
Στις 3 Φεβρουαρίου 1830 με εγγυήτριες τις τρεις μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, υπεγράφη το πρωτόκολλο της ελληνικής ανεξαρτησίας ή πρωτόκολλο του Λονδίνου. Με αυτό δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία το ελληνικό κράτος, διάδοχος ή απόγονος της βυζαντινής αυτοκρατορίας, των ελληνιστικών βασιλείων, της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των ελληνικών πόλεων-κρατών των αρχαίων χρόνων. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες κέρδισαν τη γη της επαγγελίας τους και ένιωσαν πραγματικά ελεύθεροι να διαμορφώσουν τη ζωή τους με τον δικό τους αυτή τη φορά τρόπο και με τα δικά τους ιδανικά, αλλά και να εκφράσουν χωρίς βία την πίστη τους στον τριαδικό Θεό στον οποίο αφιέρωσαν και την απόλυτη νίκη τους. Η ελευθερία, η χριστιανική ορθοδοξία και η ελληνικότητα έγιναν μία απτή πραγματικότητα και ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για τα υπόλοιπα υποδουλωμένα έθνη.
Ωστόσο, δεν έλειψαν, μέσα σε αυτόν τον απόηχο, και οι εκπλήξεις που επιφύλαξαν τα ίδια τα σημεία των καιρών. Μολονότι οι Έλληνες σε όλες τις εθνοσυνελεύσεις, που είχαν λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, είχαν διαμορφώσει με τις αποφάσεις τους δημοκρατικά πολιτεύματα και οραματίζονταν μία δημοκρατική Ελλάδα, με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους οι μεγάλες δυνάμεις επέλεξαν ένα άκρως αντίθετο πολίτευμα, την απόλυτη μοναρχία. Με την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου το πολίτευμα διαφοροποιήθηκε ελάχιστα, αποκτώντας συνταγματικό χαρακτήρα, και από απόλυτη μοναρχία μετατράπηκε, με το Σύνταγμα του 1844, σε συνταγματική μοναρχία. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1864, το ελληνικό κράτος, με καθυστέρηση τριάντα χρόνων, υποδέχεται μαζί με τη νέα βασιλική δυναστεία και τη δημοκρατία και με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα αποκτά πλέον ως πολίτευμα τη βασιλευομένη δημοκρατία. Στη διάρκεια αυτού του πολιτεύματος, που είναι και το μακροβιότερο στην ελληνική πολιτική ιστορία, υπήρξαν πολλές σύντομης διάρκειας κρίσιμες περίοδοι, στις οποίες το πολίτευμα είτε άλλαξε ριζικά μορφή, είτε στην ουσία καταργήθηκε για να αναπτυχθούν ολοκληρωτικά καθεστώτα. Επομένως, μπορεί να λειτούργησε τυπικά για 110 χρόνια αλλά με πολλές διακοπές ενδιάμεσα και με έντονες πολιτικές κρίσεις (αβασίλευτη δημοκρατία, βραχύβια δικτατορία Θεόδωρου Πάγκαλου, δικτατορία Μεταξά, επτάχρονη δικτατορία συνταγματαρχών). Τελικά, το 1974 οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, με το ιστορικό δημοψήφισμα, αποφάσισαν να αλλάξει η μορφή του δημοκρατικού πολιτεύματος και από βασιλευομένη να γίνει προεδρευομένη κοινοβουλευτική. Το ελληνικό κράτος εγκαταλείπει τη βασιλεία και υποδέχεται έναν νέο θεσμό.
