
Η ανθρωπότητα περιερχόμενη σε μία θέση μάρτυρα είτε άλλοτε και ως δέκτη μίας θανατοπολιτικής πραγματικότητας (Giorgio Agamben) όπως συλλαμβάνεται με τις γενοκτονίες που συντελούνται αυτή τη στιγμή στα πολλαπλά μέτωπα κατά πρώτο λόγο της Παλαιστίνης, έπειτα απέναντι στον εξεγερμένο κουρδικό πληθυσμό, υπάγεται στην κυβερνητική μηχανική της έννοιας της βιοπολιτικής όπως αναλύθηκε και εισήχθηκε απο τον γάλλο θεωρητικό Μισέλ Φουκό. Πρόκειται για μία πολυεπίπεδη και πολυσύνθετη έννοια που προέκυψε ως συνάρθρωση των εννοιών της βιολογίας και της πολιτικής, εννοώντας τις στρατηγικές διαχείρισης της ζωής και του θανάτου, η οποία διερευνά πρισματικά και παραγοντικά τις εμβέλειες και του πεδίου δυνάμεων της διακυβερνησιμότητας και του ελέγχου.
Είναι γεγονός ότι ο όρος της βιοπολιτικής ευρίσκεται σε επάλληλη σχέση με την βιοεξουσία όπως αναλύθηκε διεξοδικά από το πολυδιάστατο έργο του στοχαστή και φιλοσόφου Μισέλ Φουκώ. Αρχικά, η βιοπολιτική δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την βιολογία και την διαίρεσή της σε μοριακή και πληθυσμιακή, την πολιτική και ιδίως την μικροπολιτική και τη μακροπολιτική κλίμακα, και γενικότερα τις επιστήμες της ζωής, όπως την ιατρική και την κβαντική μηχανική. Εξάλλου τις έννοιες τις βιοπολιτικής και βιοεξουσίας, δεν τις επινόησε ο ίδιος ο Φουκώ, αλλά τις δανείστηκε από τα έργα των Κανγκιλέμ, (Κανονικό και Παθολογικό), Ζακομπ και του επιστημολόγου Μπασελάρ ο οποίος συλλαμβάνει την μετάβαση από την μηχανιστική ορθολογική οντολογία σε μία πιο σχετικιστική σχεσιακή διάσταση του όντος. Μάλιστα, ο ίδιος ο Φουκώ ειχε ήδη αναλύσει την μεταβλητή δομή βάσει της οποίας παράγεται η εξουσία, στο έργο του Μικροφυσική της εξουσίας ως μεταβλητό πεδίο δυνάμεων και ως σχεσιακή ορίζουσα, επηρεασμένος από τα προτάγματα της κβαντικής μικροφυσικής. Στην προσπάθεια του να διατυπώσει έναν μεστό προσδιορισμό της εξουσίας, προσπερνά τον ερμηνευτικο ορίζοντα του Μπασελάρ και την αντιλαμβάνεται ως μία μεταβαλλόμενη μοριακή και πληθυσμιακή διεργασία αυτο-οργάνωσης της κοινωνικής ζωής και επιτήρησης/εξαφάνισης των παρεκκλίσεων από αυτή την διάταξη.
Επομένως, η μηχανική βάσει της οποίας οργανώνεται και μεταβάλλεται η βιοπολιτική μεταβλητή, είναι ο ζωντανός έλεγχος και η επιτήρηση των σωμάτων στις μοριακές διαστάσεις τους (αισθητηριακές, οργανικές, συναισθηματικες, αντιλήψεις, ορμές, επιθυμίες) και σε πληθυσμιακή σφαίρα, η διαμόρφωση του περιβάλλοντος εντός του οποίου ενοικούν τα σώματα, διαρρυθμίζοντας τις αντιστάσεις και τις παρεκκλισεις τους, προσανατολίζοντας το αντικείμενο του ελέγχου της. Με αυτήν την πρακτική, παράγει την νόρμα, τον τύπο, την διάπλαση τους. Έτσι, γίνεται αντιληπτό ότι το βιοπολιτικό κράτος φανερώνεται μέσω των αναπαραστάσεων του στα εκάστοτε κοινωνικά συγκείμενα, όπου ο έλεγχος μορφοποιείται κατά τρόπο αυτοτελή και σε άμεση σχεσιακή διάδραση με τα σώματα των υποκειμένων.
Πριν ακόμη κάνει ορμητικώς την εμφάνισή του στο προσκήνιο του αιώνα μας, το ποτάμι της βιοπολιτικής, που σέρνει μαζί του τη ζωή του homo sacer, ρέει υπογείως, αλλά δίχως σταματημό. Ως εάν, αρχίζοντας από ένα ορισμένο σημείο, κάθε αποφασιστικό πολιτικό συμβάν να είχε πάντοτε δύο όψεις: οι χώροι, οι ελευθερίες και τα δικαιώματα που τα άτομα κατακτούν στη σύγκρουση τους με τις κεντρικές εξουσίες προετοιμάζουν κάθε φορά ταυτοχρόνως μια σιωπηρή, αλλά αυξανόμενη εγγραφή της ζωής τους στην κρατική τάξη, προσφέροντας έτσι ένα νέο και ακόμη πιο τρομακτικό έρεισμα στην κυρίαρχη εξουσία από την οποία επιθυμούσαν να απελευθερωθούν» (Agamben, 2005: 191 και επ.)
