Βυζαντινή
Στη Βυζαντινή ιστορία σπουδαίο ρόλο έπαιξαν, ανά τους αιώνες, ισχυρές γυναικείες προσωπικότητες. Μπορεί οι γυναίκες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας να μην είχαν ενεργό ρόλο στην κοινωνική δράση (ίσχυε το αντίθετο, ήταν πολύ περιορισμένες) αλλά υπήρξαν κάποιες εξαιρέσεις γυναικών που ξεχώρισαν για την τόλμη και την ισχυρή προσωπικότητα τους και στις οποίες θα αναφερθούμε παρακάτω.
1.Ειρήνη η Αθηναία
Η Ειρήνη η Αθηναία (752-803, γνωστή και ως Σαρανταπήχαινα) ήταν Βυζαντινή αυτοκράτειρα από τον γάμο της με τον Λέοντα Δ΄ από το 775 έως το 780, Βυζαντινή αντιβασίλισσα κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας του γιου της Κωνσταντίνου ΣΤ΄ από το 780 μέχρι το 790, Βυζαντινός συναυτοκράτορας μαζί με τον γιο της από το 792 μέχρι το 797 ώσπου τελικά βασίλεψε μόνη της ως Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 797 έως το 802. Η Ειρήνη Καταγόταν από την πλούσια Οικογένεια Σαρανταπήχου της Αθήνας και ξεχώριζε για τη μόρφωση και την ομορφιά της. Ήταν ορφανή και την έφερε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ στην Κωνσταντινούπολη, όπου το 769 παντρεύτηκε τον γιο του, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Λέοντα Δ΄ (775-780).
Μετά το θάνατο του Λέοντα Δ΄, η Ειρήνη ανέλαβε την κηδεμονία του δεκάχρονου Κωνσταντίνου ΣΤ΄. Ήταν ήδη γνωστό, πως ήταν εικονόφιλη: όταν ζούσε ακόμη ο εικονομάχος Λέων Δ΄, είχαν βρεθεί εικόνες στο προσκέφαλό της και ο αυτοκράτορας την επέπληξε σφοδρότατα διακόπτοντας κάθε επαφή μαζί της. Λίγες ημέρες μετά την ανάρρηση του γιου της, εξουδετέρωσε απόπειρα εικονομάχων αρχόντων να ανεβάσουν στον θρόνο τον ετεροθαλή αδελφό τού Λέοντα Δ΄, τον καίσαρα Νικηφόρο και τον υποχρέωσε, καθώς και τους υπόλοιπους γιους του Κωνσταντίνου Ε΄ από την ίδια μητέρα, να γίνουν μοναχοί.
Το 790 ο Κωνσταντίνος έγινε είκοσι χρόνων και έπρεπε πια να αναλάβει την εξουσία. Αλλά η Ειρήνη και ο Σταυράκιος (ευνούχος, σύμβουλος της Ειρήνης και λογοθέτης του δρόμου) αντιδρούσαν και προσπαθούσαν να αποδυναμώσουν τον Κωνσταντίνο ΣΤ΄. Η Ειρήνη ήταν μια αδίστακτη γυναίκα που διψούσε για εξουσία. Τύφλωσε το γιο της καθώς και τους γιους του Κωνσταντίνου Ε΄ και στη συνέχεια τους εξόρισε.
Η σπουδαιότερη πηγή για τη ζωή της Ειρήνης είναι ο χρονογράφος Θεοφάνης ο Ομολογητής. Στη χρονογραφία του ο Θεοφάνης δεν θέλησε να αποκρύψει το μεγάλο της κακούργημα, την αγάπη της για την εξουσία και τους δόλους της. Αλλά και πριν και μετά την τύφλωση του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ την αποκαλεί αγία, ευσεβεστάτη, σοφή και θεοφιλή. Παρόμοια και οι μεταγενέστεροι Κεδρηνός και Ζωναράς. Όλα αυτά βέβαια επειδή όλοι οι χρονογράφοι ήταν εικονόφιλοι και η Ειρήνη ήταν αυτή, που αναστήλωσε για πρώτη φορά τις εικόνες και υπήρξε η πρωτεργάτης της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
2. Θεοδώρα
Η Θεοδώρα (500-548) ήταν Βυζαντινή αυτοκράτειρα και η σύζυγος του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Μέγα. Φέρεται ως μία από τις διασημότερες γυναίκες στην παγκόσμια ιστορία και η διασημότερη αυτοκράτειρα του Βυζαντίου. Η Θεοδώρα ήταν Ελληνίδα στη καταγωγή, αλλά οι πηγές γενικά διαφωνούν σχετικά με τη πρώιμη ζωή της, καθώς και για τον τόπο γέννησης της.
