Το καλοκαίρι του 2019 θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κάποιος «καυτό» για την πολιτική ζωή της χώρας μας, με την διεξαγωγή ευρώ βουλευτικών και εθνικών εκλογών. Η ψηφοφορία είναι πολύ σημαντική γιατί όλοι συμμετέχουν στην πολιτική ζωή της χώρας και το κυριότερο, έχει ταυτιστεί με την δημοκρατία της χώρας. Η εκλογή των πολιτικών προσώπων διαφέρουν από χώρα σε χώρα αλλά και από εποχή σε εποχή. Στην αρχαιότητα δεν ακολουθούσαν την ίδια διαδικασία με σήμερα.
Στην εποχή του Ομήρου, γίνονταν φανερές ψηφοφορίες δια βοής ή υψώνοντας το χέρι. Ενώ στην Αρχαία Σπάρτη, η ψηφοφορία γινόταν τόσο φανερά όσο και μυστικά, η φανερή γινόταν με ανάταση του χεριού μετά από ονομαστική πρόσκληση των εκλογέων, ενώ η μυστική γινόταν με σφαιρίδια.
Στην Αρχαία Αθήνα, εφαρμόστηκε το πείραμα της άμεσης δημοκρατίας.
Οι πολίτες λάμβαναν οι ίδιοι αποφάσεις νομοθετικού και εκτελεστικού περιεχομένου, στις αποφάσεις, όμως συμμετείχαν μόνο οι Αθηναίοι, οι οποίοι διατηρούσαν πολιτικά δικαιώματα και όχι το σύνολο των πολιτών. Δικαίωμα να συμμετάσχουν και να ψηφίσουν στη συνέλευση της Εκκλησίας του Δήμου, είχαν μόνο οι άνδρες, εφόσον είχαν εκπληρώσει τη στρατιωτική τους θητεία, ενώ αποκλείονταν οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι. Επίσης, δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, όσοι ήταν ασυνεπείς στις οικονομικές τους οφειλές προς την πόλη, μάλιστα, η στέρηση του πολιτικού δικαιώματος ήταν μόνιμη ή κληρονομήσιμη. Ο κάθε πολίτης άνω των 20 όχι μόνο μπορούσε να συμμετάσχει στη λήψη αποφάσεων, αλλά θεωρούταν καθήκον του.
Η ψηφοφορία γινόταν με ανάταση των χεριών, ενώ οι αξιωματούχοι έκριναν συνήθως το αποτέλεσμα, μετρώντας με το μάτι τα υψωμένα χέρια. Για κάποια σημαντικά θέματα ήταν απαραίτητη η παρουσία ελάχιστου αριθμού 6.000 πολιτών στην ψηφοφορία. Για την ψηφοφορία χρησιμοποιούνταν σφαιρίδια βαμμένα άσπρα και μαύρα για το «ναι» και το «όχι αντίστοιχα. Ο κάθε πολίτης με τη σειρά του, το έριχνε σε ένα μεγάλο πιθάρι. Στη συνέχεια το έσπαγαν για να γίνει η καταμέτρηση. Η συμμετοχή στη συνέλευση του Δήμου ήταν προαιρετική.
Στη σύγχρονη Ελλάδα, από το 1865 και μετά οι εκλογές γίνονταν με σφαιρίδιο.
Σε κάθε εκλογικό τμήμα υπήρχαν τόσες κάλπες όσοι και οι υποψήφιοι, γεγονός που δυσκόλευε τη διαδικασία και την έκανε αρκετά χρονοβόρα. Ο ψηφοφόρος έπρεπε ουσιαστικά να περάσει από όλες τις κάλπες των υποψηφίων αλλιώς του επιβαλλόταν ποινή φυλάκισης και χρηματικό πρόστιμο.
Η κάλπη ήταν κατασκευασμένη από τσίγκο και χωρισμένη σε δύο μέρη, στα οποία αναγραφόταν εξωτερικά το «ναι» στη δεξιά λευκή πλευρά και το «όχι» στην αριστερή μαύρη πλευρά της. Οι ψηφοφόροι έπαιρναν στο χέρι τους από τον σφαιροδότη, (τον δικαστικό αντιπρόσωπο του σήμερα), το σφαιρίδιο, σήκωνε το χέρι του ψηλά για να δουν τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής ότι κρατούσε μόνο ένα. Στη συνέχεια πλησίαζε στην κάλπη για να ψηφίσει «ναι» ή «όχι».
Όταν κάποιος επέλεγε το «όχι», ουσιαστικά, καταψήφιζε τον υποψήφιο, δίνοντάς του αρνητική ψήφο. Λόγω του μαύρου χρώματος της κάλπης, γεννήθηκαν και οι εκφράσεις «τον μαύρισε» ή «έφαγε μαύρο». Η κάλπη ήταν καλυμμένη εσωτερικά με ύφασμα. Αυτό γινόταν για να διατηρηθεί η μυστικότητα της ψηφοφορίας και να μην ακούγεται από ποια πλευρά έπεφτε το σφαιρίδιο.
Τα ψηφοδέλτια ξεκίνησαν να χρησιμοποιούνται από το 1912. Από τις βουλευτικές εκλογές του 1926 είναι το μέσο ψηφοφορίας μαζί με τον σταυρό προτίμησης που ισχύει μέχρι και σήμερα.
Σήμερα, ο λαός πρέπει να προσέλθει στις κάλπες από τις 07.00 – 19.00 στο εκλογικό τμήμα, στο οποίο ανήκει ο καθένας.
Η εφορευτική επιτροπή αποτελείται από δικαστικούς αντιπροσώπου και γραμματείς. Αυτή ελέγχει τα απαραίτητα έγγραφα για την επαλήθευση της ταυτότητας του ψηφοφόρου. Επίσης, επαληθεύει και το όνομα του εκλογέα στον εκλογικό κατάλογο. Στη συνέχεια δίνει τα ψηφοδέλτια όλων των κομμάτων που συμμετέχουν στη διαδικασία στη συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια. Μαζί με αυτά και ένα λευκό ψηφοδέλτιο. Στη συνέχεια, ο εκλογέας μπαίνει στο παραβάν για να δηλώσει την προτίμησή του. Η ψηφοφορία είναι μυστική. Η διαφορά με την εκλογές στην αρχαιότητα είναι ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται δια αντιπροσώπου και όχι άμεσα από τον ίδιο το λαό.
Πηγές: