To Black Mesa δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το αυθεντικό Half-Life επαναδομημένο, χρησιμοποιώντας την μηχανή του Half-Life 2. Όμως μια τέτοια αναβίωση ήταν απολύτως απαραίτητη, καθώς έχουν περάσει 22 ολόκληρα χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου παιχνιδιου. Σε μία εποχή όπου ιστορικά παιχνίδια διαρκώς επανακυκλοφορούν ανανεωμένα, μια ομάδα φίλων του Half-Life ασχολήθηκε σοβαρά με την αποκατάσταση αυτού του τόσο κομβικού για το PC και τα First-Person Shooters (FPS), παιχνιδιού. Το όλο εγχείρημα ξεκίνησε ως δωρεάν mod το 2012 και κατάφερε να αποσπάσει τις ευλογίες της Valve μαζί με την άδειά της για εμπορική εκμετάλλευση. Το 2015 μπήκε σε περίοδο early access και φέτος είχαμε την χαρά να το απολαύσουμε επιτέλους ολοκληρωμένο.
Η Valve μάλιστα εκίνησε μόνη της την διαδικασία, μεταφέροντας πρόχειρα το Half-Life στην επόμενη μηχανή της, την source, με την οποία τρέχουν μεταξύ άλλων, τα: Half Life 2, Vampire: The Masquerade – Bloodlines, Left 4 Dead, Portal 1&2. Το ημιτελές έργο της εταιρίας, ανέλαβαν να ολοκληρώσουν δύο ομάδες ανθρώπων που μετά την συγχώνευση τους, υπογράφουν το Black Mesa ως «Crowbar Collective». Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και εμείς όπως πολλοί, πώς η Valve μετά το αριστουργηματικό Portal 2 το 2011, αντί να βγάζει παιχνίδια της προκοπής ασχολείται με τα κέρδη της από το steam. H πρόσφατή κυκλοφορία όμως του Half-Life: Alyx για VR μας δείχνει πως η Valve δεν έχει πει την τελευταία της κουβέντα όσον αφορά την σειρά-ναυαρχίδα της.
Γιατί όμως είχε τέτοια απήχηση το Half-Life και γιατί έχει νόημα να ασχοληθούμε με το Black Mesa, 22 χρόνια μετά; Διότι το 1998 που κυκλοφόρησε, ήταν μόλις δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία των Quake και Duke Nukem 3D. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και το Unreal που ενώ έθεσε νέο πήχη στον τομέα των γραφικών, συνέχιζε στο ίδιο μοτίβο του πανίσχυρου πρωταγωνιστή που εξολόθρευε ορδές εξώκοσμων τεράτων.
Στο Half-Life όμως, αν και πάλι έχουμε να κάνουμε με όντα από άλλη διάσταση, ο πραγματικός εχθρός είναι ο ανθρώπινος παράγοντας, έμμεσα και άμεσα. Η επίθεση των εξωγήινων δεν είναι απρόκλητη. Οφείλεται στο ρήγμα μεταξύ διαστάσεων που προκαλεί ένα αποτυχημένο πείραμα σε μια υπόγεια στρατιωτική βάση. Η κυβέρνηση από την πλευρά της θα απαντήσει με συγκάλυψη δια της βίας σε μια προσπάθεια να εξολοθρεύσει οποιονδήποτε και οτιδήποτε μπορεί να πιστοποιήσει το ατόπημα.
Ο πρωταγωνιστής μας μοιραία βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος. Αντί για σκληροτράχηλος και αρρενωπός στρατιώτης, ο Gordon Freeman είναι όμως απλά ένας από τους πολλούς επιστήμονες που εργάζονται στις απόρρητες εγκαταστάσεις Black Mesa. Δεν είναι ήρωας εκ προοιμίου, εκπληρώνει το πεπρωμένο του προσπαθώντας να επιβιώσει. Είναι απλά ένας άνθρωπος που βρέθηκε σε λάθος μέρος, λάθος στιγμή. Τυχερός μέσα στην ατυχία του, φέρει μία ειδική στολή που δικαιολογεί την ανθεκτικότητά του κατά την διάρκεια του παιχνιδιού. Αρχικά τα μοναδικά του εργαλεία είναι ένας πλέον διάσημος λοστός και ένας φακός. Σύντομα βρίσκει ένα πιστόλι με τις σφαίρες του οποίου πρέπει να είναι αρκετά φειδωλός. Αυτό το στήσιμο έφερνε το Half-Life πιο κοντά σε παιχνίδι Survival Horror, όπως τα Resident Evil (το 1 &2 κυκλοφόρησαν το ’96 και ’98 αντίστοιχα), ένα είδος που έκανε τα πρώτα του βήματα εκείνη την εποχή.