Το πρώτο πολίτευμα: Η απόλυτη μοναρχία 1832-1844
Το 1832 με τη συνθήκη του Λονδίνου οι τρεις μεγάλες δυνάμεις επέλεξαν ως βασιλέα της Ελλάδος τον 17χρονο Βαυαρό πρίγκιπα Όθωνα Α’. Μαζί με τον βασιλιά, όρισαν και το πολίτευμα του νεοσύστατου κράτους και αποφάσισαν να είναι η απόλυτος μοναρχία. Στο εν λόγω πολίτευμα, όλες οι εξουσίες συγκεντρώνονταν στο πρόσωπο του μονάρχη ο οποίος τις ασκούσε με έναν απόλυτο και ανέλεγκτο τρόπο. Αυτό γινόταν φανερό και από την παντελή απουσία του συντάγματος, το οποίο θα εγγυόταν τις θεμελιώδεις ελευθερίες των Ελλήνων και θα καθόριζε με δεσμευτικό τρόπο τις αρμοδιότητες του βασιλιά και των υπόλοιπων αρχόντων. Αξιοσημείωτο από την περίοδο αυτή είναι ακόμα ότι τα δύο πρώτα χρόνια (1833-1835) η εξουσία ασκούνταν από μία τριμελή αντιβασιλεία λόγω του ότι ο νεαρός Όθωνας ήταν ανήλικος και δεν μπορούσε να αναλάβει μόνος του αυτό το έργο. Με την ενηλικίωση του έως και το φθινόπωρο του 1843 ο Όθωνας έθεσε την κυριαρχία του σε γερές βάσεις αψηφώντας τα δημοκρατικά αισθήματα των Ελλήνων. Αυτά, όμως, έως το βράδυ της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Τη νύχτα εκείνη οι Έλληνες με επανάσταση μπροστά στα ανάκτορα (σημερινή Βουλή) ζητούν από τον βασιλιά τους ένα καθοριστικό για την μετέπειτα πολιτική ζωή στο ελληνικό κράτος αίτημα και αυτό θα μπορούσε να ήταν μόνο ένα, ΣΥΝΤΑΓΜΑ.

Το δεύτερο πολίτευμα: Η συνταγματική μοναρχία 1844-1864
Με την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 το ελληνικό κράτος αποκτά για πρώτη φορά στην ιστορία του Σύνταγμα, το θεμελιώδες για κάθε πολιτεία κείμενο. Για τον σκοπό αυτό συγκροτήθηκε συντακτική εθνοσυνέλευση η οποία ήταν επιφορτισμένη με το έργο της ψήφισης των διατάξεων του θεμελιώδους νόμου σε συνεργασία με τον βασιλιά Όθωνα. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το επόμενο έτος (το 1844) και ορίστηκε ως πολίτευμα η συνταγματική μοναρχία. Σύμφωνα με το εν λόγω Σύνταγμα, τη νομοθετική εξουσία αναλάμβανε: 1) η βουλή (την οποία θα αναδείκνυαν οι έχοντες πολιτικό δικαίωμα, δηλαδή μόνο οι άρρενες-καθολική ψηφοφορία εκτός, όμως, εξαιρέσεων), 2) η γερουσία (τα μέλη της οποίας διόριζε ισοβίως ο βασιλιάς) και 3) ο βασιλιάς (που κύρωνε όλους τους νόμους). Η εκτελεστική εξουσία ανήκε στον βασιλιά και τους διορισμένους από τον ίδιο υπουργούς. Ο βασιλιάς, επίσης, διόριζε και έπαυε από τα καθήκοντά τους και τους δικαστικούς λειτουργούς. Συνεπώς, στο Σύνταγμα του 1844 κεφαλή όλων των εξουσιών ήταν μόνο ο βασιλιάς και η συμμετοχή του λαού ήταν αισθητά περιορισμένη, μόνο στην ανάδειξη της βουλής.

Το τρίτο πολίτευμα: Η βασιλευομένη δημοκρατία 1864-1974
Τη διετία 1862-1864 συνέβησαν κομβικές αλλαγές στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας. Το 1862, ύστερα από έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια, ο βασιλιάς Όθωνας κηρύχθηκε έκπτωτος και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Το 1863 οι μεγάλες δυνάμεις (για ακόμα μία φορά) επέλεξαν τον νέο βασιλιά των Ελλήνων (όχι της Ελλάδος, όπως ο Όθωνας), τον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο Γκλίκσμπουργκ που έλαβε το όνομα Γεώργιος Α’. Ειρήσθω εν παρόδω, ο Γεώργιος είναι ο μακροβιότερος βασιλιάς στο ελληνικό κράτος, αφού ανέλαβε τον θρόνο το 1863 και δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1913 (ακριβώς 50 χρόνια). Παράλληλα, από το φθινόπωρο του 1862 οι Έλληνες, μετά και την απομάκρυνση του Όθωνα, συγκάλεσαν δεύτερη εθνοσυνέλευση με σκοπό την ψήφιση νέου συντάγματος και την αλλαγή του πολιτεύματος από μοναρχικό σε δημοκρατικό. Η σύνταξη του κειμένου ολοκληρώθηκε το 1864 και άλλαξε