Τα ποιήματα για την επέτειο μνήμης του Πολυτεχνείου, που ακολουθούν με εξαίρεση το «Κίνδυνος στην πόλη» ,είναι από την ανθολογία του Ηλία Γκρη ‘Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοέμβρη στη λογοτεχνία’, εκδόσεις Μεταίχμιο.
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Το ποίημα «Φοβάμαι» του Μανώλη Αναγνωστάκη γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημ. Αυγή.
Μικρός τύμβος
(17 Νοεμβρίου 1973)
Δίχως τουφέκι και σπαθί, με το ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ’ αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
Από την ενότητα «Παραλειπόμενα», Β’ τόμος των Απάντων του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου εκδ.Τρία φύλλα, 1981.
ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
1050 Χιλιόκυκλοι
“Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!”
Αυτή η φωνή που τρέμει στον αέρα,
δεν σούστειλε ένα μήνυμα μητέρα,
αυτή η φωνή δεν ήτανε του γιού σου,
ήταν φωνές χιλιάδες του λαού σου.
“Εδώ Πολυτεχνείο ,εδώ Πολυτεχνείο!”
Μιλάει ένα κορίτσι κι ένα αγόρι,
εκπέμπουνε τραγούδι μοιρολόι,
χίλιες πενήντα αντένες η λαχτάρα,
σε στόματα μανάδων η κατάρα.
Και τα κορίτσια και τ’ αγόρια που μιλούσαν,
τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν μετρούσαν,
δοκίμαζαν τις λέξεις με αγωνία,
κι αλλάζανε ρυθμό στην ιστορία.
“Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!”
Γραμμένα μένουν τα ονόματα στο αρχείο,
δεν αναφέρονται οι νεκροί που είναι στο ψυγείο,
λένε πως είναι τέσσερις κι είναι εκατό οι μανάδες,
πρώτα σκοτώθηκε η φωνή και σώπασαν χιλιάδες.
Λευτέρης Πούλιος, Αθήνα
Τσιμέντο και σίδερο στον πνιγμένο αέρα
πανάρχαια γόησσα Αθήνα
γυαλίζει τ’ άσπρο σου στήθος απόψε
άσε με να σου το σφίξω μέχρι να πονέσεις
χύνοντας κόκκινο γάλα
καθώς θ’ ακούς το τραγούδι της συνουσίας
παράμερα στα δεντράκια δύο μαθητών
του γυμνασίου και το ρυθμό της καρδιάς μου
σ’ αυτό το βράδυ των μεθυσμένων συντριβανιών
του αμύγδαλου-κόσμου
……………………………………………………………………..
Ακου το ουρλιαχτό του περιπολικού και κοίτα
Αυτούς που οτυς βάζουν στο αυτοκίνητο και
Βιαστικά τους οδηγούν στο τμήμα .
Με προβολείς στο μάτι τους ρίχνουν κάτω
Τους ψάχνουν κι η μέση τους σπάει στο τραπέζι
Και τους αφήνουν με το στόμα πεταμένο
Στον ουρανό πάνω σ’ ένα κολοσιαίο
Κλάξον αυτοκινήτου πάνω στο δάπεδο του γραφείου
Τα παιδιά με τα γυαλιστερά εξαρτήματα
Ειδικευμένα στον τρόμο και τα μεγαλοπρεπή
Σειρήτια στα μάτια τους.
Κι αυτοί που
Έχουν δολοφονηθεί αδιαμαρτύρητα ή πετάχτηκαν
Απ’ την ταράτσα του κτιρίου μετά το πέρας
Των ανακρίσεων όπως γίνεται στο σινεμά
Κι αυτοί που αφανίστηκαν μες στη θάλασσα
Θέλοντας να το σκάσουν και οι καιροί
Αποθρασύνοντας τον ισχυρό
Σ’ αυτό τον κόσμο τον παράφρονα της φυλακής.
Κι αυτοί που πολτοποιήθηκαν απ’ τα τανκς
Μέσα στο Πολυτεχνείο ή έσκασαν απ’ τα
καπνογόνα κι αυτοί που σταυρώθηκαν
Στα διασταυρούμενα πυρά
Φωνάζοντας μέχρι τον άλλο κόσμο
«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»
Από τη συλλογή Γυμνός ομιλητής (Αθ. 1977).
Γιώργος Βαφόπουλος, Τα νέα σατιρικά γυμνάσματα
11
Τώρα όλα στην Ελλάδα έχουν αλλάξει.
