Τον Σεπτέμβριο του 1922 κάηκε και λεηλατήθηκε η Σμύρνη. Η Μικρασιατική Καταστροφή οδήγησε στον ξεριζωμό από τις πατρογονικές εστίες, ύστερα από περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια, τον δυναμικό πολυάριθμο ελληνισμό της Ανατολής. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο ελληνισμός αυτός της Μικράς Ασίας και του Πόντου αναλογούσε στο ⅓ περίπου του συνολικού πληθυσμού της περιοχής και είχε αναδειχτεί ως η κυρίαρχη οικονομική ελίτ της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που βρισκόταν υπό μακρόχρονη διαδικασία κατάρρευσης. Ιδιαίτερα μετά το διάταγμα «Χάτι Χουμαγιούν» του 1856, που επέτρεπε στους χριστιανούς να κατέχουν γη και να συμμετέχουν στη διοίκηση, το ιδιαίτερα δραστήριο ελληνικό στοιχείο ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στο εμπόριο, στην παραγωγή, στις κατασκευές, στη ναυτιλία και την αλιεία, αλλά και σε σύγχρονες μορφές για την εποχή καλλιέργειας της γης. Σύμφωνα με σοβαρές μαρτυρίες, από τα 391 παραγωγικά εργοστάσια που λειτουργούσαν στη Μικρά Ασία, τα 344 ανήκαν σε Έλληνες. Οι πρώτες βιοτεχνικές-βιομηχανικές μονάδες κλωστοϋφαντουργίας, ταπητουργίας, ιματισμού, δέρματος, τροφίμων και ποτών, επεξεργασίας καπνού και διάφορων αγροτικών προϊόντων, και οικοδομικών υλικών αναπτύχθηκαν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από το ελληνικό στοιχείο. Αλλά και στις τέχνες, όπως στις επιστήμες και τα γράμματα, οι Έλληνες ήταν οι αδιαφιλονίκητοι κυρίαρχοι, διαμορφώνοντας έτσι την ανερχόμενη αστική τάξη της χώρας. Σε αντίθεση με τους ορθόδοξους χριστιανούς, η άρχουσα τουρκογενής μουσουλμανική τάξη στελεχώνει το στρατό και τη δημόσια διοίκηση. Τα ευρύτερα στρώματα του μουσουλμανικού πληθυσμού ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που υπηρετούν ως κατώτερο προσωπικό Έλληνες προύχοντες.
Το Κίνημα των Νεότουρκων ενεργοποιείται με ιδεολογικό υπόβαθρο τη συνένωση του μωσαϊκού των διάφορων μουσουλμανικών εθνοτήτων και ομάδων και τη δημιουργία εθνικού κοσμικού κράτους υπό την ηγεσία του τουρκογενούς στοιχείου. Παράλληλα, στόχος τους είναι η εξόντωση ή η απομάκρυνση της οικονομικά άρχουσας τάξης των ορθόδοξων χριστιανών. Για το σκοπό αυτόν, δεν διστάζουν να μεθοδεύσουν τη γενοκτονία του 1,5 εκ. Αρμενίων και των 350.000 Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Στη δίνη των παγκόσμιων ανακατατάξεων και της ανόδου των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, οι σκοπιμότητες των διεθνών συμφερόντων σε συνδυασμό με την ανικανότητα και τα τραγικά λάθη της τότε ελληνικής ηγεσίας οδηγούν στη μεγαλύτερη τραγωδία της σύγχρονης περιόδου του ελληνισμού: τη Μικρασιατική Καταστροφή. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, ύστερα από τη Συνθήκη των Σεβρών, και την έλευση πάνω από 1,5 εκ. προσφύγων στη μητροπολιτική πατρίδα, το ελληνικό κράτος οροθετείται και περιχαρακώνεται στα σημερινά γεωγραφικά του όρια, που συμπληρώνονται μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων.
