
Πρόκειται για έναν από τους, πλέον, σημαντικότερους και δημοφιλέστερους ζωγράφους με παγκόσμια αναγνώριση που η αξία του εκτιμήθηκε μετά θάνατον, για έναν άνθρωπο που περιπλανήθηκε από χώρα σε χώρα και από πόλη σε πόλη προκειμένου να βρει τον προορισμό του. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε να δημιουργήσει έργα που έναν αιώνα αργότερα, βρίσκονται στο επίκεντρο του καλλιτεχνικού κόσμου, έναν άνθρωπο που η προσωπικότητά του προσέλκυσε περισσότερο κόσμο από ότι τα έργα του. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που εν τέλει δεν βρήκε τον προορισμό του και ταλαιπωρημένος από την αναζήτηση, αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του σε ηλικία μόλις 37 ετών. Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι άλλος από τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh).
Ο Ολλανδός ζωγράφος (1853-1890) επιχείρησε να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του που ήταν θεολόγος, όμως, η προσπάθειά του να γίνει ιεροκήρυκας, απέτυχε. Η αποτυχία αυτή τον οδήγησε στην ενασχόλησή του με τη ζωγραφική με την οποία ήρθε πολύ νωρίς σε επαφή μιας και η μητέρα του, Άννα, στα νιάτα της είχε δοκιμάσει τη τύχη της στην τέχνη ζωγραφίζοντας λουλούδια και έτσι ενθάρρυνε το πρώιμο ενδιαφέρον του γιου της για τη ζωγραφική. Αργότερα, ο νεαρός Βίνσεντ αποφασίζει να εργαστεί ως έμπορος τέχνης και έτσι αποκτά βαθιά γνώση της ιστορίας της ζωγραφικής. Η δουλειά αυτή εκτός από γνώσεις, θα του προσφέρει και ταξίδια σε διάφορες πόλεις της Ολλανδίας καθώς επίσης και στη Γαλλία και την Αγγλία όπου θα έρθει σε επαφή με πολλά καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής. Ο αυτοδίδακτος ζωγράφος αποτύπωνε στους πίνακές του άλλοτε τον εκσυγχρονισμό της πατρίδας του που προκάλεσε η Βιομηχανική Επανάσταση και άλλοτε τη νοσταλγία του για τα τοπία που είχαν σημαδέψει τα νεανικά του χρόνια. Ύστερα από πολλά χρόνια περιπλάνησης στην Ευρώπη, αποφασίζει τον Φεβρουάριο του 1888 να εγκατασταθεί στη Γαλλία και συγκεκριμένα στη πόλη, Αρλ, όπου γοητευμένος από τα τοπία, θα δημιουργήσει πάνω από 300 πίνακες. Η εγκατάσταση αυτή σήμανε την αρχή του τέλους.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του έργα είναι το «Κίτρινο Σπίτι» στο οποίο διέμενε καθώς και «Το Δωμάτιό» του.
Τι το ιδιαίτερο, όμως, είχε αυτό το δωμάτιο και οδήγησε τον ζωγράφο στην αποτύπωσή του; Τι περιλάμβανε η διακόσμησή του και τι μαρτυρεί η επιλογή των χρωμάτων για τον ίδιο τον ζωγράφο;
Τον Μάιο του 1888, ο Βίνσεντ νοικιάζει το «Κίτρινο Σπίτι», το οποίο και χρησιμοποιεί ολόκληρο το καλοκαίρι σαν εργαστήρι. Εγκαθίσταται εκεί πλήρως τον επόμενο Σεπτέμβρη, όταν πια έχει ολοκληρώσει το βάψιμο και την επίπλωσή του γεμάτος ενθουσιασμό για να αποτυπώσει στους πίνακές του τα ζωηρά και συνάμα πλήρως αρμονικά χρώματα της μικρής αυτής πόλης. Η εγκατάσταση αυτή σηματοδοτείται με τη δημιουργία του περίφημου πίνακα «το Δωμάτιο», τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Σε ένα από τα γράμματά του στον φίλο και ζωγράφο, Γκογκέν, γράφει:
«Έκανα ένα κάδρο του υπνοδωματίου μου, με τα έπιπλα από λευκό ξύλο, όπως τα ξέρετε. Ε, λοιπόν διασκέδασα πολύ κάνοντας αυτό το λιτό εσωτερικό, με μια απλότητα σαν του Σερά: με επίπεδα χρώματα, χονδροκομμένα όμως, χωρίς να διαλύσω τη μπογιά… Η πρόθεσή μου ήταν να εκφράσω την απόλυτη ανάπαυση μέσα από αυτούς τους τόσο διαφορετικούς τόνους, που ανάμεσά τους υπάρχει μόνο μια λευκή νότα, στον καθρέφτη με τη μαύρη κορνίζα…».
