Μετανάστες. Αυτό το όνομα επιλέγουμε να αποδίδουμε είτε συνειδητά, είτε ασυνείδητα σε ανθρώπους που ταλανίζονται καθημερινά και παράλληλα διοχετεύουν όλες τους τις δυνάμεις στον αγώνα μιας ζωής που θα νοηματοδοτηθεί έξω από τον πόλεμο των ισχυρών, την υποτέλεια και την εξαθλίωση που ορισμένοι κεκαλυμμένα επιβάλλουν για χάρη της δικής τους χρησιμοθηρίας και την απανθρωπιά του ίδιου του ανθρωπίνου γένους (πόσο οξύμωρο και ταυτόχρονα επίκαιρο).
Μεγάλη είναι, παράλληλα, και η σύγχυση που επικρατεί ανάμεσα στους όρους «μετανάστες» και «πρόσφυγες» οι οποίοι λανθασμένα ταυτίζονται και χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι. Με τον όρο μετανάστης εννοούμε εκείνο το μέλος μιας κοινωνίας που μετακινείται από την περιοχή (είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό) στην οποία διαμένει μόνιμα για να μεταβεί σε μια άλλη με σκοπό την αναζήτηση εργασίας. Ο μετανάστης ζητεί άδεια παραμονής από την χώρα στην οποία μεταναστεύει. Ο πρόσφυγας μετακινείται σε άλλη χώρα, υποχρεωτικά και επιβεβλημένα, επειδή διώκεται ή φοβάται τη δίωξη για λογούς πολιτικούς, θρησκευτικούς κτλ. Ο πρόσφυγας ζητεί άσυλο, το οποίο προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο και τον Ο.Η.Ε.
Οι όροι αυτοί συχνά προφέρονται στα χείλη πολλών σαν να λερώνουν το στόμα τους. Το ζήτημα όμως που θίγεται είναι να μην σταθούμε στην εκφορά του λόγου και τη χρήση των λέξεων, αλλά να σταθούμε δίπλα τους ως άνθρωποι γιατί κι εκείνοι εντάσσονται σ’ αυτή την κατηγορία που η ποικιλομορφία και η πολυπλοκότητα της δεν παύει να μας εκπλήσσει ποτέ. Είτε ευχάριστα είτε δυσάρεστα. Να απλώσουμε το χέρι μας και να ανακουφίσουμε την οδύνη και τον πόνο τους. Να προσπαθήσουμε να σεβαστούμε την διαφορετικότητα τους ως δείγμα πραγματικής δημοκρατίας αντιστεκόμενοι σθεναρά στη ρητορική της ξενοφοβίας και της μισαλλοδοξίας.
Στα δικά μας λοιπόν τα χρόνια τα σακάτικα ίσως αντίστοιχα με του Εγγονόπουλου, το μεγάλο διακύβευμα να εδράζεται στις ψυχές μας. Να παραμερίσουμε τις παρωπίδες και να ανοίξουμε τις καρδιές μας ή να οπλιστούμε απέναντι στον αντίπαλο που στην εποχή μας τυχαίνει να ονομάζεται «μετανάστης» ή «πρόσφυγας» κι όχι βέβαια άνθρωπος;
Το παρακάτω ποίημα γράφτηκε το 1937, όταν ο Μπρέχτ, ο γνωστός θαυματουργός, ήταν αυτοεξόριστος στην Σουηδία, λίγα χρόνια πριν ξεσπάσει ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος, αλλά με τις φασιστικές θηριωδίες και τις διώξεις να κυριαρχούν στην Γερμανία του Χίτλερ.
Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν: «Μετανάστες». Θα πει, κείνοι που άφησαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο, δε φύγαμε γιατί το θέλαμε, λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν. Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνήγησαν, μας προγράψανε. Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία. Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά στα σύνορα, προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα ν’ απαρνιόμαστε, χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε. Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς οι ίδιοι μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας, περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα, μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει. Όμως κανένας μας δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε ακόμα.
Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (10 Φεβρουαρίου 1898 – 14 Αυγούστου 1956) ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα. Θεωρείται ο πατέρας του «επικού θεάτρου» (Episches Theater) στη Γερμανία. Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε μέχρι το έτος 1948. Έζησε πρώτα στη Δανία και τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑ καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στην Αμερική, όπου έζησε το κύριο μέρος της ζωής του, δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς. Μετά το τέλος του πολέμου εγκαταστάθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε ευρέως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα έργα του κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Έτσι, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι: Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε, Εγκώμιο στη μάθηση, Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου, Αυτό θέλω να τους πω, Να καταπολεμάτε το πρωτόγονο, Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ, Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου, Εγκώμιο στον Κομμουνισμό, Εγκώμιο στη Διαλεκτική.