Το 1922, η χρονιά που σηματοδοτεί την τραγωδία των χαμένων πατρίδων της Ανατολής, ταυτόχρονα είναι και η κινητήρια δύναμη για την οικονομική άνθηση της μητροπολιτικής Ελλάδας. Αποτελεί πλέον κοινό τόπο η διαπίστωση ότι η σημαντική οικονομική, και ειδικότερα η βιομηχανική ανάπτυξη που παρατηρείται μετά το 1922, έχει ως βάση τους Πόντιους και Μικρασιάτες πρόσφυγες. Οπλισμένοι με άγνωστες μέχρι τότε για την παλιά Ελλάδα δεξιότητες και τεχνογνωσία, με ευρηματικότητα, ενεργητικότητα και εργατικότητα, αναπτύσσουν έντονη επιχειρηματική και επαγγελματική δράση που συμπαρασύρει και απογειώνει την οικονομία της χώρας. Και όλα αυτά συντελούνται χωρίς αρχικά κεφάλαια, από το μηδέν, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων είχαν εγκαταλείψει όλη τους την περιουσία στις πατρογονικές εστίες. Ελάχιστοι μόνο εύποροι Κωνσταντινουπολίτες, Σμυρνιοί και Πόντιοι, είχαν προνοήσει για την έγκαιρη, πριν από την καταστροφή, διοχέτευση μέρους των περιουσιών τους στη σιγουριά της πατρίδας.
Ωστόσο, η ενσωμάτωση στη νεοελληνική κοινωνία δεν γίνεται χωρίς τραύματα. Ένα μεγάλο μέρος της άρχουσας τάξης, και ορισμένα στρώματα της παλιάς Ελλάδας, αντιμετωπίζουν με καχυποψία έως και εχθρότητα τους «τουρκόσπορους», όπως τους αποκαλούσαν οι ίδιοι, που εκτός των άλλων ήταν φυσικό να διαφέρουν και με τους αλλιώτικους τρόπους ζωής, τα ήθη και τα έθιμά τους. Χαρακτηριστικό έχει μείνει το γεγονός ότι, οι προσφυγοπούλες χαρακτηρίζονται υποτιμητικά ως «παστρικιές» επειδή είχαν ιδιαίτερη εμμονή στην καθαριότητα.
Ένα μέρος των προσφύγων, όπως συνέβη και με αρκετούς κατοίκους της παλαιάς Ελλάδας, δεν βρίσκει πρόσφορο έδαφος επιβίωσης στη μητέρα πατρίδα γι’ αυτό και ακολουθεί το δρόμο μιας δεύτερης προσφυγιάς στις ΗΠΑ, στον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νότια Αφρική, και αργότερα, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Δυτική Ευρώπη, κυρίως στη Γερμανία. Ένας μεγάλος αριθμός Ποντίων ακολουθεί ανατολικές διαδρομές στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Πηγή εικόνας: mikrasiatis.gr
Μαρτυρίες των προσφύγων που ξεριζώθηκαν
Θεοδώρα Κοντού [από Κριτζαλιά – Αθήνα]
«Κατεβήκαμε από το χωριό στη Σμύρνη. Λέγαμε πως θα γυρίσομε πίσω. Πήγαμε να ακουμπήσουμε στην εκκλησία του Άι-Γιάννη. Ήταν εκεί πολύς κόσμος. Ένας γνωστός του πατέρα μου μας πήρε στο σπίτι του. Εκεί καθίσαμε. Αυτός πήρε τους δικούς του κι έφυγε χωρίς να μας πει τίποτε∙ έφυγε κρυφά. Μπήκαν οι Τούρκοι, σφάξαν τον πατέρα μας, τη μάνα μας, το θείο μας, τη θεία μας και τα τρία αδέλφια μου.
Advertising
Εγώ, με τα πιο μικρά αδερφάκια μου, το ένα ήταν δυόμισι χρονών και το άλλο τρεισήμισι, ήμασταν χωμένα κάτω από ένα παταράκι και δεν μας είδαν. Καθίσαμε εκεί δώδεκα μέρες∙ ούτε φαΐ, ούτε νερό. Το σπίτι είχε κάτι σα νεροχύτη και κυλούσε μέσα ένα τρεχούμενο νερό. Τι να κάνω; Να βρέξω τα χείλη μου ήθελα. Άπλωσα τον ποδόγυρο μου απάνω, έπιανα με το χέρι μου τη μύτη μου και έπινα μια γουλιά∙ από τη βρώμα σου ’ρχονταν εμετός. Το ένα αδερφάκι μου ήτανε τραυματισμένο με σφαίρα στο πόδι του.
