To ανθρώπινο σώμα αποτέλεσε κεντρικό θέμα μελέτης και ενδιαφέροντος για ιατρούς, φιλοσόφους, θεωρητικούς και άλλους επιστήμονες στην διάρκεια του Μεσαίωνα. Στο σώμα δόθηκαν διάφορες διαστάσεις και έτσι έφτασε στο σημείο να διαχωρίζεται από όλες του τις εκφάνσεις σε κοινωνικό, εσώτερο, θεραπεύον σώμα, σώμα που αναπαράγεται κ.α. Στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι άξιο αναφοράς το εσώτερο σώμα και οι απόψεις σύστασης γύρω από αυτό.
Εσώτερο Σώμα: Πάθη και Συναισθήματα
Ο συγγραφεύς Ρόμπερτ Μπέρτον στην διερεύνηση του “Η ανατομία της μελαγχολίας”, παρουσίαζε την συναισθηματική και πνευματική κατάσταση του ατόμου, την οποία μάλιστα συσχέτιζε με μία γενικότερη ανισορροπία των τεσσάρων χυμών του: η περίσσεια αίματος καθιστούσε κάποιον θαρραλέο, τολμηρό και “αιματώδη”. Αντίστοιχα η περίσσεια φλέγματος καθιστούσε κάποιον αργοκίνητο, απαθή και “φλεγματικό”. Τέλος η περίσσεια κίτρινης χολής έκανε κάποιον ευερέθιστο και χολώδη, ενώ η περίσσεια μαύρης χολής έκανε κάποιον θλιμμένο και μελαγχολικό. Οι ιατροί προσπαθούσαν με διάφορες μεθόδους να απαλλάξουν τους ασθενείς τους από την μελαγχολία, επιβάλλοντας τους αλλαγές στην διατροφή, το σεξ, τη μουσική, την αστρολογία. Μάλιστα δεν ήταν καθόλου σπάνιο οι ιατροί να αποδίδουν τις ασθένειες από τις οποίες έπασχε το άτομο σε δαιμονικές υπάρξεις, που στοίχειωναν τον εσωτερικό του κόσμο. Η κατηγορία των ψυχασθενών από την άλλη αντιμετωπιζόταν με επιείκεια, φροντίδα και ανεκτικότητα, καθώς οι οικογένειες στέκονταν δίπλα τους σε όλη την θεραπεία τους έως ότου εγκατασταθούν μετέπειτα σε ιδιωτικές κλινικές. Ορισμένοι ασθενείς ζούσαν στην απομόνωση, ενώ άλλοι κινούνταν ενεργά μέσα στην πόλη την οποία κατοικούσαν ασκώντας κανονικά το εκάστοτε επάγγελμά τους.
Οι ιατροί ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί και με το γυναικείο σώμα, καθώς δεν στόχευαν στην ερωτική διέγερση του αφού το θεωρούσαν ανήθικο και επικίνδυνο. Εξέφραζαν την δυσανασχέτηση τους με την έκδοση ερωτικών ποιημάτων και λογοτεχνικών μυθιστορημάτων, τα οποία συνέβαλλαν σε αυτό και επικροτούσαν την ανάγνωση αγνών κειμένων που δεν ξυπνούσαν ερωτικά πάθη τα οποία οδηγούσαν σε “παράνοια”.
Αρρώστια του Έρωτα ή Πράσινη ασθένεια;
Οι γιατροί απέδιδαν στον έρωτα αρκετά συμπτώματα ασθενειών, ενώ θεωρούσαν πως έπληττε σοβαρά μία μεγάλη πλειοψηφία ανδρών και γυναικών. Ο έρωτας προκαλούσε υστερία-από την λέξη υστέρα που σημαίνει μήτρα-, μία σωματική κατάσταση στην οποία το άτομο έχανε τα λογικά του και παραδινόταν στις ορμές του και την λαγνεία του για σεξουαλική επαφή. Ο ίδιος ο Μπέρτον απέρριπτε τον σφοδρό έρωτα, αφού εξαιτίας του νοσούσαν οι άνθρωποι του Μεσαίωνα. Την ίδια στιγμή η καταπίεση των ερωτικών συναισθημάτων προκαλούσε την λεγόμενη “πράσινη ασθένεια”, αρρώστια που εκδηλωνόταν κυρίως στις νεαρές κοπέλες και οδηγούσε στην διακοπή της έμμηνης ρύσης και στην πράσινη απόχρωση του δέρματος. Στο περίφημο έργο του Σαίξπηρ “Ρωμαίος και Ιουλιέτα” ο πατέρας της την χαρακτηρίζει <<ψοφήμι>>, επειδή αρνείται να παντρευτεί εκείνον που ζητά ο πατέρας της και εκδηλώνει συμπτώματα πόνου και μελαγχολίας για τον καλό της. Οι γιατροί απαντούσαν σε αυτή την αρρώστια με την σεξουαλική συνεύρεση εντός φυσικά του έγγαμου βίου, καθώς έτσι η γυναίκα θα επανερχόταν στην φυσιολογική της κατάσταση. Τον 19ο αιώνα η ασθένεια αυτή απεδείχθη να είναι πραγματικά “χλώρωσις”, μία μορφή σιδηροπενικής αναιμίας η οποία ωστόσο είχε την ίδια θεραπεία.
Δεν ήταν λίγοι οι σπουδαίοι επιστήμονες που έθεσαν την δική τους ανοικτή γνώμη για τα πάθη και τα συναισθήματα. Ο Άνταμ Σμιθ και ο Τόμας Χομπς θεωρούσαν τα πάθη των ανθρώπων μία εκδήλωση του εγωισμού και της φιλαυτίας τους. Τέλος ο Καρτέσιος στην πραγματεία “Περί των παθών της ψυχής” υποστηρίζει πως τα πάθη είναι αυτά που υποδουλώνουν την ψυχή στις επιθυμίες του σώματος, αν και δεν ξέφυγε ποτέ από τις ορθολογιστικές του θεωρίες που έθεταν την λογική στο επίκεντρο όλων.
Εν κατακλείδι οι απόψεις που διατυπώθηκαν γύρω από το σώμα και τα πάθη ήταν ποικίλες και φυσικά με τα μέσα της εποχής υπήρχαν αρκετά περιθώρια για αμφισβήτηση. Ο διαχωρισμός του ανδρικού από το γυναικείο εσωτερικευμένο σώμα ήταν μία ακόμα κατάσταση που απασχόλησε τους θεωρητικούς, καθώς το γυναικείο σώμα όπως υποστήριξαν αρκετοί είχε <<ανδρική>> υπόσταση επί της ουσίας. Ωστόσο τα πάθη ήταν κοινά και για τα δύο φύλα, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω και είχαν τις ίδιες συνέπειες στην ψυχοσωματική τους λειτουργία.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο
- Hanks-Wiesner Merry E., Πρώιμη Νεότερη Ευρώπη 1450-17889, Εκδόσεις Ξιφαράς, Αθήνα 2008.