Οι ξενοκίνητοι έλειψαν προδότες.
Τα παλιά ρούβλια εγίνηκαν στην πράξη
δολάρια, για τους γνήσιους πατριώτες.
Κι ας σχίζονται, μες στο Πολυτεχνείο,
οι αλήτες, δήθεν για Δημοκρατία,
ενώ συνωμοτούν στο καφενείο,
για να φέρουν μια νέα Λαοκρατία.
Της «Νέας Ελλήνων Τάξεως» παίδες ίτε,
με το στιλέτο πάντα γρηγορείτε.
33
Παιδιά του Μετσοβίου Πολυτεχνείου,
της λευτεριάς ανοίξατε τη στράτα.
Είστε ο Ιερός Λόχος του Δραγατσανίου,
που ’χε κι εκείνος τα δικά σας νιάτα.
Σας φέρνουν οι δειλοί άνθινα στεφάνια
και κροκοδείλια τώρα χύνουν δάκρυα
εκείνοι, που προσμέναν στην αφάνεια
«ευκαιρίες», ζαρωμένοι σε μιαν άκρια.
Των μεγάλων τα όπλα η υποκρισία.
Το δικό σας προνόμιον η θυσία.
Ο Γ. Βαφόπουλος δημοσίευσε Τα νέα σατιρικά γυμνάσματα το 1975 με το ψευδώνυμο Λουκίλιος Γιουβενάλης.
ΛΕΙΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΒΙΑ, Προς Αντιγόνην (Αποσπάσματα)
Φέτο δε θά ‘ρθει η άνοιξη, δε θ’ αφήσουμε
τους κούκους να τιτιβίσουν τα τραγούδια
των στασιαστών, τις μυγδαλιές να τους μυρώσουν,
όχι, τον ήλιο δε θα τον αφήσουμε
να ξεκαλοκαιριάσει, και τα τζιτζίκια
να τσιρίζουν ζει ζει ζει.
Ετούτος ο Νοέμβρης θα μείνει καρφωμένος
μέσα στο χρόνο, με τις ατέλειωτες του νύχτες,
με το βοριά στα στηλωμένα μάτια μας,
με τους τριγμούς κλαριών ή πατημάτων,
κρωγμούς ή συνθηματικές κραυγές συνωμοτών.
Δεν ξεγελιόμαστε απ’ τα τεχνάσματα σας.
Κάποιος ρίχνει κόκκινο χρώμα στα ποτάμια —
δεν έρευσε από φλέβες τόσο κόκκινο.
Κάποιος βάφει πορφυρένια τη θάλασσα
και τα σύννεφα στάζουν αίματα,αίματα,
πλημμυρίζουν οι δρόμοι.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ, Εδώ Πολυτεχνείο…
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
Πολυτεχνείο!Εδώ καλώ
βοήθεια, πρόφτασε,λαέ,
βοήθεια, πρόφτασε,λαέ,
σκοτώνουν τα παιδιά σου, οϊμέ!
Τα νιάτα που έστησαν εδώ
του Αγώνα τραγικόν χορό
και τραγουδούν τη Λευτεριά,
σου τα σκοτώνουν τα παιδιά.
Της βίας ο δούλος ο μωρός
δουλέμπορος, φονιάς μιαρός,
σκοτώνει, λαέ, τα τέκνα σου,
τ’ αγόρια, τα κορίτσια σου.
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
τα νιάτα σέρνουνε χορό.
Της Επιστήμης τα παιδιά
και τραγουδάν τη Λευτεριά.
Εδώ της νιότης ο άξιος νους,
που χτίζει θέατρα, ναούς,
σκεδιάζει ιδέες και μηχανές
και δένει το αύριο με το χτες,
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
μέσα στης τέχνης το ιερό
σκοτώνει η βία τα παιδιά
που τραγουδούν τη Λευτεριά.
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
γίνεται ανήκουστο κακό!
Της βίας ο δούλος ο μωρός
του Χάρου μαύρος έμπορος,
σφάζει τα τέκνα του λαού
. τη νιότη, την ελπίδα του,
το άνθος του αύριο, τον καρπό
της τέχνης και της γνώσης, ω!
Εδώ Πολυτεχνείου κραυγή
καλούν το Χρέος κι η Τιμή
Λαέ μας, βοήθα τα παιδιά.
Ο αγώνας για τη Λευτεριά.
Από τον τόμο Αντιφασιστικά 67-74 (Γραμμή 1984).