Για τα πρώτα χρόνια της ζωής της οι πληροφορίες προέρχονται από τα «Ανέκδοτα» ή «Απόκρυφη Ιστορία» του Προκόπιου, του επίσημου ιστορικού του Αυτοκράτορα, που δεν τόλμησε ούτε ο ίδιος να δημοσιεύσει. Για τον Προκόπιο, η Θεοδώρα αποτελούσε την ενσάρκωση της αδιαντροπιάς, της ακολασίας και της σκληρότητας, μια πόρνη που έγινε αυτοκράτειρα.
Η Θεοδώρα στάθηκε πολύτιμη και ικανή σύντροφος στο πλευρό του Ιουστινιανού. Με την αποφασιστική στάση της τον εμψύχωσε στα γεγονότα της Στάσης του Νίκα και τον απέτρεψε από την ιδέα να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια της Στάσης του Νίκα υπήρχαν δύο αντίπαλες πολιτικές φατρίες της αυτοκρατορίας, οι Βένετοι και οι Πράσινοι, που ξεκίνησαν μια εξέγερση, τον Ιανουάριο του 532 κατά τη διάρκεια της αρματοδρομίας στον ιππόδρομο. Οι ταραχές προήλθαν από πολλά παράπονα, τόσο για τον Ιουστινιανό όσο και για την Θεοδώρα. Οι διαμαρτυρόμενοι πυρπόλησαν πολλά δημόσια κτίρια, ένα τον οποίο η Αγία Σοφία, και ανακήρυξαν νέο αυτοκράτορα τον Υπάτιο. Ανίκανος να ελέγξει τον όχλο, ο Ιουστινιανός και οι αξιωματούχοι του ετοίμαζαν την φυγή τους. Σε μια συνεδρίαση του κυβερνητικού συμβουλίου, η Θεοδώρα ενθάρρυνε τον Ιουστινιανό, αποτρέποντας τον να εγκαταλείψει την Πόλη λέγοντας «Δεν θα σωθούμε με το να φύγουμε κρυφά, παρά θα πεθάνουμε άδοξα. Καλύτερα να πεθάνουμε με δόξα αγωνιζόμενοι.»
Τέλος, η Θεοδώρα είχε επηρεάσει τον αυτοκράτορα σε πολλές αποφάσεις και μεταρρυθμίσεις όπως τα δικαιώματα των γυναικών και η καταπολέμηση της πορνείας.
3. Θεοδώρα και Ζωή Πορφυρογέννητες
Η Ζωή η Πορφυρογέννητη (978 – 11 Ιουνίου 1050) κυβέρνησε ως Αυτοκράτειρα των Ρωμαίων μαζί με την αδελφή της Θεοδώρα από το 1042 μέχρι το 1050 και ως αυτοκρατορική σύζυγος από το 1028 έως το 1042. Η Ζωή ήταν η δεύτερη κόρη του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Η΄ και της Ελένης τού Αλυπίου και πήρε τον τίτλο “Πορφυρογέννητη”, διότι είχε γεννηθεί στο πορφυρό δωμάτιο, όπου γεννιόταν μόνο τα παιδιά των Αυτοκρατόρων. Ο πατέρας της ήταν συναυτοκράτορας μαζί με τον αδελφό του τον Βασίλειο Β΄ τον Βουλγαροκτόνο, αλλά επειδή ήταν πολύ μικρός (ήταν μόλις δεκαέξι ετών, όταν ανέλαβε τον θρόνο) και γενικά δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πολιτική, ουσιαστικά την εξουσία την είχε υπό τον έλεγχό του ο Βασίλειος Β΄.
