
Στο δεύτερο έργο του, με τίτλο Φιλοσοφικές έρευνες, που δημοσιεύτηκε στην Αγγλία 2 χρόνια μετά τον θάνατό του (1953), ο Ludwig Wittgenstein εκθέτει τη φιλοσοφική του άποψη σχετικά με το νόημα και τη χρήση της γλώσσας. Σε αυτό το έργο ο φιλόσοφος παρουσιάζει την καινούργια θεωρία του για τη γλώσσα που αντιτίθεται στο προηγούμενο έργο του με τίτλο Tratactus Logico–philosophicus (1921). Στο Tratactus η σχέση του κόσμου με τη γλώσσα θεμελιωνόταν στην ονομασία, απλά σημεία της γλώσσας ονόμαζαν απλά άτομα του κόσμου. Η γλώσσα, δηλαδή, απεικόνιζε τον κόσμο. Στο παρόν έργο ο Ludwig Wittgenstein προσπαθεί να αναζητήσει την πραγματική λειτουργία της γλώσσας και όχι το νόημα που κρύβεται πίσω από τις λέξεις όπως στο Tratactus.
Στο έργο παρατίθεται ένα απόσπασμα από τις Εξομολογήσεις του Αυγουστίνου. Ο Αυγουστίνος παρουσιάζει την εκμάθηση της γλώσσας όπως την αντιλαμβάνεται ένα μικρό παιδί, στην ουσία είναι τα πρώτα στάδια εκμάθησης της γλώσσας από ένα μικρό παιδί. Κάθε λέξη δίνει ένα συγκεκριμένο όνομα σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, δηλαδή το αντικείμενο είναι αυτό που απεικονίζει η λέξη (απεικονιστική σχέση). Η «γλώσσα», όπως την παρουσιάζει ο Αυγουστίνος, μπορεί να θεωρηθεί απλούστερη από τη δική μας, αφού η χρήση της περιορίζεται μόνο στη συνεννόηση μιας κλειστής ομάδας ανθρώπων για την εκτέλεση μιας εργασίας (π.χ. σε μία ομάδα οικοδόμων).
Ένα από τα πρώτα σταδία εκμάθησης και εξάσκησης της γλώσσας είναι η συνειρμική σύνδεση κάθε λέξης με την παράσταση του αντικείμενου, που αυτή η λέξη ονομάζει, μέσα στο νου του μαθητευόμενου. Αυτό ο φιλόσοφος το ονομάζει «καταδεικτική διδαχή». Μια άλλη μορφή εξάσκησης είναι όταν ο μαθητευόμενος επαναλαμβάνει τη λέξη μετά τον δάσκαλο. Αυτός, όμως, που ορίζει την εξάσκηση της γλώσσας με αυτούς ακριβώς τους τρόπους, περιορίζεται σε ουσιαστικά όπως «σπίτι», «δρόμος» και στα κύρια ονόματα. Ο Ludwig Wittgenstein προσπαθεί να ερευνήσει, από την άλλη, αν μπορούν να διδαχθούν με παρόμοιο τρόπο λέξεις όπως τα αριθμητικά και τα επιρρήματα. Ο φιλόσοφος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος εκμάθησης τέτοιων λέξεων παρομοιάζεται με την «καταδεικτική διδαχή».
Οι μαθητευόμενοι, ωστόσο, στα προηγούμενα στάδια μάθαιναν το νόημα των λέξεων μέσα από την απεικονιστική σχέση που αυτές έχουν με τα πράγματα, για παράδειγμα όταν ο μαθητευόμενος άκουγε τη λέξη «πόρτα» στο νου του αυτόματα ερχόταν η εικόνα της λέξης «πόρτα». Έτσι, οι μαθητευόμενοι μάθαιναν ότι η λέξη «πόρτα» υποδηλώνει το αντικείμενο «πόρτα». Εντούτοις, υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα σύμφωνα με τον φιλόσοφο. Μήπως υπάρχει και άλλος δρόμος ή και άλλος τρόπος; Μήπως όλα αυτά αποτελούν ένα λάθος τελικά; Όταν μια λέξη σημαίνει κάτι, γιατί να μην το φανερώνει και μέσα από τη χρήση της; Στη γλώσσα υπάρχουν χιλιάδες λέξεις, όταν εγώ πω ότι όλες σημαίνουν κάτι , όπως λέω για μια δεσμίδα εργαλείων ότι όλα κάτι κάνουν, στην πραγματικότητα δεν τις εξομοιώνω, αφού είναι τελείως ανόμοιες, αν και φαινομενικά είναι όμοιες, αφού σε ένα κείμενο όλες φαίνονται ίδιες. Στην πράξη όμως η υποσήμανση των λέξεων γίνεται κατανοητή μόνο όταν αναλογιστούμε ότι κάθε λέξη προσκολλάται πάνω σε μία χρήση, δηλαδή η λέξη αποκτά μια ετικέτα σύμφωνα με τη χρήση της.