Ενώ σε μια επιστολή του στον αδελφό του, Τεό, αναφέρει:
«Αυτή τη φορά ζωγραφίζω απλά την κρεβατοκάμαρά μου. Αλλά το χρώμα θα πρέπει να είναι πλούσιο σε αυτό το σημείο, με απλοποίηση του τρόπου που εφαρμόζεται στα αντικείμενα προσθέτοντας ένα βαθμό μεγαλείου, ώστε να υπονοεί την ανάπαυση ή το όνειρο. Λοιπόν, έχω καταλάβει ότι σχεδιάζοντας την σύνθεση, παύουμε να σκεφτόμαστε και να ονειρευόμαστε. Έβαψα τους τοίχους ανοικτό βιολετί. Το πάτωμα με καρό. Το ξύλινο κρεβάτι και τις καρέκλες, κίτρινα όπως το φρέσκο βούτυρο. Το σεντόνι και τα μαξιλάρια, ανοιχτό λάιμ. Το κάλυμμα μπορντό. Το παράθυρο, πράσινο. Το νιπτήρα, πορτοκαλί. Την καράφα, μπλε. Τις πόρτες, λιλά. Και, αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο σε αυτό το δωμάτιο με κλειστά παντζούρια. Τα τετράγωνα κομμάτια των επίπλων πρέπει να εκφράζουν την ανάπαυση. Επίσης, τα πορτρέτα στον τοίχο, τον καθρέφτη, το μπουκάλι, και μερικά κοστούμια. Το λευκό χρώμα δεν έχει χρησιμοποιηθεί στον πίνακα, έτσι ώστε το πλαίσιό του θα είναι λευκό».
Advertising
Ο καλλιτέχνης, θέλοντας να αποδώσει με το διάσημο αυτό εσωτερικό την απόλυτη γαλήνη, χρησιμοποίησε «επίπεδες και αυθαίρετες αποχρώσεις, σαν αυτές που βλέπουμε στις γιαπωνέζικες ξυλογραφίες», οι οποίες είχαν καίριο ρόλο στην καλλιτεχνική ανάπτυξη του ζωγράφου. Με μια δεύτερη ματιά στον πίνακα, γίνεται αντιληπτό ότι σε αντίθεση με τους περισσότερους πίνακές του, ο συγκεκριμένος δεν έχει ούτε κηλίδες, ούτε γραμμασκιάσεις, αλλά ούτε και σκιές. Είναι ένα έργο τέλεια ισορροπημένο ως προς τη σύνθεση και τους τόνους. Το κίτρινο χρώμα είχε κυρίαρχη θέση στη παλέτα του και αυτό είναι φανερό και στον συγκεκριμένο πίνακα. Η επιλογή αυτού του χρώματος αντιπροσώπευε για τον καλλιτέχνη την λάμψη του ηλίου, την ελπίδα, τη χαρά, την ζωή. Πρόκειται για ένα μικρό και λιτό δωμάτιο, χωρίς πολλά αντικείμενα και μεγάλες πολυτέλειες. Παρατηρείται ότι ο αριθμός των αντικειμένων είναι διττός, δυο καρέκλες, δυο μαξιλάρια, δυο πόρτες. Πάνω στο τραπεζάκι τοποθετεί τα απαραίτητα αντικείμενα της καθημερινότητάς του, που είναι ελάχιστα όμως είναι δικά του και αυτό του είναι αρκετό. Εξάλλου, κατά τη γνώμη του, έχουν και αυτά τη δική τους ψυχή. Από το δωμάτιο δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι πίνακες που είναι 5 στο σύνολό τους. Μάλιστα, οι δυο αποτελούν μικρογραφίες πορτρέτων του Βαν Γκογκ από τους φίλους του Eugène Boch και Paul-Eugène Milliet. Το πορτρέτο του Eugène Boch ονομάζεται «Ο Ποιητής» και το πορτρέτο του Paul-Eugène Milliet ονομάζεται «Ο Εραστής». Το κεκλιμένο και παραδόξως κοίλο δάπεδο οφείλεται προφανώς στη δυσκολία του καλλιτέχνη να ζωγραφίσει έναν αρκετά μικρό χώρο από πολύ κοντά, ενώ κάποια παλαιότερα σχέδια του συγκεκριμένου δαπέδου μαρτυρούν πως το δωμάτιο είχε ούτως ή άλλως παράξενο σχήμα.
«Το Δωμάτιο», ή αλλιώς το «Υπνοδωμάτιο στην Αρλ», αποτελεί την αφήγηση της ζωής του Βίνσεντ, τον καθρέφτη του εσωτερικού του κόσμου. Ο καλλιτέχνης αισθάνθηκε τόσο πολύ το θέμα ως αλληγορία της οικογενειακής ζωής, που στην αρχή σκέφτηκε να ζωγραφίσει μια γυμνή γυναίκα πάνω στο κρεβάτι ή την κούνια ενός μωρού. Αυτή η σκέψη πιθανόν να οφείλεται σε μια σχέση που διατηρούσε για κάποια χρόνια με μια γυναίκα που είχε αποκτήσει παιδιά με τον πρώην σύντροφο της. Θα αντιγράψει άλλες δυο φορές τον πίνακα, κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στην ψυχιατρική κλινική του Σεν Ρεμύ, επειδή στο μεταξύ είχε γίνει για αυτόν η αλληγορία μιας ολοκληρωμένης ζωής οριστικά χαμένης.