Η Ζωή παντρεύτηκε τρεις φορές: με τον Ρωμανό Γ΄ Αργυρό, τον Μιχαήλ Δ΄ Παφλαγών και τον Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος. Όταν ο Κωνσταντίνος Η΄ απεβίωσε και στον θρόνο ανέβηκαν η Ζωή με τον σύζυγό της Ρωμανό Γ΄, το πρώτο πράγμα που έκανε εκείνη τότε, ήταν να απομακρύνει την αδελφή της, με την οποία είχε έντονη διαμάχη επί χρόνια και να την εξαναγκάσει να μπει σε μοναστήρι, με την κατηγορία ότι δολοπλοκούσε εναντίον τού θρόνου. Τα επόμενα χρόνια η Ζωή προσπάθησε να φέρει στο κόσμο έναν διάδοχο, όπως ήταν αναμενόμενο από μία Αυτοκράτειρα, αλλά επειδή και εκείνη και ο Αργυρός ήταν σε προχωρημένη ηλικία (εκείνη ήταν πενήντα ετών και ο Ρωμανός Γ΄ εξήντα) αυτό δεν ήταν δυνατόν. Πολύ σύντομα οι σχέσεις της με τον Ρωμανό Γ΄, με τον οποίον δεν είχε παντρευτεί εξαρχής από έρωτα, έγιναν πολύ τυπικές· εκείνος της μείωσε σημαντικά το εισόδημα, άρχισε να την παραμελεί και ξεκίνησε εξωσυζυγική σχέση. Η Ζωή, πληγωμένη και απογοητευμένη, σύναψε ερωτική σχέση με τον Μιχαήλ Δ΄ τον Παφλαγών. Ο Μιχαήλ Δ΄έγινε αυτοκράτορας για κάποια χρόνια και όταν πέθανε τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του, ο Μιχαήλ Ε΄ Καλαφάτης ο οποίος υιοθετήθηκε από τη Ζωή. Ο Μιχαήλ Ε΄ έστειλε τη Ζωή σε μοναστήρι κάτι που προκάλεσε την κατακραυγή του κόσμου καθώς η Ζωή και η αδερφή της Θεοδώρα ήταν οι νόμιμες διάδοχοι του θρόνου. Ο Μιχαήλ Ε΄ εκδιώχτηκε και την εξουσία ανέλαβαν οι δύο αδερφές. Η συνδιακυβέρνησή τους από νωρίς αποδείχθηκε ταραγμένη και γεμάτη συγκρούσεις και ανταγωνισμούς. Μετά από μόλις δύο μήνες ταραχώδους συμβασιλείας, η Ζωή κατάλαβε, πως ο μόνος τρόπος να εμποδίσει τη Θεοδώρα να κατακτήσει την απόλυτη εξουσία, ήταν να ορίσει έναν άνδρα ως Αυτοκράτορα, έτσι ώστε να λήξουν οι τριβές. Οι Βυζαντινές Αυτοκράτειρες δεν ήταν εύκολο να διατηρήσουν από μόνες τους την εξουσία και έτσι η Ζωή παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο.
Η Θεοδώρα (984 – 1056) ήταν συναυτοκράτειρα της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τις 19 Απριλίου 1042 έως και της 10 Ιανουαρίου 1055. Διέθετε δυναμικό και φιλόδοξο χαρακτήρα και μηχανορραφούσε εναντίον της αδερφής της, η οποία στη συνέχεια την έκλεισε σε μοναστήρι. Η Θεοδώρα, ανέλαβε για δεύτερη φορά την αυτοκρατορική εξουσία, μόνη της – το 1055, αμέσως μετά το θάνατο του Μονομάχου. Αποφάσισε να μην παντρευτεί και απέκρουσε κάθε προσπάθεια από στρατό ή κλήρο να πάρει σύζυγο συνάρχοντα (που ήταν πρέπον εκείνη την εποχή). Η Θεοδώρα, εκτός από την ευγλωττία της, την φιλοδοξία και την ανάμειξή της στις δολοπλοκίες και τις ίντριγκες του παλατιού της Κωνσταντινούπολης, υπήρξε μια ικανή αυτοκράτειρα με ισχυρή προσωπικότητα.
4. Θεοφανώ
Η Θεοφανώ (941 – 976) ήταν αυτοκράτειρα του Βυζαντίου και σύζυγος δύο αυτοκρατόρων, του Ρωμανού Β’ και, μετά το θάνατό του, του Νικηφόρου Φωκά. Γεννήθηκε στην Πελοπόννησο σε οικογένεια με ελληνική καταγωγή. Η Θεοφανώ ήταν γυναίκα λαϊκής καταγωγής και το πραγματικό της όνομα ήταν Αναστασώ.
