
Το ερώτημα για το εάν η ευθανασία αποτελεί έγκλημα
σε βάρος της ανθρώπινης ζωής ή αντιθέτως δίνει στον άρρωστο το δικαίωμα να έχει έναν αξιοπρεπή θάνατο, είναι ακόμα ανοικτό και για πολλούς αιώνες. Ήδη κιόλας από την αρχαιότητα, έχει απασχολήσει τομείς, όπως την ηθική, τη φιλοσοφία, την ιατρική, τη θρησκεία. Χαρακτηριστικό είναι πως και σε νομοθετικό επίπεδο παγκοσμίως δεν υπάρχει μια σταθερή γραμμή. Αν θεωρείται, δηλαδή έγκλημα ή όχι και ποια θα πρέπει να είναι η ποινή εκείνου που τη διαπράττει. ‘Οπως θα δούμε και παρακάτω, σε άλλες χώρες επιτρέπεται, σε άλλες απαγορεύεται αυστηρά, ενώ σε κάποιες άλλες τίθενται συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Ο όρος εισήχθη για πρώτη φορά από τον Άγγλο φιλόσοφο Φράνσις Μπέικον. Ο Φράνσις Μπέικον έγραψε ότι «το έργο της ιατρικής είναι η αποκατάσταση της υγείας και η καταπράυνση των πόνων, όχι μόνο όταν η καταπράυνση αυτή μπορεί να οδηγήσει στη θεραπεία, αλλά και όταν μπορεί να εξασφαλίσει έναν εύκολο και γαλήνιο θάνατο». Έκτοτε, ένα σοβαρό δίλημμα ετέθη και οξείς διαμάχες ξέσπασαν: η ευθανασία είναι έγκλημα ή τελικά δικαίωμα του καθενός;
Σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία,
η οποία στάθηκε εμπόδιο στη θέση αυτή του Μπέικον, όπως και στην περίπτωση της θανατικής ποινής έτσι και στην ευθανασία μόνο ο Θεός μπορεί να διαθέσει τη ζωή και το θάνατο. Επομένως κανένας από εμάς δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει τη ζωή κάποιου άλλου. Ακόμα και αν έχει ως πρόθεση να τον απαλλάξει από τους αφόρητους πόνους. Επίσης, μέσα στο όλο πλαίσιο υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν πως ο πόνος παίζει ένα σημαντικό ρόλο για τη σωτηρία της ψυχής. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο κανένας δεν έχει επίσης το δικαίωμα να τον συντομεύσει.
Μέσα σε όλα αυτά, αρκετοί πιστεύουν αφ’ ενός πως πολλές φορές ασθενείς που βρίσκονται σε τόσο άσχημη ψυχολογική και συναισθηματική κατάσταση δεν είναι σε θέση να λάβουν την απόφαση αν πρέπει να τερματιστεί η ζωή τους ή όχι. Αφ’ ετέρου πως όπως και σε κάθε περίπτωση έτσι και εδώ υπάρχουν πάντα οι «καλοπροαίρετοι» που καραδοκούν προκειμένου να χρησιμοποιήσουν την ευθανασία ως εργαλείο, ώστε να ικανοποιήσουν δικά τους συμφέροντα (πχ. κληρονομικοί λόγοι).
Από την άλλη, αναρωτιέται κανείς, κατά πόσο αξίζει να βασανίζεται
πρωτίστως ένας άνθρωπος και δευτερευόντως η οικογένειά του. Μια τέτοια απελπιστική κατάσταση αποτελεί απαξίωση της ίδιας της ύπαρξής του. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου οι ασθενείς πάσχουν από μία ανίατη ασθένεια και το τέλος τους είναι προδιαγεγραμμένο. Επίσξς αν είναι κλινικά νεκροί και απλά διατηρούνται με τη βοήθεια μηχανημάτων είναι κρίμα να βασανίζονται έτσι και να μην έχουν ένα αξιοπρεπές τέλος που θα τους λυτρώσει. Επιπλέον, αν αναλογιστούμε τη θέση που υποστηρίζει το αυτεξούσιο του ανθρώπου, ο καθένας έχει το δικαίωμα να επιλέξει το πως θα ζήσει αλλά και το πως θα πεθάνει. Από τη στιγμή που η ζωή του δεν είναι πλέον ευχάριστη, αλλά προσφέρει στον ίδιο αλλά και στα αγαπημένα του πρόσωπα πόνο, αγωνία και φόβο, τότε έχει το προνόμιο να αποφασίσει αν θα την τερματίσει ή όχι.
Σημαντικό είναι, επίσης, το ζήτημα σχετικά με τη θέση και το ρόλο που παίζει ο γιατρός σε αυτές τις περιπτώσεις. Στον όρκο του Ιπποκράτη αναφέρεται πως «Δε θα χορηγήσω θανατηφόρο φάρμακο σε κανέναν και αν παρακληθώ, ούτε θα υποδείξω τέτοια συμβουλή». Επομένως, τι πρέπει να πράξει ένας γιατρός στην περίπτωση που κάποιος ασθενής του ζητήσει να δώσει τέλος στη ζωή του; Από τη μία παραβιάζει αναμφίβολα τον ιπποκράτειο όρκο. Από την άλλη, όμως, έρχεται σε αντίθεση με το γενικότερο ιατρικό λειτούργημα. Σύμφωνα με αυτό, ο γιατρός θα πρέπει να υπηρετεί και να ανακουφίζει τον ασθενή.
Ωστόσο, είναι αρκετές οι περιπτώσεις επώνυμων κυρίως ανθρώπων
που έκαναν ευθανασία. Ο δημοσιογράφος Αλέξανδρος Βέλλιος ήταν ένας από αυτούς. Όντας στο τελευταίο στάδιο του καρκίνου στις 4 Σεπτεμβρίου 2016 πέθανε καταφεύγοντας στη λύση της «μη υποβοηθούμενης ευθανασίας». Συγκεκριμένα καταναλώνοντας υπερβολική δόση ισχυρών ηρεμιστικών και παυσίπονων σκευασμάτων. Λίγο πριν το θάνατό του, συνέταξε δύο ιδιόχειρες επιστολές, τις οποίες ανάγνωσε και ανήρτησε ο ίδιος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ο επιφανής Βέλγος συγγραφέας, σεναριογράφος, ποιητής και σκηνοθέτης Hugo Claus, ο οποίος είχε χτυπηθεί από τη νόσο του Αλτσχάιμερ, που είχε πλέον εκφυλίσει το μυαλό του, επίσης επέλεξε την ευθανασία.
Σε παγκόσμιο επίπεδο,
οι περισσότερες χώρες τάσσονται εναντίον της ενεργητικής ευθανασίας και της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Αποδέχονται, όμως το δικαίωμα του ασθενούς στην άρνηση της θεραπείας. Χώρες, όπως η Γερμανία, η Αυστρία, η Δανία, η Νορβηγία και η Ιταλία έχουν θεσπίσει νόμους, σύμφωνα με τους οποίους η ανθρωποκτονία με τη συναίνεση του αρρώστου έχει ως αποτέλεσμα ηπιότερη ποινή σε σχέση με τη ανθρωποκτονία από πρόθεση. Σε άλλες χώρες όπως ο Καναδάς και η Βουλγαρία ο υποβοηθούμενος θάνατος τιμωρείται το ίδιο όπως και η ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Από την άλλη, το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο έχουν προχωρήσει σε νομιμοποίηση της ευθανασίας, αλλά και πάλι υπό όρους.
Στην Ελλάδα, τόσο η ευθανασία όσο και η υποβοηθούμενη αυτοκτονία απαγορεύονται αυστηρά, με την ελληνική κοινωνία και την Εκκλησία μέχρι και τις μέρες μας να αντιμετωπίζουν την πράξη αυτή ως έγκλημα ή αμάρτημα.
Πηγές:
Ευθανασία. Ανακτήθηκε από el.wikipedia.org
Κόλλια, Μ. (2014). Ευθανασία: Δικαίωμα ή έγκλημα; Ανακτήθηκε από www.tvxs.gr
Ευθανασία στην ΕΕ: Τι ισχύει στην Ελλάδα και σε κάθε χώρα ξεχωριστά (2019). Ανακτήθηκε από www.iefimerida.gr