Όσο περνούσαν οι μέρες τα πτώματα πρήζουνταν, ντουμπάνιαζαν και βρωμούσαν αφάνταστα. Μπαίναν οι Τουρκάλες για να κλέψουν και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Κλέβαν ό,τι μπορούσαν∙ κότες, κουτάλια, μπακίρια και φεύγαν χωρίς να μας δούνε. Κάποτε μου ’ρθε έτσι σα Θεού φώτιση και βγήκα λίγο παρά όξω. Τότες είδα πολύ κόσμο που έφευγε, έπαιρνε των ομματιών του. Έκανα το σταυρό μου, πήρα στην πλάτη μου το τραυματισμένο αδερφάκι μου και από το χέρι το άλλο και βγήκα στο δρόμο. Έτρεχα να φτάξω τους άλλους, τους πολλούς. Εκεί βλέπω μια κοπέλα που κάθονταν σ’ ένα σωρό πέτρες. Της φώναξα, ήθελα έναν άνθρωπο να με βοηθήσει, να του μιλήσω. Αυτή η κοπέλα τίποτα∙ έστεκε ακούνητη. Εγώ δεν την πρόσεξα∙ μόνο ακόμα της μιλούσα.
Την έβλεπα που γούρλωνε τα μάτια της, μα δεν πήγε πουθενά το μυαλό μου∙ την προσέχω. Και τι να δω! Την είχαν χώσει ένα ξύλο από πίσω και έβγαινε από το στόμα της. Τότες ήταν που έτρεχα ακόμη πιο πολύ. Τι να κάνω με τα δύο μωρά; Μπήκα μέσα στην εκκλησία, μα επειδή βρωμούσαμε πολύ σάπιο αίμα, το πόδι του παιδιού, τα μαλλιά μας, τα ρούχα μας, μας διώξαν από την εκκλησία. Τι να κάνουμε; Ζαρώσαμε σαν τα σκυλάκια σ’ ένα παραγκώνι. Πάνε τόσα χρόνια, μα δεν τα ξεχνώ. Θαρρώ πως είναι τούτη η ώρα. Κλάψαμε, θρηνήσαμε, τα ’παμε, τα ξανάπαμε! Η μάνα μου δεν πέθανε την ίδια ώρα σαν τους άλλους. Της είχαν χύσει τα έντερα, την είχαν περιχύσει τα αίματα και κείνη με αρμήνευε και μου ’λεγε: “Παιδάκι μου, άμα δεις τα σκούρα, να πέσεις στη θάλασσα”. Έβγαλε και από την τσέπη της και μου ’δωσε το πορτοφόλι της και μια φωτογραφία περιχυμένη στα αίματα∙ την έχω ακόμη».
«Ως το πρωί κάηκε η Αγία Φωτεινή. Να κλαίνε τα παιδιά, να τσιρίζουνε. Η καλή μας η τύχη∙ δυο σκοποί, ο ένας ήταν πολύ πονόψυχος κι είπε στο σύντροφό του: “Δεν μπορώ ν’ ακούω τα παιδιά να τσιρίζουν και να καίγουνται. Εσύ κάτσε”. Και γύρισε σ’ εμάς. “Εγώ πάω για καλό σας. Μη κάνετε απόπειρα να φύγετε. Θα φέρω διαταγή και θα σας βγάλω”. Όπως και το ’κανε. Πήγε κι έκανε τα παράπονα: πώς μπορείς να σταθείς; Πέφτουν φωτιές απάνου τους. Έφερε τη διαταγή και μας είπε: “Φύγετε, όσοι θέλετε”. Έπρεπε να φύγουμε μόνο από μια πόρτα, γιατί η διαταγή δεν ήταν γενική. Σπρωξιές, φωνές, αλαλαγμοί. Όλος εκείνος ο κόσμος να κοιτά να βγει από μια πόρτα.
