
«Ενώ τα πράγματα βρίσκονταν σ’ αυτό το σημείο, ο Θηραμένης […] ανέφερε στη συνέλευση του λαού ότι τάχα τον κρατούσε αρχικά ο Λύσανδρος, και στη συνέχεια τον διέταξε να πάει στη Λακεδαίμονα, γιατί δεν ήταν ο ίδιος αρμόδιος να δώσει απαντήσεις στα ζητήματα για τα οποία τον ρωτούσε, αλλά οι έφοροι.» διαβάζουμε στο δεύτερο βιβλίο των Ελληνικών του Ξενοφώντα. Μέσα από αυτό το χαρακτηριστικό χωρίο, που αναφέρεται στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ο αναγνώστης έρχεται εν μέρει σε επαφή και με το πολιτειακό σύστημα της αρχαίας Σπάρτης. Η Σπάρτη, έχουσα σημαντικές διαφορές με την Αθήνα, διαμόρφωσε ένα πολίτευμα που βασιζόταν στον μικρό αριθμό κυβερνόντων και στην αυστηρή πειθαρχία. Η σπαρτιατική ολιγαρχία αποτύπωνε το μοτίβο της κοινωνίας και αποτελούσε μία δυναμική απάντηση στην αθηναϊκή δημοκρατία. Τα δύο αυτά πολιτεύματα (η σπαρτιατική ολιγαρχία και η αθηναϊκή δημοκρατία) διαχώρισαν τον αρχαίο κόσμο σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, παράλληλα, όμως, φανέρωναν δύο διαφορετικά μοντέλα της πολιτειακής ζωής που έδειχναν και να λειτουργούν και να έχουν σοβαρά ελαττώματα.
Ο νομοθέτης Λυκούργος και η γέννηση ενός πολιτεύματος
Σκληραγωγημένοι, πολεμοχαρείς και άκρως πειθαρχημένοι, οι Σπαρτιάτες ακολούθησαν και κράτησαν πιστά το πολίτευμα που είχε σοφά δημιουργήσει, σύμφωνα με την ιστορική παράδοση, ο νομοθέτης Λυκούργος τον έβδομο προ Χριστού αιώνα. Το πολίτευμα του Λυκούργου, το οποίο ονομαζόταν Μεγάλη Ρήτρα, βασιζόταν σε τρεις αρετές, την ισότητα όλων πολιτών μεταξύ τους (κυρίως σε οικονομικό επίπεδο), τη στρατιωτική πειθαρχία και τον λιτό τρόπο ζωής. Το τελευταίο με το πέρασμα των ετών έγινε ένα από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία της καθημερινής ζωής των Σπαρτιατών έτσι ώστε ο λακωνισμός να γίνει συνώνυμο της λιτότητας, η οποία εφαρμοζόταν σε όλες σχεδόν τις πτυχές του βίου τους στο εσωτερικό της Σπάρτης. Αλλά και το δεύτερο βασικό συστατικό είναι ένα στοιχείο που έντονα στιγμάτισε τους Σπαρτιάτες, αφού όλη τους η ζωή ήταν συνυφασμένη με τον στρατό και την σκληρή πειθαρχία χωρίς διάκριση ηλικίας, φύλου και κοινωνικής τάξης. Επομένως, είναι απόλυτα φανερό ότι με την νομοθεσία του Λυκούργου κατέστη δυνατό να επέλθει μία αποφασιστική στροφή στην ιστορία των Σπαρτιατών και να αποκτήσουν όλα εκείνα τα στοιχεία που τους διαφοροποίησαν και τους έκαναν μία κλειστή στρατιωτική κοινωνία.
