθιστούν τις γυναίκες ακόμα πιο ευάλωτες απέναντι στη τοξική αρρενωπότητα.
Η αδιαφορία, η σιωπή και η συγκάλυψη γεγονότων, δε μας προστατεύει, δε μας απομακρύνει από το πρόβλημα αλλά μας καθιστά συνένοχους σε οποιαδήποτε πράξη προσβολής και βίας κατά των γυναικών.