Βγήκαμε στην παραλία. Ώσπου να ξημερώσει, καθούμασταν εκεί. Στη νύχτα άκουγες τις φωνές των ανθρώπων που πήγαιναν οι Τούρκοι να ψάξουν για καμιά κοπέλα, για χρήματα. Σα ρίχναν τα βαπόρια φωτοβολίδες, σταματούσαν για λίγο, ύστερα πάλι συνέχιζαν∙ αυτή η δουλειά γίνουνταν ώσπου να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα. Πολλές αναγκάστηκαν και πνίξαν τα παιδιά τους για να μη φωνάζουν και φανερώσουν τους κρυμμένους. Σφάζαν όπου μπαίναν. Τ’ ακούγαμε κι εμείς πως μια πατριώτισσά μας έχασε μ’ αυτό τον τρόπο ένα παιδάκι. Τρέξαμε από δω κι από κει, μπας και βρούμε το γαμπρό μου. Δε μπορέσαμε, φοβούμαστε και τους Τούρκους. Βρήκαμε τη νύφη μας και το συμπέθερό μας. Μπήκαμε σε μια μαούνα και βγήκαμε στο Καρσίακα, στη θεία μου. Σαν μας είδαν, κλαίγαν. Κοντά ήταν μια φραγκοκλησιά∙ ο φραγκόπαπας τους αγαπούσε, ήταν καλός άνθρωπος. Τους έδωσε μια γαλλική σημαία και δεν έρχουνταν μέσα οι Τούρκοι».
Μαρία Μπιρμπίλη [από Γιατζηλάρι – Αθήνα]
«Το πρωί παίρνομε το δρόμο για τ’ Αλάτσατα. Εγώ είχα την κόρη κρεμασμένη στην πλάτη κι έναν μποξά στο χέρι∙ η συχωρεμένη η μαμά μου κουβάλαε μια στάμνα νερό για τα παιδιά. Το βράδυ μείναμε στ’ Αλάτσατα, σ’ ένα συγγενή μας. Όλη νύχτα κι εκεί το κανόνι δε σταμάτησε. Το πρωί περνούσανε στρατιώτες, μας είπανε πως οι Τούρκοι φθάσανε στο Πυργί. Τα μαζέψαμε κι από τ’ Αλάτσατα και πήγαμε στα Λίτζια, στου Βίτελ τα λουτρά∙ εκεί είχε καΐκια πολλά. Μπήκαμε σ’ ένα καΐκι, μαζί και λίγοι χωριανοί, και βγήκαμε στη Χίο.
Advertising
Στην αρχή μείναμε στο λιμάνι. Χάμω στα χώματα κοιμόμαστε. Μια μέρα ο άντρας μου μού λέει: “Μαρία, να σηκωθούμε να φύγουμε, βλέπω τους αξιωματικούς χωρίς εξαρτύσεις, φοβάμαι μη γίνει κανένα κίνημα”. Νύχτα μας εσήκωσε. Παίρνομε πάλι τα έχοντά μας στον ώμο, και τραβούμε νότια και πάμε σ’ ένα περιβόλι. Ο νοικοκύρης μάς διώχνει, φοβήθηκε μη φάμε τα μανταρίνια. Πάμε σ’ έναν ελιώνα. Μας διώχνουν κι από κει. Εμείς δε φύγαμε. “Κερατά”, του λέει ο άντρας μου, “εμείς είμαστε διωγμένοι, πού θες να πάμε;”. Κάναμε σπιτάκια με τις πέτρες, σαν τα παιδιά, και κάτσαμε. Πιάνει ένα απόγευμα βροχή, δεν είχαμε πώς να προφυλαχτούμε. Πήγαμε σ’ ένα σπίτι, κάτω από τα σκαλοπάτια. Το πρωί ανοίγει ο νοικοκύρης την πόρτα, μας βλέπει, την ξανακλείνει. Σε λιγάκι ξαναβγαίνει, κρατούσε τρεις φέτες ψωμί και τυρί για τα παιδιά. “Εμείς”, του είπαμε, “ήρθαμε για να φυλαχτούμε, δεν ήρθαμε για ελεημοσύνη”. Ένα μήνα μείναμε στη Χίο, ούτε παράθυρο, ούτε πόρτα χιώτικη είδαμε ανοιχτή. Μετά, σπάσαμε μια αποθήκη και πήγαμε και καθίσαμε. Από κει δα ξεκινήσαμε και φύγαμε.
