Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, οι διάφορες εθνικές ομάδες που κατοικούσαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας άρχισαν σταδιακά και χρόνο με τον χρόνο να χάνουν τη γλώσσα τους και να μιλάνε τη γλώσσα που είχε το υψηλότερο κύρος στον χώρο αυτό, την τουρκική. Η μητρική γλώσσα διατηρήθηκε μόνο σε λίγες περιοχές. Η γλωσσική αυτή πολιτική διατηρήθηκε έως τα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα. Μετά το 1922, πολλοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και η κατάσταση αυτή της γλωσσικής αφομοίωσης σταμάτησε. Πολλές ποικιλίες ελληνικών ομιλούνταν τότε εντός της Μικράς Ασίας, μεταξύ αυτών και τα ελληνικά της Καππαδοκίας.
Τρεις ήταν οι ελληνόφωνοι θύλακες στη Μικρά Ασία. Μία ομάδα χωριών της Καππαδοκίας μιλούσε ελληνικά (εκ των οποίων είναι τα χωριά Ανακού, Αραβανί, Αξός, Αραβισός, Μαλακοπή κλπ), η ομάδα ελληνόφωνων επίσης χωριών γύρω από τα Φάρασα που από μόνα τους ήταν σημαντικό κέντρο ελληνισμού στην περιοχή και το χωριό Σίλλη στην περιοχή της Λυκαονίας, σε έναν γεωγραφικό άξονα βορειοδυτικά του Ικονίου. Η γλώσσα επικοινωνίας που χρησιμοποιούταν σε αυτές τις περιοχές – παρά τις επιμέρους διαφορές – ήταν η λεγόμενη διάλεκτος της Καππαδοκίας. Σε μεγάλο βαθμό, είναι ακατανόητη από μη φυσικούς ομιλητές οπότε και γι’ αυτό προτιμάται ο όρος διάλεκτος και όχι γλωσσικό ιδίωμα. Η διάλεκτος αυτή της ελληνικής, έχει δεχτεί τόσο μεγάλες επιδράσεις από την τουρκική – τη γλώσσα που την περιέβαλε – έτσι ώστε σημαντικοί διαλεκτολόγοι και ερευνητές να θεωρούν πως πρόκειται για τουρκικά με ελληνικό στόμα, ή ελληνικά με τουρκική μιλιά.
Το επιμέρους γλωσσικό ιδίωμα των Φαράσων είναι αυτό με τις λιγότερες επιρροές από την γλώσσα των Τούρκων, ενώ η πρώτη ομάδα των χωριών της καππαδοκικής ενδοχώρας είναι αυτή που πλησιάζει στο άκουσμα την τουρκική. Το ιδίωμα της Σίλλης καταλαμβάνει μία ενδιάμεση θέση. Η επίδραση της τουρκικής είναι σχετικά εύκολο να ανιχνευτεί, γιατί η τουρκική ως σύστημα είναι ριζικά διαφορετική από την ελληνική. Οι κοινότητες που μιλούσαν αυτή τη διαλεκτική ποικιλία προέρχονται από ελληνόφωνες κοινότητες του Βυζαντίου που κατοικούσαν στην Καππαδοκία πολύ πριν την έλευση τουρκικών φύλων. Η ελληνική ήταν η γλώσσα που ακουγόταν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Μικράς Ασίας έως και τον 12ο αιώνα.
Η φωνολογία των γλωσσικών ιδιωμάτων που συναπαρτίζουν την καππαδοκική είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Για παράδειγμα, υπάρχουν οι φθόγγοι [ι] [ö] και [ü] προφανώς φωνολογικά δάνεια από την τουρκική, που στο ΔΦΑ αναπαριστώνται ως [ɯ], [œ] και [y] αντίστοιχα. Τα άτονα [e] και [o] προφέρονται ως [i] και [u], π.χ. έρχομαι στη Σίλλη λέγεται έρχουμι [‘erxome] – [‘erxumi], άλογο λέγεται άλουγου στη Μαλακοπή [‘aloγo] – [‘aluγu]. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι καθολικό, μιας και σε κάποια χωριά δεν εμφανίζεται συχνά, π.χ. στην περιοχή των Φαράσων. Οι φθόγγοι [i] και [u] όταν δεν τονίζονται και είναι σε ληκτική θέση συχνά αποβάλλονται, π.χ το σπίτ’ – το σπίτι, αλλά το σπίτι μ’, γένσε (γέννησε) αλλά υποτ. γενήση στα Φάρασα. Το [ο] διατηρεί την αρχαϊκή προφορά του, έτσι έχουμε τραγώδιν αντί για τραγούδι, κωδώνι αντί για κουδούνι. Αρχαϊκή προφορά εμφανίζει και το η που προφέρεται ως [e], π.χ. χελυκόν “θηλυκό”.
Αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των ελληνικών της Καππαδοκίας είναι η φωνηεντική αρμονία, ένα φωνολογικό φαινόμενο που δεν απαντά στην κοινή νεοελληνική ούτε στις διαλέκτους του ελλαδικού χώρου. Πρόκειται για ξεκάθαρη επίδραση της τουρκικής (μιας γλώσσας που χαρακτηρίζεται από φωνηεντική αρμονία). Το φαινόμενο εμφανίζεται με πολλές εκδοχές ανάλογα το χωριό και το ιδίωμα. Για να πούμε ότι μία γλώσσα έχει φωνηεντική αρμονία, θα πρέπει όλα τα φωνήεντα μιας λέξης να συμμορφώνονται με βάση το ριζικό φωνήεν. Στην τουρκική για παράδειγμα η κατάληξη του πληθυντικού για τα ουσιαστικά είναι -ler, όμως ενδέχεται να αλλάζει ανάλογα το αρχικό φωνήεν, π.χ. kedi (γάτα) – kediler (γάτες) αλλά dakika (λεπτό) – dakikalar (λεπτά).
Αναλόγως και στην καππαδοκική διάλεκτο της ελληνικής, ενδέχεται να εμφανίζεται φωνηεντική αρμονία, όμως μόνο σε λέξεις – δάνεια από την τουρκική, π.χ. dίζω μετά από i ή e (καππ. ιστεντίζω ‘< τουρκ. istemek), -də́ζω, μετά από a ή ə (ανλαdə́ζω ‘καταλαβαίνω’ < τουρκ. anlamaq), -dούζω μετά από o ή u (οτουρdούζω ‘κάθομαι'< τουρκ. oturmaq), –düζω μετά από ö ή ü (düσ̌ündǘζω ‘σκέφτομαι’ < τουρκ. düşünmek). Το αρχαίο άτονο η [ε:] διατήρησε την προφορά του ως [e], στην Καππαδοκία και στα Φάρασα (φαινόμενο και της ποντιακής), π.χ. ψελό (ψηλός), χελικό (θηλυκός). Όσον αφορά τα σύμφωνα, απαντάνε οι φατνοουρανικοί φθόγγοι [ʃ], [ʒ], [tʃ] και [ʤ]. Συχνά, το [c] τρέπεται σε [tʃ] πριν από [i] και [e], π.χ. [tʃeri] – [ceri] κερί (τσιτακισμός). Στα χωριά της Καππαδοκίας το σφ, με μετάθεση τρέπεται σε φσ κι έπειτα και τα δύο τρέπονται σε φ και σ αντίστοιχα (π.χ. έφσαξα < έσφαξα, φάγνω < σφάζω).
Σε μορφολογικό επίπεδο, η τουρκική έχει πάλι ισχυρή παρουσία. Η καππαδοκική κάνει διάκριση ανάμεσα σε έμψυχο και άψυχο αντικείμενο και ανάλογα διαμορφώνει την κλίση των ουσιαστικών, φαινόμενο άγνωστο στην κοινή νεοελληνική. Για παράδειγμα, ονομ. λύκος, αιτ. λύκο/ λύκος, γεν. λυκιού. Υπάρχει απώλεια του γραμματικού γένους (σχεδόν απόλυτα στην Καππαδοκία, στοιχειωδώς στη Σίλλη), π.χ. το ναίκα (η γυναίκα). Γίνεται πολύ περιορισμένη χρήση του οριστικού άρθρου (περισσότερο συμβαίνει αυτό στη Σίλλη και στην κοιλάδα της Καππαδοκίας -στην τελευταία περίπτωση δεν χρησιμοποιείται καθόλου στη γενική). Στην παθητική φωνή, τόσο στα καππαδοκικά χωριά όσο και στα Φάρασα, παρατηρούνται καταλήξεις σε -ούμαι, αντί του –ώνουμαι (σκουμαι-σηκώνουμαι), κάτι που θυμίζει τα ποντιακά. Σε γενικές γραμμές η μορφολογία του ονόματος χαρακτηρίζεται από γενικευμένη συγκολλητική κλίση, η οποία επεκτείνεται από τα άψυχα στα έμψυχα, π.χ. ναίκα, γεν. ναίκα–ι̯ού, πληθ. ναίκεσ-ι̯ου.
