Κατά το μεσαίωνα οι λεηλασίες αποτελούν ένα συνηθισμένο τρόπο πλουτισμού και μια αναμενόμενη «θεομηνία» από τους ανθρώπους της εποχής. Κατά την περίοδο αυτή της ιστορίας τα υφαντά προϊόντα αποτελούν περιζήτητη λεία. Ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα σκεύη, τα όπλα, τα βιβλία αλλά και οι άνθρωποι (το πιο ακριβά ανταλλάξιμο προϊόν). Άμα τη αλώσει της πόλης τους, οι άνθρωποι απογυμνώνονται στην κυριολεξία από κάθε ένδυση.
Η ένδυση μέχρι και λίγο πριν την βιομηχανική επανάσταση είναι πολύτιμο αγαθό. Δεν είναι καθόλου περίεργο, πως οι πρώτοι, που κάνουν γιγάντιες περιουσίες μετά την εκμηχάνιση της υφαντουργίας, είναι οι αυτοί που ενεργοποιήθηκαν στην υφασματοβιομηχανία. Όλα αυτά, φυσικά, στη Μεγάλη Βρετανία, όπου αποτέλεσε τον τόπο έναρξης της βιομηχανικής επανάστασης.
Σήμερα η βιομηχανία της κλωστοϋφαντουργίας είναι κάτι συνηθισμένο και εξ αιτίας της εκμηχάνισης, κάτι ιδιαίτερα φτηνό για την αγορά. Είναι σχεδόν μη κατανοητή η διαφορά αξίας (χρηματικής και ποιοτικής ) ενός σεντονιού και μιας κοινής μπλούζας μεταξύ του 1200 και 2000. Ένας άνθρωπος του μεσαίωνα θα μπορούσε με δυσκολία να αντιληφθεί, πόσο ασήμαντο είναι ένα «μακό» του σήμερα. Ούτε βέβαια ένας σημερινός να καταλάβει, γιατί άραγε έπρεπε να φυλάσσεται με τόσο σπουδή ένας χιτώνας.
Είναι ενδεικτική η περιγραφή, από την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Λατίνους και τις λεηλασίες τους το 1185 από τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης:
“…ενώ οι οικοδεσπότες είχαν διωχθεί και περιπλανιόνταν από δω κι’ από κει πεινώντας, διψώντας και ριγώντας από το κρύο, καθώς ήταν επιπλέον γυμνοί. Και μακάρι να ήταν τελείως γυμνοί, γιατί έτσι τουλάχιστον να τους ευσπλαχνίζονταν όσοι τους είχαν γυμνώσει. Οι δικοί μας επινοούσαν ενδύματα, για να αποφεύγουν το θέαμα ντροπής, και έτσι προκαλούσαν έλεος. Η ανάγκη ωθούσε τον καθένα να βρει ένα οποιοδήποτε ένδυμα, ακόμη και το πιο παράξενο. Όσοι το έβλεπαν και δεν ένιωθαν οδύνη, θα μπορούσαν να γελάσουν με το κωμικό θέαμα. Οποίος όμως ήταν βουτηγμένος στο πένθος, δεν θα μπορούσε, να μην πεθάνει από λύπη.”
