Το παρόν άρθρο, με τίτλο Γνωστικά τεστ στη βρεφική ηλικία: Πρόβλεψη της νοημοσύνης, εστιάζει σε μια νέα μελέτη η οποία αποκαλύπτει ότι τα γνωστικά τεστ στη βρεφική ηλικία μπορούν να προβλέψουν σε μέτριο βαθμό τη νοημοσύνη τρεις δεκαετίες αργότερα.
Το να παρακολουθούμε ένα μωρό να μπαμπαλίζει (σ.τ.μ. μπα μπα μπα, ντα ντα ντα), να παίζει και να αλληλεπιδρά με άλλους μπορεί να μας δώσει χρήσιμες πληροφορίες για το πώς μπορεί να είναι η γνωστική του ικανότητα δεκαετίες αργότερα, σύμφωνα με μία νέα έρευνα του Πανεπιστημίου του Κολοράντο η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό PNAS.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν πάνω από 1,000 δίδυμα από την ηλικία των επτά μηνών και διαπίστωσε ότι η συμπεριφορά του βρέφους (ήδη από την ηλικία των 7 μηνών) μπορεί να βοηθήσει στην πρόβλεψη της απόδοσης στις γνωστικές μετρήσεις στην ηλικία των 30 ετών.
Μέχρι την ηλικία των 30 ετών, αυτές οι πρώιμες αξιολογήσεις αντιπροσώπευαν περίπου το 13% της διακύμανσης στις γνωστικές βαθμολογίες των ενηλίκων, με το περιβάλλον κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής να έχει αξιοσημείωτο αντίκτυπο.
Ενώ η γενετική εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο, η μελέτη υπογραμμίζει επίσης ότι το περιβάλλον ενός βρέφους παίζει σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση της δια βίου νόησης από ό,τι πίστευαν οι επιστήμονες.Θα μπορούσε ακόμη και να επηρεάσει τον κίνδυνο άνοιας αργότερα στη ζωή, ανάφεραν οι συγγραφείς.
«Τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν τις διαρκείς συνέπειες του περιβάλλοντος της πολύ πρώιμης παιδικής ηλικίας στη γνωστική ικανότητα και υποδηλώνουν ότι η πρώιμη ζωή είναι μια κρίσιμη αναπτυξιακή περίοδος στην οποία πρέπει να δίνουμε προσοχή», δήλωσε ο Επικεφαλής Συγγραφέας Daniel Gustavson, Επίκουρος Καθηγητής Έρευνας στο Ινστιτούτο Γενετικής Συμπεριφοράς.
Βασικά ευρήματα
Τα γνωστικά τεστ των βρεφών προέβλεψαν έως και 13% της γνωστικής απόδοσης στην ηλικία των 30 ετών.
Οι περιβαλλοντικές επιρροές πριν από την ηλικία του ενός έτους εξήγησαν το 10% της γνωστικής μεταβλητότητας των ενηλίκων.
Η προτίμηση για καινοτομία και ο προσανατολισμός στην εργασία στη βρεφική ηλικία ήταν βασικοί προγνωστικοί παράγοντες.
«Σίγουρα δεν θέλουμε να υπονοήσουμε ότι η γνωστική λειτουργία καθορίζεται με κάποιο τρόπο μέχρι την ηλικία των επτά μηνών», δήλωσε ο Gustavson.«Αλλά, η ιδέα ότι ένα πολύ απλό τεστ στη βρεφική ηλικία μπορεί να βοηθήσει στην πρόβλεψη των αποτελεσμάτων ενός πολύ περίπλοκου γνωστικού τεστ που λαμβάνεται 30 χρόνια αργότερα είναι συναρπαστική».
Τι μπορούν να μας διδάξουν τα δίδυμα
Παρόμοια με το «IQ», η γενική γνωστική ικανότητα είναι ένα ενιαίο, σύνθετο μέτρο της ικανότητας ενός ατόμου να μαθαίνει, να συλλογίζεται, να κατανοεί και να λύνει προβλήματα.
Προηγούμενη έρευνα έχει δείξει ότι μεγάλο μέρος της γενικής γνωστικής ικανότητας μας καθορίζεται από την παιδική ηλικία.
Δώστε σε ένα 8χρονο μια σειρά από τεστ για να προσδιορίσετε τη γενική γνωστική ικανότητα του και η βαθμολογία του θα φαίνεται αξιοσημείωτα παρόμοια στην ηλικία των 30 ετών.
Ήδη από την ηλικία των 7 μηνών, οι ερευνητές αξιολόγησαν επτά μετρήσεις της γνωστικής λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης της φωνητικής έκφρασης, της ικανότητας παραμονής στην εργασία και της «προτίμησης για καινοτόμα παιχνίδια» –αν τα βρέφη προτιμούσαν να παίζουν με καινούργια παιχνίδια έναντι αυτών με τα οποία ήταν εξοικειωμένα.
Δύο δοκιμασίες –η προτίμηση για καινοτομία και ο προσανατολισμός στην εργασία– ήταν οι ισχυρότεροι προγνωστικοί παράγοντες.