Στην αγωνία του παιχνιδιού συντείνει ο σχεδιασμός των επιπέδων που φέρνει platform στοιχεία καθώς ο Freeman προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από τα συντρίμμια της Black Mesa. Είναι ένας δρόμος που θα ακολουθήσουν αρκετά FPS έπειτα, προσπαθώντας να προσθέσουν ακόμα μια διάσταση στο gameplay τους. Προσωπικά ποτέ δε χώνεψα αυτή την ταλαιπωρία. Υπάρχει λόγος που στα platform παιχνίδια βλέπουμε τον χαρακτήρα που ελέγχουμε. Είναι σχεδόν απελπιστικό να προσπαθείς να εκτελέσεις άλματα ακριβείας όταν δεν βλέπεις που ακριβώς πατάς.
Ευτυχώς σύντομα αποκτάμε πρόσβαση σε ανώτερου επιπέδου οπλισμό, για τον οποίο βρίσκουμε άφθονα πυρομαχικά από τους νεκρούς πεζοναύτες που αφήνουμε στο διάβα μας. Σε αυτό το σημείο αριστεύει το Half-Life και κατά συνέπεια το Black Mesa. Οι ανταλλαγές πυροβολισμών είναι απολαυστικότατες ενάντια σε ικανούς εχθρούς των οποίων η τεχνητή νοημοσύνη ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της. Οι στρατιώτες που ήρθαν να «καθαρίσουν», καλύπτονται, συνεργάζονται και είναι εύστοχοι. Ήταν στο Half-Life που για ίσως πρώτη φορά o παίκτης ένιωθε ότι πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός και τεχνικός για να γλυτώσει σε ένα FPS. Και τα κατάφερνε, καθώς το παιχνίδι δεν σε δυσκολεύει παραπάνω απ’ ότι πρέπει. Σε προκαλεί τόσο ώστε να ταυτιστείς με τον Freeman. Μπορεί να μην είναι υπερστρατιώτης, το αντίθετο μάλιστα, αλλά με λίγη προσπάθεια θα υπερβείς τις προκλήσεις και μάλιστα θα σώσεις και τον κόσμο. Η Valve έκανε έτσι το power fantasy των FPS να φαντάζει λίγο πιο απτό στον άνθρωπο που αποδρά μέσω της οθόνης.
Το Black Mesa είναι η διασκευή που μας επιτρέπει πλέον να βιώσουμε ευχάριστα ένα πρωτοπόρο παιχνίδι που λόγω της ηλικίας του θα ήταν αρκετά δυσπρόσιτο σήμερα. Πέρα από απαραίτητο, αυτό το remake είναι καλοδουλεμένο. Ολόκληρο το παιχνίδι στήθηκε εξαρχής στην source μηχανή, με ακόμα πιο σύγχρονα textures. Το αποτέλεσμα στα γραφικά και το μοντέλο φυσικής είναι αξιέπαινο. Εφάμιλλη βελτίωση υπάρχει και στον τομέα του ήχου όπου εφέ και διάλογοι είναι δουλεμένα από την αρχή με ένα συναρπαστικό νέο soundtrack από τον Joel Nielsen να ξεχωρίζει.
Ακόμα και αν τα survival horror ή τα FPS δεν είναι τα είδη που προτιμάτε, το Black Mesa αναζωογονεί ένα από τα σημαντικότερα παιχνίδια του προηγούμενου αιώνα και αξίζει την προσοχή μας. Με μεράκι και δουλειά οι δημιουργοί του κατάφεραν να μας παραδώσουν ένα αυτοδύναμο παιχνίδι που θα συναρπάσει τόσο τους αμύητους, όσο και τους νοσταλγούς του Half-Life.