Στο κέντρο του νέου πολιτεύματος ετίθετο το ίδιο το κράτος και ο δημόσιος βίος, ενώ η ατομικότητα, ο εγωισμός, τα αριστοκρατικά προνόμια, η προσωπική περιουσία και πολύ περισσότερο οι δυσαρέσκειες και οι επαναστάσεις του λαού θυσιάστηκαν και σιώπησαν για να γίνει ορθή μία διακυβέρνηση που υπερασπιζόταν το κοινό συμφέρον όλων των Σπαρτιατών και την ισότητα. Η τελευταία επιβαλλόταν στην περιουσία, στην παιδεία και στα ίδια τα πολιτικά δικαιώματα εξαλείφοντας την αριστοκρατική τάξη. Ειδικότερα, όλες οι αγροτικές γαίες μεταβιβάστηκαν στο σπαρτιατικό κράτος και μετέπειτα διανεμήθηκαν με πολλή σύνεση και ακρίβεια σε όλους τους Σπαρτιάτες πολίτες πάλι χωρίς διακρίσεις. Το σύστημα αυτό, όμως, ενείχε μία εγγενή αδυναμία, την κληρονομική διαδοχή, αφού μέσω αυτής οι γαίες εν τέλει συγκεντρώθηκαν με την πάροδο των χρόνων σε λίγους ιδιοκτήτες καταλύοντας την ισότητα. Η αριστοκρατική ζωή επλήγη και από την ισοπεδωτική εκπαίδευση που είχε διαμορφωθεί για τους νεαρούς Σπαρτιάτες και τις νεαρές Σπαρτιάτισσες. Τα παιδιά παραδίδονταν στο κράτος ήδη με τη γέννησή τους και υφίσταντο τη βάσανο της επιλογής, καθώς τα μη αρτιμελή οδηγούνταν στον Καιάδα. Επίσης, με τη συμπλήρωση του έβδομου χρόνου της ηλικίας τους εγκατέλειπαν την οικογενειακή εστία, προκειμένου να ζήσουν όλα μαζί σε κατασκηνώσεις και να μάθουν μέσω της συλλογικής ζωής την πειθαρχία και τις στρατιωτικές αρετές. Μία ακόμα ένδειξη ότι άλλαζε το πολιτικό σκηνικό ήταν και η ισότητα στα πολιτικά δικαιώματα. Όλοι οι Σπαρτιάτες πολίτες συμμετείχαν στη λαϊκή συνέλευση. Μέσα από την τρισυπόστατη ισότητα γίνεται φανερό πόσο σύνθετο ήταν το πολίτευμα του Λυκούργου και με πόση δύναμη εργάστηκε για μία ουσιαστική έννοια του δίκαιου κράτους.
Τα όργανα και οι πολιτικοί θεσμοί
Η αυστηρή και οργανωμένη σπαρτιατική πολιτεία ήταν δομημένη και βασιζόταν σε μία τυπική ιεραρχία οργάνων και θεσμών. Το σημαντικότερο όργανο στη σπαρτιατική ολιγαρχία ήταν οι πέντε έφοροι. Αναλάμβαναν τη διακυβέρνηση όλης της πολιτείας για ένα έτος, δηλαδή την εκτελεστική εξουσία, και ήταν αρμόδιοι τόσο για την εσωτερική, όσο και για την εξωτερική πολιτική και την άμυνα. Οι έφοροι εκλέγονταν από τη λαϊκή συνέλευση και αποτελούσαν ένα όργανο που λειτούργησε εναντίον της αριστοκρατικής τάξης και της αναβίωσής της, αλλά και ως ένα αντίβαρο στους δύο βασιλείς σε σημείο που τους καθιστούσε πραγματικούς επόπτες του σπαρτιατικού κράτους.

Ένα δεύτερο όργανο στη σπαρτιατική ολιγαρχία ήταν και οι δύο βασιλείς. Ο αριθμός προέκυψε από τη γέννηση δίδυμων απογόνων-διαδόχων και προέρχονταν από τις δυναστείες των Αγιαδών και των Ευρυποντιδών. Ο ρόλος τους ήταν πολύ περιορισμένος, υπεύθυνοι μόνο για θρησκευτικά και κάποια στρατιωτικά θέματα. Όλη τους η θητεία ελέγχονταν στενά από τους πέντε εφόρους που είχαν και την πραγματική εξουσία στη Σπάρτη.
