Οι δύο όψεις του Gentrification

Gentrification
Πηγή εικόνας: medium.com

Πολλά γράφονται και ακούγονται, για την ανάγκη ολικής αναδιαμόρφωσης υποβαθμισμένων περιοχών σε πόλεις της Ελλάδας και ως επί το πλείστον της Αθήνας. Στο μυαλό των περισσοτέρων, πιθανότατα έρχεται η δημόσια αντιπαράθεση για την περιοχή των Εξαρχείων και οι εικόνες περιθωρίου και ανομίας που τη συνοδεύουν. Στη πραγματικότητα όμως, η διαδικασία “ποιοτικής” αναμόρφωσης υποβαθμισμένων γειτονιών, μέσω συγκεκριμένων κρατικών και επενδυτικών χειρισμών, αποτελεί ένα παγκόσμιο πολιτικοκοινωνικό φαινόμενο που βρίσκει τις ρίζες του στο μισό του προηγούμενου αιώνα και ονομάζεται “Gentrification”. O όρος Gentrification (εξευγενισμός), χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1964 από την Αγγλίδα κοινωνιολόγο Ruth Glass, στην προσπάθεια της να περιγράψει την “εκδίωξη” Λονδρέζικων εργατικών στρωμάτων από τις γειτονιές τους, προκειμένου αυτές να μετατραπούν σε τόπους κατοικίας της αυξανόμενης πληθυσμιακά αστικής τάξης. Έκτοτε το φαινόμενο επαναλήφθηκε – με διαφορετικές εκφάνσεις – σε πολλές μεγάλες πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής. Μέσα από αρκετές ιστορικές εφαρμογές του, ο τελικός και πλήρης ορισμός του gentrification αποκρυσταλλώθηκε ως: “ένα κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται από την αγορά και ανακαίνιση κατοικιών και καταστημάτων, η οποία με τη πάροδο του χρόνου οδηγεί στην αναβάθμιση της συνοικίας και την αύξηση των ενοικίων και ακινήτων”. Τη τελευταία 20ετία το φαινόμενο του gentrification βρίσκεται σε έξαρση, ιδιαίτερα λόγω της ανάγκης του μεσιτικού κεφαλαίου να ριζώσει σε νέα πεδία κερδοφορίας και επενδύσεων. Πιο συγκεκριμένα, στην Αμερική το 20 % των περιοχών με χαμηλές αξίες ακινήτων υπέστη gentrification από τις αρχές του 2000, την ίδια ώρα που μέχρι το 1990 το αντίστοιχο ποσοστό βρισκόταν μόλις στο 9%.

 