Φύση, ανατροφή, ή και τα δύο;
Για να διερευνηθεί ο ρόλος της γενετικής έναντι του περιβάλλοντος, η μελέτη συνέκρινε τις διαφορές στη βαθμολογία της γενικής γνωστικής ικανότητας μεταξύ των μονοζυγωτικών διδύμων τα οποία μοιράζονται το 100% των γονιδίων τους, και των διζυγωτικών διδύμων τα οποία μοιράζονται μόνο τα μισά από τα γονίδιά τους.
Γενικά, εάν υπάρχει μεγαλύτερη ομοιότητα μεταξύ των μονοζυγωτικών διδύμων από ό,τι μεταξύ των διζυγωτικών διδύμων, αυτό υποδηλώνει ότι τα γονίδια παίζουν ισχυρό ρόλο σε αυτό το χαρακτηριστικό.
Οι ερευνητές ανέλυσαν επίσης το DNA των διδύμων το οποίο συλλέχθηκε μέσω του αίματος ή του σάλιου τους. Όπως αναμενόταν, τα γονίδια έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην επίδραση της γενικής γνωστικής ικανότητας, με τις γενετικές επιρροές οι οποίες αξιολογήθηκαν μέχρι την ηλικία των 7 ετών να αντιπροσωπεύουν περίπου το ήμισυ της διακύμανσης στις βαθμολογίες στην ηλικία των 30 ετών.
Αλλά, το περιβάλλον είχε επίσης σημαντικό και διαρκή αντίκτυπο.
«Ένα από τα πιο συναρπαστικά ευρήματα ήταν ότι το 10% της μεταβλητότητας στην ενήλικη γνωστική ικανότητα εξηγήθηκε από περιβαλλοντικές επιρροές πριν από το πρώτο ή το δεύτερο έτος», δήλωσε ο Gustavson.
Όσο μεγαλύτερα γίνονταν τα παιδιά, τόσο περισσότερη επιρροή είχαν τα γονίδια και τόσο λιγότερη το περιβάλλον.
«Αυτό υποδηλώνει ότι ακόμη και το προσχολικό περιβάλλον έχει σημασία», δήλωσε ο Gustavson.
Η Reynolds, η οποία μελετά ασθένειες οι οποίες σχετίζονται με την ηλικία, όπως η νόσος Αλτσχάιμερ και η άνοια, λέει ότι τα ευρήματα θα μπορούσαν να έχουν επίδραση όχι μόνο για το πώς τα πάνε οι νέοι στο σχολείο ή πώς τα πηγαίνουν οι ενήλικες στην εργασία, αλλά και για το πόσο επιρρεπείς μπορεί να είναι στη γνωστική έκπτωση η οποία σχετίζεται με την ηλικία.
«Η γνωστική γήρανση είναι μια δια βίου διαδικασία, όχι απλώς κάτι που ξεκινά στη μέση της ζωής», είπε.«Θα μπορούσε ορισμένες παρεμβάσεις, όπως τα ισχυρά εκπαιδευτικά θεμέλια στην πρώιμη ζωή, να βοηθήσουν στη μεγιστοποίηση των ικανοτήτων των ανθρώπων και να τους βοηθήσουν να διατηρήσουν τους γνωστικούς πόρους για όσο το δυνατόν περισσότερο».
Το παρόν άρθρο, με τίτλο Γνωστικά τεστ στη βρεφική ηλικία: Πρόβλεψη της νοημοσύνης, αποτελεί μετάφραση και προσαρμογή του πρωτότυπου άρθρου το οποίο μπορεί να βρεθεί εδώ.
Advertising
Βιβλιογραφία
D.E. Gustavson, G.A. Borriello, M.A. Karhadkar, S.H. Rhee, R.P. Corley, S. Rhea, L.F. DiLalla, S.J. Wadsworth, N.P. Friedman, & C.A. Reynolds, Stability of general cognitive ability from infancy to adulthood: A combined twin and genomic investigation, Proc. Natl. Acad. Sci. U.S.A. 122 (21) e2426531122, https://doi.org/10.1073/pnas.2426531122 (2025).
Σπούδασα Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (2008) και ολοκλήρωσα μεταπτυχιακό πρόγραμμα ειδίκευσης στην Ανάπτυξη του Παιδιού στο Τμήμα Ψυχολογίας και Ανθρώπινης Ανάπτυξης του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (2012). Το 2014, ξεκίνησα διδακτορικές σπουδές στο Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου. Τον Δεκέμβριο του 2018, υπερασπίστηκα επιτυχώς τη διατριβή μου με τίτλο (στην ελληνική γλώσσα): Η διερεύνηση της οργάνωσης του λεξιλογίου σε παιδιά που μιλούν Ελληνικά με δυσκολίες στη γλώσσα και τον αλφαβητισμό. Η διδακτορική διατριβή μπορεί να βρεθεί εδώ: https://discovery-pp.ucl.ac.uk/id/eprint/10077333/