Το τρίτο όργανο στο σύστημα της πολιτικής ζωής της Σπάρτης ήταν η γερουσία. Συγκροτούνταν από τους δύο βασιλείς και από εικοσιοκτώ άτομα άνω των εξήντα ετών εκλεγμένα ισοβίως από τη λαϊκή συνέλευση. Η γερουσία αποτελούσε το προπύργιο του συντηρητισμού και της εμμονής στη παράδοση. Είχε, όμως, τις σημαντικές αρμοδιότητες της νομοθετικής πρωτοβουλίας (αποκλειστικά μόνο αυτή), της προετοιμασίας των σχεδίων νόμων προς έγκριση στη λαϊκή συνέλευση και της απόδοσης της ποινικής δικαιοσύνης, ενώ με τη σύμπραξη των πέντε εφόρων είχε και τη δικαιοδοσία να δικάζει τους δύο βασιλείς.

Το τελευταίο και εξίσου σημαντικό (;) όργανο στη σπαρτιατική ολιγαρχία ήταν η λαϊκή συνέλευση, η Απέλλα. Συγκρατούνταν ως σώμα από τους Σπαρτιάτες πολίτες και εξέλεξε τους πέντε εφόρους και τους εικοσιοκτώ γέροντες της γερουσίας μέσω της βοής των συναθροισμένων πολιτών, μία διαδικασία, εντούτοις, με άκρως αμφισβητούμενη εγκυρότητα. Επίσης, δεν είχε ούτε την αρμοδιότητα της νομοθετικής πρωτοβουλίας, ούτε και της αίτησης τροπολογίας των νόμων. Το μόνο που έκανε ως προς το νομοθετικό έργο ήταν να εγκρίνει δια βοής τα ήδη προετοιμασμένα νομοσχέδια της γερουσίας, κάτι, όμως, που και πάλι εύκολα μπορούσε να ανατραπεί από τη γερουσία, η οποία είχε τη δυνατότητα να κηρύξει την απόφαση λανθασμένη. Ακόμα και η σύγκληση σε τακτές ημερομηνίες γινόταν με φροντίδα των πέντε εφόρων.

Το συμπέρασμα
Γιατί όμως μιλάμε για σπαρτιατική ολιγαρχία ή σκέτο για ολιγαρχία; Είχε όντως ολιγαρχία η Σπάρτη; Μια γρήγορη απάντηση θα ήταν θετική. Ωστόσο, αν ξαναδιαβάσουμε το πώς στην πραγματικότητα λειτουργούσαν οι πολιτικοί θεσμοί στη Σπάρτη, θα απαντούσαμε διαφορετικά. Το πολίτευμα στη Σπάρτη ήταν ένα συνονθύλευμα της βασιλείας, της ίδιας της ολιγαρχίας και της δημοκρατίας. Οι δύο βασιλείς δημιουργούσαν ένα πεδίο που θύμιζε το πολίτευμα της βασιλείας-μοναρχίας, η Απέλλα έδινε τον δημοκρατικό της τόνο, αλλά η αποκλειστική εξουσία των πέντε εφόρων και της γερουσίας χάραζε με τον πλέον σαφή τρόπο τα όρια για να χαρακτηρίζεται το πολίτευμα στη Σπάρτη ως ολιγαρχικό. Συνεπώς, δε θα ήταν λάθος να την αποκαλούσαμε και ως μία βασιλική-δημοκρατική ολιγαρχία.
Βιβλιογραφία – Ηλεκτρονικές Πηγές
Μπένγκτσον, Χ. (1991). Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος. «Μέλισσα»: Αθήνα.
Κατσουλάκος, Θ., Κοκκορού-Αλευρά, Γ. & Σκουλάτος, Β. (2024). Αρχαία Ιστορία: Α’ Γυμνασίου. ΙΤΥΕ: Αθήνα.
Humbert, M. (2012). Πολιτικοί και Κοινωνικοί Θεσμοί της Αρχαιότητας. Εκδόσεις Σάκκουλας: Αθήνα-Θεσσαλονίκη.
Ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια Wikipedia Greece. [Διαδίκτυο]. Ανακτήθηκε από: https://el.wikipedia.org (Λυκούργος)