Advertising
Για να γίνει αντιληπτή η δυναμική διαδικασία της βιοπολιτικής, χρειάζεται να αναδειχθεί η μορφή της στα επιμέρους νεωτερικά βιοπολιτικά κύματα, τα οποία την συναποτελούν.

Ι. Πειθαρχικές Κοινωνίες
Το πρώτο κύμα της βιοπολιτικης περιγράφεται από τον Φουκό στις ομιλίες του Ασφάλεια, Επικράτεια, Πληθυσμός, και αφορά τις Πειθαρχικές Κοινωνίες κατά το οποίο υφίσταται η περίοδος της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου με διάρκεια από τον 15ο έως τον 18ο αιώνα, ο οποίος σηματοδοτεί την συγκρότηση και αποκρυστάλλωση των πρώτων απολυταρχικών κρατών της Αγγλίας και της Γαλλίας με την εμφάνιση στην κοινωνική πρακτική της καταστολής που ασκήθηκε μέσω της κοινωνικής ιατρικής και του όρου του υγειονομικού ελέγχου. Εδώ οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται ως πληθυσμιακά έμβια όντα με εξορθολογισμένες ιδιότητες και δυσλειτουργίες, που αντιστοιχίζονται με γνώσεις της τεχνικής και της ιατρικής. Χαρακτηριστική μορφή του ελέγχου εδώ είναι η ορατή μετάβαση από το θεοκρατικό υπερβατικό μοντέλο της μεταφυσικής εξουσίας στην εδραίωση μίας ωφελιμιστικής αξιωματικής και τεχνικής ορθολογικότητας, η οποία μεταχειρίζεται τον πληθυσμό ως σωρεία ατόμων και επιτίθεται στο ατομικό του σώμα μέσω των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών και κοινωνικών σφαιρών όπως το σχολείο, το εργοστάσιο, η οικογένεια, η εργασία, ο στρατός. Όλα αυτά αναλαμβάνουν την ηγεμόνευση και την πειθάρχηση των σωμάτων του πληθυσμού, προγραμματίζοντας και οριοθετώντας τις αντιστάσεις και τις παρεκκλίσεις τους. Η βιοπολιτική ενσωματώνει το φαντασιακό του κράτους, το οποίο γίνεται κύριος πόλος τέλεσης των διεργασιών διαμόρφωσης αλλα και τον οικονομικό συσχετισμό της 1ης βιομηχανικής επανάστασης αξιοποιώντας την εξορθολογικοποίηση της διακυβερνητικής τεχνολογίας.
ΙΙ. Κοινωνίες της Κυριαρχίας
Το δεύτερο βιοπολιτικό κύμα, ανιχνεύεται την περίοδο του 20ου αιώνα με την επέλευση της 2ης βιομηχανικής επανάστασης και την στροφή από το φιλελεύθερο κράτος στον κρατικό προστατευτισμό, όπου εμφανίζονται κορπορατιστικά και εθνικιστικά μορφώματα και εστιάζεται σε μία πιο βιταλιστική και οργανική αντίληψη του κράτους. Σε αυτή την ιστορικοκοινωνική φάση της βιοπολιτικής, η ιμπεριαλιστική τάση αποικιοποίησης άλλων εδαφών συμφύρεται με την αντίληψη ότι είναι μία ζώσα μορφή συλλογικης ζωής, βασισμένο σε ομαδικές ενορμήσεις και βιολογικά ένστικτα. Η κρατική φυσιολογία ενσωματώνει από το 1930 και μετά επιτελέσεις των πρακτικών του συμπεριφορισμού, της ηθολογίας και των δογμάτων του κοινωνικού δαρβινισμού.
Κυριαρχούν αυτή την περίοδο τα επιστημολογικά φυσικοχημικά μοντέλα τόσο στις θετικές όσο και στις κοινωνικές επιστήμες.