Τι γίνεται όμως με τα υποδείγματα της γλώσσας; Ανήκουν μέσα στη σφαίρα της; Μπορούν να υποσημάνουν αντικείμενα; Μπορούν να δείξουν τη χρήση τους; Αυτά ο φιλόσοφος τα ονομάζει «εργαλεία» της γλώσσας, καθώς χωρίς την ύπαρξη τους η γλώσσα δε θα ήταν κατανοητή και πλήρης. Τι σημαίνει όμως πλήρης γλώσσα; Ήταν ποτέ πλήρης η γλώσσα μας;
Ένα μείζον πρόβλημα στη γλώσσα μας, που τονίζει ο Ludwig Wittgenstein, είναι σε τι συνίσταται τελικά ένα κάλεσμα όπως «νερό». Μόνο στη λέξη «νερό» ή πίσω από αυτό το κάλεσμα κρύβεται μια ολόκληρη πρόταση, όπως «θέλω ένα ποτήρι νερό» ή μήπως και στα δυο ταυτόχρονα; Υπάρχει κάποια διαφορά στο νόημα και στη χρήση;
Τώρα αν πω ότι το κάλεσμα «νερό» συνίσταται σε μια λέξη και όχι σε μία πρόταση, γίνεται κατανοητό ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο κάλεσμα και την ομόηχη της όσον αφορά το ύφος και την έκφραση του προσώπου. Θα μπορούσαμε, όμως, να φανταστούμε ότι ο τόνος και η έκφραση είναι ίδια και στις δυο περιπτώσεις. Βέβαια, κάτι δεν είναι το ίδιο, η χρήση. Η χρήση τελικά αποδίδει το νόημα των λέξεων και των φράσεων, τις διαφοροποιεί και τις ταξινομεί σε είδη, αυτό είναι το καινούργιο στη φιλοσοφία του Ludwig Wittgenstein. Το νόημα για το φιλόσοφο είναι ένα παιχνίδι όπως και η ίδια η γλώσσα.
Ο Ludwig Wittgenstein χαρακτηρίζει, με άλλα λόγια, τη γλώσσα ως ένα παιχνίδι. Αυτό είναι έκδηλο αν σκεφτούμε σε τι συνίσταται ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι αποτελείται από κανόνες και συμβάσεις. Ο σκοπός ενός παιχνιδιού κινείται μέσα στα πλαίσια του ίδιου του παιχνιδιού, δηλαδή αφορά το ίδιο το παιχνίδι. Έτσι και η γλώσσα αποτελείται από κανόνες και συμβάσεις, τη γραμματική και το συντακτικό. Ο σκοπός, δηλαδή η επικοινωνία των ανθρώπων, κινείται μέσα στα δικά της πλαίσια. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που ταυτίζει τη γλώσσα με ένα παιχνίδι είναι η ποικιλία και τα είδη, το παιχνίδι χαρακτηρίζεται από ποικιλία, έτσι και η γλώσσα έχει τη δική της πολυμορφία. Η γλώσσα είναι τελικά μια δραστηριότητα.
«Τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του ανθρώπινου μυαλού.Όσα ξέρω είναι αυτά για τα οποία έχω λέξεις.» Ludwig Wittgenstein
Βιβλιογραφία
Ζαν-Μισέλ, Μπενιέ. (2001). Ιστορία της Νεωτερικής και Σύγχρονης Φιλοσοφίας: Φυσιογνωμίες και Έργα. Εκδόσεις Καστανιώτη: Αθήνα.