Γιάννης Κοντός, Κίνδυνος στην πόλη
Απόψε δεν γράφονται ποιήματα.
Κίνδυνος στην πόλη
Ο τρελός ξέφυγε μ’ ένα όπλο
και ρίχνει στο ψαχνό.
Όλα τον δείχνουν – αλλά
κανείς δεν βλέπει.
Τρέχω – τρέχουμε.
Σκοντάφτω στον εαυτό μου.
Ο ποιητής παριστάνει
το οπωροφόρο δέντρο για να
γλιτώσει τον ξυλοκόπο.
ΚΟΡΑΛΙΑ ΘΕΟΤΟΚΑ, Αντί στεφάνου
Ποια απάντηση, ποιος χτύπος στο κοιμισμένο στήθος σου αγόρι
γαζωμένο από τις σύγχρονες μηχανές σε σχήμα χελιδονιού
άγγελε με χλωρή γενειάδα κάτω από τις ερπύστριες
συνείδηση βαμμένη στον τοίχο και στις πέτρες
σώπασες τ’ όνομά σου μες στη βοή της λάσπης
περιστέρι μπροστά στα ηλεκτροφόρα σύρματα
με το σύνθημα της δικαιοσύνης στο χώμα.
Με το τραγούδι χαιρετίζω όσους μοχθούν
για τη ζωή, όχι στο χαμό της
για την τροφή, όχι τη στέρηση της
για τη γνώση, με τη γνώση
ενάντια στις αριθμομηχανές των κρεάτων
ενάντια στον οργασμό της κατανάλωσης
ενάντια στις τρομερές λυχνίες της δισχιλιετηρίδας.
Θα ‘ρθει ένας κόσμος χλόης αγόρι
και θα δουλεύουμε στη μοιρασιά των λουλουδιών.
Από την ενότητα «Κατάλοιπα ποιήματα» στον τόμο Τα κείμενα της- Τα κείμενα για το έργο της, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1977.
Γιάννης Ρίτσος, Το σώμα και το αίμα (Ακόμα μια δοκιμή για ένα ποίημα του Πολυτεχνείου)
ΙΙ
Ο ένας γράφει συνθήματα στους τοίχους ο άλλος
φωνάζει συνθήματα πάνω απ’ τους δρόμους ο τρίτος
φοράει το παράθυρο τραγουδάει ανοιχτός Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη
τους τραυματίες τους κουβάλησαν στη βιβλιοθήκη
η μια παλάμη αμπελόφυλλου στο χτυπημένο γόνατο
αγάλματα λυπημένα μες στους καπνούς -πού τον ξεχάσατε τον
έρωτα
σπουδαστές οικοδόμοι κατάρες πλακάτ ζητωκραυγές σημαίες
έρωτας είναι τ’ όνειρο έρωτας είναι ο κόσμος
χαμηλωμένο κούτελο του ταύρου έρχονται κι άλλοι κι άλλοι
μικρά μεγάλα σκολιαρόπαιδα με μια φούχτα στραγάλια με τσάντες
δυο κόκκινα πουλιά σταυρωτά ζωγραφισμένα στα τετράδιά τους
οι νεόνυμφοι βγήκαν απ’ το φωτογραφείο δένουν τις άσπρες ταινίες
στο κιγκλίδωμα
τυφλοί λαχειοπώλες μια όρθια κιθάρα λαμπιόνια φαρμακείων
νυχτώνει η πολιτεία ηλεκτρικοί αριθμοί κλεισμένα θέατρα
κλεισμένα τα μικρά τεφτέρια τα υπόγεια ποιήματα τα τρύπια λουλούδια
η μυστική γεωγραφία ανεβαίνει βουβή πάνω απ’ τη νύχτα απ’ το
απόρθητο βάθος
απόψε είναι ο καιρός για όλα λέει
απόψε είναι η συνέχεια όλων λέει
αύριο για όλο τον άνθρωπο για όλο το μέλλον
έτσι είπε πάνω στη στέγη
κράταγε ένα μεγάλο αόρατο τιμόνι κι έστριβε την πολιτεία
κάτω απ την άσφαλτο ακουγόταν ο θόρυβος του κόσμου
ένα μαύρο σκυλί ένα καλάθι ένας μικρός καθρέφτης
δυο τεράστια παπούτσια του πικρού γελωτοποιού και το
σπασμένο ποτήρι
κι η μυρωδιά απ’ τη φουφού του καστανά μεγάλη σαν καράβι.
Από τη σύνθεση Το σώμα και το αίμα (Κέδρος, 1977).