Η Θεοφανώ, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς είναι πιθανόν να συμμετείχε στη δολοφονία του πεθερού της Κωνσταντίνου Ζ΄ και του πρώτου συζύγου της Ρωμανού Β´ . Στη συνέχεια, όταν έμεινε χήρα παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Φωκά, αλλά όταν η πολιτική του άρχισε να είναι πιο προσφιλής στο λαό, συνωμότησε με τον ανιψιό του και τότε εραστή της Ιωάννη Τσιμισκή να τον δολοφονήσουν. Μετά την επικράτηση του Ιωάννη Τσιμισκή όμως, η ενοχή της ήταν τόσο φανερή που ο πατριάρχης Πολύευκτος απείλησε το νέο αυτοκράτορα ότι δεν θα τον έχριζε αν δεν απομάκρυνε τη Θεοφανώ. Τότε αυτή εξορίστηκε στα Πριγκιπόννησα, όπου έμεινε για ένα χρόνο – μέχρι το 970 μ.Χ. Δραπέτευσε τότε και οργάνωσε συνωμοσία εναντίον του Τσιμισκή αλλά απέτυχε και την έκλεισαν σε μοναστήρι στην Αρμενία. Οι γιοι της Βασίλειος Β’ και Κωνσταντίνος Η’ την επανέφεραν από την εξορία, αλλά αυτή δεν αναμείχθηκε ξανά στην πολιτική.
5. Κασσιανή
Η Κασσιανή γεννήθηκε μεταξύ του 805 και του 810 στην Κωνσταντινούπολη και κατάγονταν από πλούσια οικογένεια. Ήταν Βυζαντινή ηγουμένη, ποιήτρια, συνθέτρια, και υμνογράφος στην οποία και αποδίδεται το ψαλλόμενο τη Μεγάλη Τρίτη τροπάριο που αρχίζει με τις λέξεις: «Κύριε η εν πoλλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…».
Τρεις βυζαντινοί χρονικογράφοι, ο Συμεών ο μεταφραστής, ο Γεώργιος Αμαρτωλός και ο Λέων ο Γραμματικός, αναφέρουν ότι έλαβε μέρος στην τελετή επιλογή νύφης για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο. Σε αυτή ο αυτοκράτορας επέλεγε τη σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντάς της ένα χρυσό μήλο. Θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσιανής, ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε: «Ὡς ἂρα διά γυναικός ἐρρύη τὰ φαῦλα» («Από τη γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά [πράγματα]»), αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα. Η Κασσία, ετοιμόλογη, του απάντησε: «Ἀλλά καὶ διά γυναικός πηγάζει τά κρείττω» («Αλλά και από τη γυναίκα [ήρθαν στον κόσμο] τα καλά [πράγματα]»), αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας. Ο Θεόφιλος πληγώθηκε από αυτή την απάντηση και δεν επέλεξε την Κασσιανή για σύζυγο του. Η Κασσιανή, στη συνέχεια, ίδρυσε ένα μοναστήρι στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη.
6. Άννα Κομνηνή
Η Άννα Κομνηνή (1083-1153) ήταν Βυζαντινή πριγκίπισσα, ιστορικός και γιατρός, από τις σημαντικότερες μορφές της πνευματικής ζωής της αυτοκρατορίας κατά τον 12ο αιώνα, κόρη και πρωτότοκο παιδί του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκαινας. Θεωρείται η πρώτη γυναίκα ιστορικός και στο ιστορικό της έργο Αλεξιάς φαίνεται η μεγάλη παιδεία της, η πολύ καλή γνώση της αρχαιότητας, η εξοικείωσή της με την Αγία Γραφή και προπαντός η αφοσίωση και ο θαυμασμός της για τον πατέρα της.
Το 1091 παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Δούκα, γιο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄ ενώ, μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Δούκα, το 1097, παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Βρυέννιο. Όταν το 1118 πέθανε ο πατέρας της, οργάνωσε συνωμοσία κατά του νόμιμου διάδοχου, του αδελφού της Ιωάννη, η οποία απέτυχε εξαιτίας της άρνησης του συζύγου της να πάρει μέρος σε αυτήν. Στο έργο της Αλεξιάς κατέγραψε την ιστορία του πατέρα της Αλεξίου Α΄ μεταξύ 1069 και 1118. Η γλώσσα και η μορφή του κειμένου αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του αττικισμού. Το έργο της αποτελεί σημαντική πηγή για την Α΄ Σταυροφορία και είναι επίσης πολύτιμο για τις γεωγραφικές και τοπογραφικές πληροφορίες που περιέχει.
Πηγές:
Η θέση των γυναικών στο Βυζάντιο: Ανακτήθηκε από: www.wikiwand.com
[Τελευταία πρόσβαση στις 26/8/2024]
Οι γυναίκες στο Βυζάντιο: Ανακτήθηκε από: www.archaiologia.gr
[Τελευταία πρόσβαση στις 26/8/2024]