ΙΙΙ. Κοινωνίες του ελέγχου
Σε συνέχεια των προηγούμενων, το τρίτο βιοπολιτικό κύμα εδράζεται στην χρονικότητα του 1930, και ιδίως τάσσεται ενάντια στις πολιτικές του κοινωνικού και κρατικού προστατευτισμού. Η συγκυρία αφομοιώνει τα γεγονότα από την δημοκρατία της Βαϊμάρης, την άνοδο και ήττα του ναζισμού μέχρι και την πολιτική του Ρούσβελτ με κύριο στόχο την εναντίωση στον κεϋνσιανισμό και τις οικονομικές στρατηγικές διαχείρισης κεϋνσιανού τύπου. Με την έλευση της βιοπληροφοριακής επανάστασης του 1970, η βιοπολιτική επιστήμη και κυριαρχία ωριμάζουν τις μεθόδους ελέγχου τους. Πλέον, τα διαστήματα από τα οποία περνά το άτομο ή οι χώροι εγκλεισμού, είναι ανεξάρτητες μεταβλητές, μηχανισμοί ελέγχου που είναι αναπόσπαστες παραλλαγές σχηματίζοντας ένα σύστημα μεταβλητής γεωμετρίας. Οι περιχαράξεις είναι καλούπια, διακριτές χυτεύσεις, αλλά οι έλεγχοι αυτορυθμίζονται, σαν ενιαίο πλέγμα σχέσεων που μεταβάλλεται αυθόρμητα. Δεν υφίσταται ο διαχωρισμός μάζας/ατόμων δημόσιου/ιδιωτικού τομεα, τα άτομα έχουν γίνει διάτομα, κυματοειδή, ευρισκόμενοι σε τροχιά και σε ένα συνεχές δίκτυο.
Η βιοπολιτική διαδικασία έχει μετουσιωθεί τόσο σε βιοπολιτική επιστήμη όσο και σε βιοπολιτική τεχνολογία. Η βιοπολιτική επιστήμη μάλιστα αξιοποιεί τις παραμέτρους που αξιολογούν πληθυσμιακά και ελέγχουν τα άτομα υπό κρατική εποπτεία, χρησιμοποιώντας ως εργαλεία κατηγοριοποίησης βιοπολιτικές διεργασίες του ανθρώπινου είδους όπως τη σεξουαλικότητα, τη γεννητικότητα, θνησιμότητα, τη νοσηρότητα, τις σωματικές δυσλειτουργίες, την διάδραση του ανθρώπου στην πόλη, την μαζική ψυχολογία και κατανάλωση. Ομοιοτρόπως, για να γίνει αντιληπτή αυτή η μετάβαση της τοπικότητας εμβέλειας του ελέγχου, οι κοινωνίες του 17ου αιώνα, χρησιμοποίησαν τοπικές, ενστικτώδεις, περιορισμένης εμβέλειας συστήματα ελέγχου σε πιο περοορισμένες κλίμακες θεσμών όπως η εκπαίδευση, η εργασία, προτάσσοντας διεργασίες πειθάρχησης σε διαφοροποίηση με την εξελικτική διάστασή της, όπου η βιοπολιτική επιστήμη ανέβαλε την ρύθμιση και διοίκηση των υποκειμένων σε ευρύτερες σφαίρες οργάνωσης και επιτήρησης κατευθύνοντάς τες με όρους οργανικής βιολογίας και κοινωνικής μηχανικής. Δημιουργήθηκαν έτσι δύο διαφοροποιητικά ρεύματα, ένα πειθαρχικό και ένα ρυθμιστικό αντίστοιχα, με το δεύτερο να αντικαθιστά και να ενισχύεται σε ένα σύστημα αυτορρύθμισης του υποκειμένου από το ίδιο συμβολικό υποκείμενο που διέπεται από τις εσωτερικεύσιμες νόρμες της άμυνας, της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας, ώστε να συντονίζεται με εσω/εξωτερικό σχεσιακό πλέγμα δυναμικών. Πρόκειται με άλλα λόγια για έναν μηχανισμό μετάθεσης και μία διεργασία αυτο-πειθάρχησης και αυτοκαταστολής των σωμάτων ώστε να συσχετίζεται με το θεσμικό περιβάλλον της εκάστοτε κλίμακας, έχοντας αφομοιώσει κατά τρόπο αναδιαρθρωτικό την ίδια την μοριακή ύπαρξη του σώματος του υποκειμένου και του πληθυσμού.

Συμπεραίνοντας, γίνεται αντιληπτό ότι η έννοια της βιοπολιτικής είναι μία πολυδιάστατη έννοια που συνάγεται διατομικά και αλληλεξαρτάται και από το υπόλοιπο εννοιολογικό οπλοστάσιο του Φουκώ, όπως η επιτήρηση, η τιμωρία, η βιοεξουσία, η σεξουαλικότητα και έθεσε την αφετηρία για την μετέπειτα παραλλαγή της με την έννοια της θανατοπολιτικής και του homo sacer που εισηγήθηκε ο Giorgio Agamben και δεν παύουν να περιγράφουν την ζώσα πραγματικότητα και τον τρόπο που οργανώνεται η ζωή ως σχεσιακό πεδίο και διάδραση δυνάμεων.
Βιβλιογραφία:
Ευσταθίου, Γ. (2019). Βιοπολιτική επιστήμη και καπιταλιστικό κράτος. τεύχος 11. Ανάκτηση από tetradiamarxismou.gr (13-10-2025)
Deleuze, G. (1992). Υστερόγραφο πάνω στις κοινωνίες του ελέγχου. Ανάκτηση από ragnar.squat.gr (14-10-2025)
Foucault, M. (1979). Η γέννηση της βιοπολιτικής. εκδόσεις Πλέθρον (12-10-2025)