Εφαρμογές του Gentrification ανά το κόσμο και οι επιπτώσεις του

Το κυνικό δόγμα “Change or die” (“Αλλάζουμε ή πεθαίνουμε”) φαίνεται πως χρησιμοποίησαν επενδυτικοί όμιλοι και κρατικοί θεσμοί, προκειμένου να περιγράψουν την οριακή κοινωνική κατάσταση που είχε υπεισέλθει μια από τις πιο υποβαθμισμένες αλλά συνάμα πιο ιστορικές περιοχές όλης της Αμερικής, το Brooklyn. Η πτώση της βιομηχανικής παραγωγής στη Νέα Υόρκη κοντά στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, οδήγησε στην έξαρση της εγκληματικότητας και την περαιτέρω υποβάθμιση των περιοχών που κατοικούσαν τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα. Καθ’ όλη τη δεκαετία του ‘90 όμως, οι ιδιαίτερα σκληρές πολιτικές απέναντι στο έγκλημα, που είχαν ως εμπνευστή και ενορχηστρωτή τον δήμαρχο της Νέας Υόρκης κατά τη περίοδο 1994 – 2001, Rudy Giuliani, ήρθαν να συνδεθούν με μια ολόκληρη επενδυτική εκστρατεία σε όλο το φάσμα της πόλης. Περιοχές με έντονη την καλλιτεχνική παρουσία εκκενώθηκαν προκειμένου να μεγεθυνθεί η οικονομική ζώνη στο κέντρο, με τεράστιες εταιρείες (κυρίαρχα τράπεζες) και τα υψηλόβαθμα στελέχη τους να αγοράζουν ακίνητα στις γύρω περιοχές του Manhattan. Το φαινόμενο αυτό, από τότε μέχρι σήμερα, σταδιακά αλλά σταθερά εξαπλώνεται και σε περιοχές του Brooklyn. Είτε από επενδύσεις μεγάλων κτηματομεσιτικών εταιρειών, είτε από μικρότερης έκτασης ιδιωτικές πρωτοβουλίες, σημαντικά κομμάτια του Brooklyn μετατράπηκαν (και συνεχίζουν να μετατρέπονται) σε υψηλού κύρους πολιτισμικά κέντρα ή άλλης χρήσης δημιουργήματα, εκμεταλλευόμενα την “μετα – βιομηχανική” ατμόσφαιρα και την ιστορικότητα της περιοχής. Η ανάπλαση του Brooklyn παρότι έχει βρει πολλούς υποστηριχτές, συχνά έρχεται αντιμέτωπη με κατηγορίες “έμμεσης απομάκρυνσης” φτωχών οικογενειών που κατοικούσαν επί χρόνια στις γύρω συνοικίες και για προσπάθεια εξάλειψης των κοινοτικών χαρακτηριστικών αυτών.

Διαβάστε επίσης  Επεστράφη στην Ελλάδα μάρμαρο από την αρχαία Ολυμπία

Γυρνώντας ακόμα περισσότερες σελίδες της ιστορίας, μεταφερόμαστε στην Ιταλία του 1971 και συγκεκριμένα στη πόλη της Μπολόνιας, όπου εφαρμόστηκε μια σειρά σχεδίων καθολικής ανάπλασης του κέντρου της. Τα σχέδια αρχικά εμπνεύστηκαν από την ανάγκη η πόλη να ξαναγίνει “λειτουργική” για το σύνολο της κοινωνίας της Μπολόνιας. Αναγνωρισμένοι αρχιτέκτονες, όπως ο Leonardo Benevolo σε συνεργασία με τις δημοτικές αρχές αλλά και επενδυτικούς ομίλους, κατέστρωσαν μια σειρά κοινωνικών προγραμμάτων, όπου μεταξύ άλλων εγκαταλελειμμένα κτήρια παραχωρήθηκαν για τη κάλυψη στεγαστικών και εκπαιδευτικών αναγκών, ενώ το κράτος ανέλαβε μέχρι και τα οικονομικά έξοδα επισκευών σε ιδιόκτητα κτήρια. Παρότι όμως, επιτεύχθηκε ο στόχος περί προστασίας της χαρακτηριστικής αρχιτεκτονικής της πόλης και του πολιτισμού της, το gentrification της Μπολόνιας δημιούργησε σειρά έντονων κοινωνικών παρενεργειών. Αρχικά, οι βασικές παραγωγικές μονάδες βιοτεχνίας της πόλης απομακρύνθηκαν από το κέντρο και τη θέση τους πήραν μεγαλύτερου βεληνεκούς εμπορικοί και τραπεζικοί οργανισμοί. Ακολούθως, ανεπάρκειες και λάθη στην εκτέλεση των σχεδίων ανάπλασης της πόλης οδήγησαν σε μεγάλες κυκλοφοριακές δυσκολίες που κατέστησαν το κέντρο της πόλης “μη προσεγγίσιμο” σε αντίθεση με το αρχικό πλάνο. Απόρροια της νέας  πραγματικότητας, αποτέλεσαν οι εντονότατες επικρίσεις από πολιτικές ομάδες με εντεταμένη δραστηριότητα στη πόλη, οι οποίες εξέλαβαν το gentrification σαν μέσο καταστολής των πολιτικών καταλήψεων (κυρίαρχο φαινόμενο στην Ιταλία του ‘70) και αποδυνάμωσης των εργατικών σωματείων, εξαιτίας της απομάκρυνσης των παραγωγικών μονάδων από τον αστικό ιστό.