Πρώτη του Σεπτέμβρη πήγαμε στη Χίο, δύο του Οκτώβρη ήμαστε στην Κρήτη, στα Χανιά. Εκεί ήρθε ένας και μας πήρε να μαζέψουμε ελιές στην Παλιοχώρα. Ένα μερόνυχτο και μια μέρα κάναμε για να φθάσομε. Ανάμεσα στα βουνά και στα λαγκάδια πορπατούσαμε. Σαν φτάσαμε στο χωριό, ήθελε να μας βάλει σ’ ένα κουμάσι να κοιμηθούμε. “Εγώ”, του λέω, “δε μπαίνω μέσα, άμα ήθελα να μείνω αιχμάλωτη, έμενα και στη Μικρασία”. Ήρθε μετά ο πρόεδρος της κοινότητας και μας έβαλε σ’ ένα κελί. Εκεί ήτανε τα μεγάλα, ούτε στρώμα όμως, ούτε πάπλωμα είχαμε να πλαγιάσουμε. Μαζεύτηκε ο κόσμος και μας κοίταζε περίεργα, σα να είμαστε άλλη φυλή. “Ξέρετε ελληνικά;” μας ρωτούσανε. “Eίχατε εκκλησίες στον τόπο σας;”. “Ευρωπαϊκά είναι ντυμένοι” λέγανε. Μετά από έναν χρόνο σηκωθήκαμε και φύγαμε, πήγαμε στα Χανιά. Εγκατασταθήκαμε σ’ ένα μετόχι τούρκικο. Ένας Τούρκος το είχε άλλοτε αυτό και το μοιράσανε σε εξήντα οικογένειες, σκέψου τι πήραμε! Το ’50 φύγανε τα δυο παιδιά μου από την Κρήτη κι ήρθανε στην Αθήνα∙ σιγά-σιγά μαζευτήκαμε όλοι εδώ».
Μαριάνθη Καραμουσά [από Μπαγάρασι – Αθήνα]
«Έξι μήνες μείναμε εκεί μέσα. Κακήν κακώς, μην τα ρωτάς πώς ζούσαμε. Έφτασε ο δεύτερος χρόνος της προσφυγιάς. Ήμασταν στα 1924 κι ακούσαμε πως γίνονται οι συνοικισμοί, για να κάτσουμε εμείς οι πρόσφυγες, στον Ποδονίφτη, στους Ποδαράδες, στην Κοκκινιά. Τότε ξέρεις πώς πιάνανε τα σπίτια στους συνοικισμούς; Πήγαινες εκεί, κρεμούσες ένα τσουβαλάκι ή ό,τι είχες σ’ ένα δωμάτιο και το σπίτι ήτανε δικό σου. Ατέλειωτα ήτανε ακόμη· κεραμίδια δεν είχανε, πόρτες δεν είχανε, παράθυρα δεν είχανε. Και μερικά που είχαν πόρτες και παράθυρα πηγαίνανε άλλοι τη νύχτα και τις βγάζανε και ανάβανε φωτιές να ζεσταθούνε, να μαγειρέψουνε. Δυο χρόνια ύστερα που φτάσαμε εμείς στην Ελλάδα ήρθε και μας βρήκε στην Κοκκινιά και ο άντρας μου. Αυτός ήρθε από τους τελευταίους αιχμαλώτους, γιατί, επειδή ήτανε τεχνίτης, τον κρατούσανε και τους δούλευε. Δουλέψαμε, κουραστήκαμε και κάναμε σπίτι και αναστήσαμε τα παιδιά μας και δουλέψανε κι εκείνα· κι εδώ θα τελειώσουμε τη ζωή μας. Τα βάσανά μας ποτέ δεν θα φύγουνε από μέσα μας».
Η Μικρασιατική καταστροφή, ο ξεριζωμός των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας και η ανάπτυξη της μητροπολιτικής Ελλάδας, ανάκτηση από: www.pontos-news.gr
Μαρτυρίες από τον ξεριζωμό και την καταστροφή, ανάκτηση από: lifo.gr
Φοιτήτρια Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Λατρεύει τα ταξίδια, τη μουσική και τη φωτογραφία. Διαβάζει πεζά και ποιητικά κείμενα, καθώς και της αρέσει να εκφράζεται με τον γραπτό λόγο.