Παρά το φως και τη ζωντάνια που εξέπεμπε αυτό το δωμάτιο, σύντομα θα αποτελούσε έναν χώρο μελαγχολίας και θλίψης. Τον ζωγράφο θα επισκεφτεί ο φίλος του Πωλ Γκογκέν και η συμβίωση των δυο αυτών εκρηκτικών προσωπικοτήτων θα αποβεί μοιραία. Όπως λέγεται, οι δυο τους διαπληκτίζονται και ο Βίνσεντ απειλεί τον Γκογκέν με ένα ξυράφι το οποίο εν τέλει, στρέφει στον εαυτό του. Αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν να κόψει το ένα του αυτί. Το γεγονός αυτό αποτελεί την πρώτη ένδειξη της παραφροσύνης του ζωγράφου.
Λίγους μήνες αργότερα πηγαίνει στο ψυχιατρείο του γειτονικού Σεν Ρεμύ ντε Προβάνς έχοντας γνώση της ψυχικής του αστάθειας. Η περίοδος εκεί αποτελεί ιδιαίτερα δημιουργική για τον ίδιο όμως η παραμονή του θα διαρκέσει λίγους μήνες αφού η απομόνωση και η ανάπαυση που προέβλεπε το ίδρυμα, θεωρούσε ότι επιδείνωναν την κατάστασή του. Ήθελε να βρίσκεται ανάμεσα σε γνώριμα σκηνικά και ανθρώπους για αυτό και το 1890, αποφασίζει να μετακομίσει στην Οβέρ συρ Ουάζ ώστε να βρίσκεται πιο κοντά στον αδελφό του που «χωρίς τον οποίον» όπως έλεγε «θα ήταν πολύ θλιμμένος» καθώς και τον γιατρό του, Πωλ Γκασέ. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του ζωγραφίζει λιβάδια και αγροτόσπιτα ενώ είναι πολλές και οι προσωπογραφίες, κυρίως του Γκασέ, τον οποίο δεν θεωρούσε αρκετά ικανό για να τον θεραπεύσει αφού πίστευε ότι διέθεταν την ίδια τρέλα.
Στις 27 Ιουλίου του 1890, ο Βίνσεντ, αντιμετωπίζοντας βαριά κατάθλιψη, αυτοπυρπολείται και τελικά πεθαίνει δυο μέρες αργότερα.
Ο ακαδημαϊκός καλλιτέχνης Ερνέστ Μεϊσονιέ είχε γράψει:
«ο δύστυχος Βαν Γκογκ, του οποίου ο θάνατος σήμανε το σβήσιμο μιας όμορφης και ιδιοφυούς φλόγας, έφυγε από κοντά μας τόσο αφανής και παραμελημένος, όσο και όταν ήταν ζωντανός…».
Και όντως, αυτό ήταν. Μια καλλιτεχνική ιδιοφυΐα που εν ζωή κατάφερε να πουλήσει έναν μόνο πίνακα και μετά θάνατον, οι πίνακές του άξιζαν εκατομμύρια. Μια αυτοδίδακτη καλλιτεχνική ιδιοφυΐα που ίσως πίσω από τα λαμπρά και γεμάτα ζωντάνια και φως έργα του, προσπαθούσε να κρύψει τη μελαγχολία και τη θλίψη του. Μια καλλιτεχνική ιδιοφυΐα που πάντα ζωγράφιζε τα ανθισμένα και γεμάτα ζωή λουλούδια και ποτέ τη νεκρή φύση που κατοικούσε μέσα του. Μια νεκρή φύση που την έθρεφε η μοναξιά. Αυτή η ιδιοφυΐα, λοιπόν, πάλεψε για πολλά χρόνια με τον χειρότερο δαίμονά του, την κατάθλιψη. Νίκησε; Νικήθηκε; Ένα είναι σίγουρο. Ο πλανήτης θρήνησε την απώλεια του πιο λαμπρού αστεριού που βρίσκεται στον ουρανό της Έναστρης Νύχτας.
ΠΗΓΕΣ
Τζούντι Σαντ, Βαν Γκογκ, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2005
Άμστερνταμ- Μουσείο Βαν Γκογκ, Πήγασος Εκδοτική Α.Ε, 2006
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A5%CF%80%CE%BD%CE%BF%CE%B4%CF%89%CE%BC%CE%AC%CF%84%CE%B9%CE%BF_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%91%CF%81%CE%BB (Τελευταία πρόσβαση 29.11.20).