Advertising

Advertisements
Διαβάστε επίσης  Dagen H: Η μέρα που άλλαξε η κυκλοφορία στη Σουηδία
Ad 14

Το φαινόμενο gentrification στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, παρότι σχεδόν όλα τα κέντρα των μεγάλων πόλεων έχουν περάσει από ριζικές πολεοδομικές και κοινωνικές αλλαγές, δεν βρίσκεται αναλογική σύνδεση με το βάθος και τη ποιότητα του φαινομένου, όπως αυτό έχει εφαρμοστεί σε άλλα σημεία του πλανήτη. Αυτό αποκρυσταλλώνεται πλήρως στη δεκαετία του ‘60 και του ‘70, όπου παρότι πολλές περιοχές της πόλης “αναπλάστηκαν” υπό συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά καλούπια, το gentrification στην Ελλάδα δεν ακολούθησε τη περπατημένη οδό ούτε κάποιο προσεκτικό σχέδιο από πλευράς κρατικών ή δημοτικών θεσμών. Τα δύο πρότυπα ανάπλασης Ελληνικών γειτονιών που κυριάρχησαν ήταν: από τη μία αυτό της ανέγερσης ομοιόμορφων πολυκατοικιών (π.χ. σε προσφυγικές περιοχές) για την κάλυψη των αναγκών που δημιούργησε η αστικοποίηση και η διόγκωση της μεσαίας τάξης και από την άλλη η μετατροπή υποβαθμισμένων και οριακά εγκαταλελειμμένων περιοχών σε ζώνες ψυχαγωγίας και διασκέδασης (π.χ. Γκάζι).

Τα πιο κοντινά παραδείγματα γειτονιών – συνοικιών που έχουν υποστεί, έστω ιδιότυπα, gentrification βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή του ιστορικού κέντρου. Η Πλάκα, λόγω της αρχαιολογικής της σημασίας, αποτέλεσε το πρώτο πείραμα Ελληνικού gentrification. Ήδη από το 1979, κρατικοί θεσμοί και πολιτισμικοί οργανισμοί, συνέταξαν πολεοδομικά σχέδια για να αναδειχθεί εκ νέου ο ιστορικός χαρακτήρας της περιοχής, ο οποίος λόγω της άναρχης δόμησης και των τάσεων κερδοσκοπίας είχε αρχίσει να εξασθενεί. Σημαντικά έργα, τόσο πολεοδομικά (πεζοδρομήσεις) όσο και αρχαιολογικά (σημειακές ανασκαφές) ανέδειξαν τη Πλάκα σε μια από τις σημαντικότερες τουριστικές περιοχές της χώρας. Το τέλος του “Πλακιώτικου” gentrification εκτόξευσε τη περιοχή σε ένα ανώτερο ποιοτικό επίπεδο. Άμεσα συνεπακόλουθα όμως αυτής της αναβάθμισης ήταν η απομάκρυνση των παραδοσιακών της κατοίκων (ιδιαίτερα από τις λαϊκές συνοικίες της Άνω Πλάκας και τα Αναφιώτικα) και η εκτόξευση των ενοικίων διαμόρφωσαν μία κατ εξοχήν νέα κατάσταση στην περιοχή. Το δεύτερο πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της πόλης, αποτελεί η περιοχή του Μεταξουργείου. Μια περιοχή που “αγκιστρώθηκε” στο αναπτυξιακό άρμα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και μέσα σε τρομακτικά μικρό διάστημα υπέστη έντονο πολεοδομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό. Με αιχμή δόρατος την αναγέννηση μιας πρώην εργοστασιακής περιοχής σε κέντρο του σύγχρονου πολιτισμού, για το Μεταξουργείο έχουν συνταχθεί σχέδια δημιουργίας διαφόρων εκθεσιακών κέντρων και προώθησης μια νέας αστικής αρχιτεκτονικής για τα κτήρια και το περιβάλλον. Η κρυφή πλευρά αυτής της όμορφης ιστορίας όμως, είναι πως ως επί το πλείστον οι χώροι που ανακαινίστηκαν και αξιοποιήθηκαν αποτελούσαν χώρο στέγασης κοινωνικών ομάδων με σημαντικά προβλήματα επιβίωσης (κατά κύριο λόγο μεταναστών και αστέγων), οι οποίοι όπως ήταν φυσικό απομακρύνθηκαν από την περιοχή.