Όσον αφορά τη σύνταξη, το εντελώς διαφορετικό μοντέλο που ακολουθεί η τουρκική έχει αποτυπωθεί και στη διάλεκτο των Ελλήνων της Καππαδοκίας. Τουρκικοί ιδιωματισμοί και εκφράσεις έχουν μεταφραστεί ατόφιοι στα ελληνικά, π.χ. “το έκανε ο ίδιος” στην καππαδοκική έλεγαν “το έκανε με το χέρι του”. Ως προς τη σειρά των όρων, πάλι προτιμάται το μοντέλο της τουρκικής. Έτσι ο προσδιορισμός συνήθως προηγείται της προσδιοριζόμενης λέξης. Όταν έχουμε γενική ως ετερόπτωτο προσδιορισμό, αυτό είναι πολύ ορατό, π.χ. κουγιουμτζή εναίκας οντά “το δωμάτιο της γυναίκας του χρυσοχόου”. Τα ρήματα των προτάσεων πολύ συχνά μετακινούνται στο τέλος ακολουθώντας τη σειρά Υ – Α – Ρ της τουρκικής, λ.χ. ιτσά dα τσίνες ‘ατί ντöγüστούν εγίπ; «αυτά τα πουλιά γιατί μαλώνουν άραγε;».
Η χρόνια απομόνωση της διαλέκτου από την κοινή νεοελληνική ή άλλα διαλεκτικά ιδιώματα συνετέλεσε στην επιβίωση πολλών αρχαϊσμών που δεν συναντώνται σε κανένα άλλο λεξιλόγιο ελληνικής διαλέκτου. Εύλογη είναι η επίδραση της τουρκικής και σε αυτό τον τομέα κυρίως στα χωριά της Καππαδοκίας π.χ. σουτσούκια “λουκάνικα”, κεπέκι “πίτουρο”, ιλάτζι “φάρμακο”. Στο ιδίωμα των Φαράσων έχουν περάσει και κάποιες αρμένικες λέξεις, λιγότερες στο ιδίωμα της Καππαδοκίας. Ελάχιστες ιταλικές λέξεις είναι δυνατό να εντοπιστούν, π.χ. βέργα, λίρα. Να σημειωθεί, τέλος, η ύπαρξη κάποιων λέξεων από τη λατινική (ενδεικτικά, βίλγα “βίγλα”, κάμbους “κάμπος” στη Σίλλη, κάλαντα, κάστρο στην Καππαδοκία, σκαλί, σογλί ‘σουβλί’ στα Φάρασα και σπίτι, κούπα, στράτα και στα τρία ιδιώματα).
Γενικά πάντως, στην καππαδοκική διάλεκτο εμφανίζεται και πλήθος λέξεων που είτε ταυτίζονται ως προς τη μορφή με αρχαίες ελληνικές είτε τις προσεγγίζουν με προσαρμογή βέβαια στις ιδιαιτερότητες (φωνολογικές ή μορφολογικές) της διαλέκτου (ενδεικτικά, κατά τη μορφή μοχλίον, ιμάτι (ιμάτιον), φτάλμι (οφθάλμιον), αλλά και πλήθος λέξεων που ενέχουν τη σημασία που είχαν και στην αρχαία ελληνική οι ίδιες ή οι αντίστοιχες λέξεις της αρχαίας τις οποίες προσεγγίζουν μορφολογικά, π.χ. λιπαρός (< λιπαρός “παχύς”).
Εύλογα μπορούμε να συνάγουμε πως τα ελληνικά της Καππαδοκίας πλέον δεν μιλιούνται και έχουν εντελώς εξαφανιστεί. Οι τελευταίοι ομιλητές τους, πρόσφυγες με τη Μικρασιατική Καταστροφή, πλέον δε βρίσκονται στη ζωή. Η καππαδοκική παραμένει πλέον μόνο ως κειμήλιο από γραπτά κείμενα (καταγραφές προφορικού υλικού που έγιναν κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα). Ωστόσο, είναι ανοιχτή πάντοτε προς όλο και πιο εμβριθή ανάλυση, τόσο διαχρονικά (ως προς την εξέλιξή της μέσα στον χρόνο) όσο και συγχρονικά.
Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί μια πολύ πρόσφατη «ανακάλυψη» των M. Janse και Δ. Παπαζαχαρίου, οι οποίοι εντόπισαν Καππαδόκες στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα, που μιλούν ακόμη τη διάλεκτο. Ανάμεσά τους υπάρχουν μεσήλικες τρίτης γενιάς που έχουν πολύ θετική στάση απέναντι στη γλώσσα τους, σε σχέση με τους γονείς και τους παππούδες τους που απέφευγαν να τη μιλούν. Ήδη βρίσκεται σε στάδιο προετοιμασίας σχετική έρευνα με στόχο μεταξύ άλλων τη σύνταξη νέας γραμματικής, λεξικού και σώματος διαλεκτικών κειμένων.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν γι’ αυτό το άρθρο:
Καππαδοκική και άλλες διάλεκτοι της Μ. Ασίας: αντλήθηκε από greek-language.gr
Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής. 2η έκδ. Αθήνα.
Dawkins, R.M. 1916. Modern Greek in Asia Minor. Cambridge: Cambridge University Press.
Εγκυκλοπαίδεια Larousse.Τόμος Ελλάς, Λήμμα «Η ελληνική γλώσσα».
Ανδριώτης, Ν. 1995. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας (τέσσερις μελέτες). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].