ριζικά όλο το πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, αφού ήταν η πρώτη φορά που οι Έλληνες απέκτησαν δημοκρατικό πολίτευμα, πιο συγκεκριμένα το πολίτευμα της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Με το Σύνταγμα του 1864 (το δεύτερο κατά σειρά σύνταγμα της Ελλάδος), το οποίο βασιζόταν στη δημοκρατική αρχή, η νομοθετική εξουσία ανήκε στη βουλή (αναδεικνυόταν από όλον τον άρρενα πληθυσμό άνω των 21 ετών-καθολική ψηφοφορία χωρίς εξαιρέσεις) και στον βασιλιά. Η γερουσία του συντάγματος του 1844 ως θεσμός αντιδημοκρατικός καταργήθηκε. Η εκτελεστική εξουσία ανήκε στον βασιλιά και τους διορισμένους πάλι από τον ίδιο υπουργούς λόγω κενού στο κείμενου του συντάγματος. Η πρακτική αυτή δημιουργούσε εύλογα ερωτήματα στο κατά πόσο γίνεται σεβαστή η απόφαση του ελληνικού λαού και δημιουργούσε δημοκρατικό έλλειμμα. Το πρόβλημα αυτό αντιμετώπισε με επιτυχία ο Χαρίλαος Τρικούπης με την εφαρμογή το 1975 της αρχή της δεδηλωμένης. Η δικαστική εξουσία για πρώτη φορά κηρύχθηκε ανεξάρτητη. Τέλος, άξιο λόγου είναι ότι μέσα σε όλη αυτή την περίοδο, ψηφίστηκαν άλλα επτά συντάγματα με τα οποία είτε άλλαξε η μορφή, είτε έγινε αναθεώρηση στο σύνταγμα του 1864, είτε, εν τέλει, καθιερώθηκε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Ειδικότερα:
- Σύνταγμα του 1911, αναθεώρηση του συντάγματος του 1864
- Σύνταγμα του 1924-26, καθιέρωση της αβασίλευτης δημοκρατίας (αλλαγή μορφής, δεν ίσχυσε όμως)
- Σύνταγμα του 1927, καθιέρωση της αβασίλευτης δημοκρατίας (αλλαγή μορφής, ίσχυσε)
- Σύνταγμα του 1935, επαναφορά του συντάγματος του 1864 και της βασιλευόμενης δημοκρατίας
- Σύνταγμα του 1952, αναθεώρηση του συντάγματος 1864, ψήφος στις γυναίκες
- Σύνταγμα του 1968 & 1973, επιβολή της επτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών (ολοκληρωτικό καθεστώς)

Το τέταρτο πολίτευμα: Η προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία 1974 έως σήμερα
Το 1974 η Ελλάδα βγήκε βαθιά ρημαγμένη από την επτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών. Αυτό που χρειαζόταν στην πραγματικότητα ήταν μία ριζική αλλαγή στο πολιτειακό καθεστώς. Την ίδια χρονιά προκηρύχθηκε δημοψήφισμα υπέρ ή κατά της βασιλείας. Το 69,2% των Ελλήνων και των Ελληνίδων αποφάσισαν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Το επόμενο έτος, το 1975, ψηφίστηκε το ισχύον σύνταγμα το οποίο όριζε και ορίζει ως πολίτευμα της Ελλάδος την προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η βασιλεία καταργήθηκε και επίσημα και έμεινε μία ανάμνηση στη συνείδηση του λαού. Η διαφορά με το προηγούμενο καθεστώς είναι ότι στη θέση του βασιλιά υπάρχει Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας εκλέχθηκε ο Μιχαήλ Στασινόπουλος. Από το 1975 έως σήμερα έγιναν τέσσερις συνολικά αναθεωρήσεις, το 1986, το 2001, το 2008 και η τελευταία το 2019. Σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα, η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη βουλή (αναδεικνύεται από τους Έλληνες και Ελληνίδες άνω των 17 ετών-οι γυναίκες έλαβαν δικαίωμα ψήφου στο ελληνικό κράτος με το Σύνταγμα του 1952) και τυπικά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η εκτελεστική από την εκλεγμένη κυβέρνηση βάσει της αρχής της δεδηλωμένης και τυπικά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Τέλος, η δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη και οι αποφάσεις λαμβάνονται στο όνομα του ελληνικού λαού.

Βιβλιογραφία
Χρυσόγονος, Κ. (2014). Συνταγματικό Δίκαιο. Εκδόσεις Σάκουλλας: Αθήνα-Θεσσαλονίκη.
Εκδοτική Αθηνών. (2000). Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών: Αθήνα.