Διαβάστε επίσης  Τα λουλούδια που σημάδεψαν τον Α' Π. Π.

Gentrification: Φυσική εξέλιξη ή κερδοσκοπική απάτη;

Advertising

Το gentrification, ως οικονομική και κοινωνική διαδικασία, γεννήθηκε προς όφελος της εκμετάλλευσης αναξιοποίητων περιοχών συνήθως στα κέντρα των πόλεων και ως συνέπεια της εκτόξευσης της μεσαίας τάξης η οποία θέλησε να προσαρμοστεί στο σύγχρονο τρόπο ζωής των αστικών κέντρων, αφήνοντας πίσω της το όραμα “μιας ήσυχης μονοκατοικίας στα προάστια”. Για πολλούς, το φαινόμενο αποτελεί μια φυσική και μη – αντιστρεπτή εξέλιξη των σύγχρονων πόλεων. Για άλλους πάλι, οι επιπτώσεις της απότομης απομάκρυνσης των ασθενέστερων στρωμάτων από τις γειτονιές που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, των ‘’ζωντανών οργανισμών’’ που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα αλλά και τις πολιτιστικές παρακαταθήκες κάθε περιοχής σε συνδυασμό με τη “βίαιη μετάλλαξη” της κοινωνικής ταυτότητας συγκεκριμένων γειτονιών αποτελούν ηθικό τροχοπέδη που προσομοιάζει το φαινόμενο με δηλητήριο για τα αστικά κέντρα και την ιστορία τους. Τα ιστορικά παραδείγματα που αναφέρονται αποτελούν ένα βασικό “οδικό χάρτη” για να αντιληφθούμε την αναγκαιότητα σύνδεσης του σχεδίου αναβάθμισης υποβαθμισμένων περιοχών με την προστασία των κατοίκων και των κοινωνικών τους αναγκών.


Πηγές:

1) Το φαινόμενο του εξευγενισμού (gentrification) κεντρικών περιοχών των πόλεων. Αθανασσόπουλος Ο.– Καραβά Μ.
2) Gentrification in Brooklyn. Ανακτήθηκε από www.humanityinaction.org/knowledge_detail/change-or-die-gentrification-in-brooklyn/
3) To φαινόμενο του Gentrification – παραδείγματα στο αθηναϊκό αστικό τοπίο. Καραχάλιος Σ. – Μπελμέζη Λ. Μ.

Γεννήθηκα και σπούδασα στην Αθήνα στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο. Παρόλα αυτά το ενδιαφέρον μου για την ενημέρωση και την επικοινωνία με ώθησε να ασχοληθώ με την αρθρογραφία και γενικότερα τη δημοσιογραφία.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Σχολική ετοιμότητα παιδιών με χαμηλό βάρος γέννησης

Το παρόν άρθρο Το παρόν άρθρο, με τίτλο Σχολική ετοιμότητα

Ανατροφή παιδιών με ΑΓΔ: Ανταμοιβές και προκλήσεις

Το παρόν άρθρο Περίπου 7,6% των παιδιών (~ δύο παιδιά