
Η αυτοχειρία στην τέχνη συνιστά μια οπτική των πολιτισμικών σπουδών που επιχειρεί να κατανοήσει το περιεχόμενο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ορισμένοι καλλιτέχνες κόβουν το νήμα της ζωής τους με τον πιο σκληρό τρόπο. Μία από αυτούς τους καλλιτέχνες είναι και η Σύλβια Πλαθ. Στις 27 Οκτωβρίου θα έκλεινε τα ενενήντα της χρόνια. Ίσως και να έγραφε ακόμη. Σίγουρα πάντως θα κέρδιζε κάποιο βραβείο Νόμπελ. Η υποθετική εκφορά της πρότασης υπογραμμίζει το βίαιο φευγιό της ποιήτριας.
Έργα και Ημέρες
Γεννημένη στη Μασαχουσέτη, σε μια Αμερική που έχει στη μνήμη της νωπά ακόμη τα γεγονότα της δεκαετίας του ’20, η Σύλβια Πλαθ περνάει τα παιδικά της χρόνια στην παραθαλάσσια πόλη του Γουίνθροπ. Οι γονείς της ανήκουν στην μορφωμένη μεσοαστική τάξη. Ο πατέρας της, με καταγωγή από την Αυστρία, είναι καθηγητής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και αυθεντία στη μελισσοκομία –ένα μοτίβο που χρησιμοποιεί συχνά στα ποιήματα της. Η μητέρα της διδάσκει στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Η μικρή Σύλβια πηγαίνει σε διάφορα τοπικά σχολεία και κολλέγια. Πολύ αργότερα θα συναντήσει τον Άγγλο ποιητή Τεντ Χιουζ και θα φύγουν μαζί για το Ντέβον της Αγγλίας.
Από μικρή ηλικία ξεκινάει να γράφει ποιήματα και να σχεδιάζει με μολύβι και μελάνι. Υποβάλλει περί τα σαράντα πέντε κομμάτια στο περιοδικό Seventeen προτού να δημοσιευτεί η πρώτη της μικρή ιστορία τον Αύγουστο του 1950. Εκείνη τη χρονιά αρχίζει να φοιτά στο Smith College και της προτείνουν τη θέση της αρχισυνταξίας στο The Smith’s Review. Συνεχίζει να δημοσιεύει σε διάφορα έντυπα περιοδικά της εποχής, και τον Αύγουστο του 1951 κερδίζει δυο βραβεία από το κολλέγιο της και μια υποτροφία στον διαγωνισμό του Mademoiselle’s. Εκείνο το καλοκαίρι στη Νέα Υόρκη των αρχών της δεκαετίας του ’50 λαμβάνει πολλά πολιτισμικά –και όχι μόνο- ερεθίσματα. Η Σύλβια Πλαθ καταρρέει.

Μετά από αυτήν την περίοδο, επιχειρεί να αυτοκτονήσει για πρώτη φορά. Δεν το πετυχαίνει. Απεναντίας καταφέρνει να εισαχθεί σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα και να λάβει διάφορες από τις αμφιλεγόμενες ψυχιατρικές θεραπείες –δοκιμάζει το ηλεκτροσόκ και άλλα- όλα αυτά τα διαβάζουμε στο ημι-αυτοβιογραφικό The Bell Jar (Ο Γυάλινος Κώδων), το μοναδικό τυπωμένο εν ζωή και πιο διαδομένο έργο της.
Μαθήματα Γραφής
Η γραφή της Σύλβια Πλαθ δεν ήταν πάντοτε μελαγχολική και απαισιόδοξη. Τα πρώτα της έργα διακατέχονται από έναν λυρισμό, μια αισιοδοξία και έναν άκρατο ρομαντισμό. Προϊούσης της ψυχικής της υγείας, η γραφή της αρχίζει και γίνεται ολοένα και πιο σκοτεινή, πιο υγρή, πιο ανεπιτήδευτα υπαρξιακή. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην τελευταία της συλλογή με τίτλο Ariel. Τα ποιήματα της συλλογής αυτής είναι αρκετά διαφορετικά, κινούνται σε άλλους δρόμους, πιο εσωτερικούς, κάτι που επισημαίνει ο Χιουζ: « […] ήδη από τις Τουλίπες καταλαβαίνει κανείς ότι κάτι έρχεται, κάτι θα συμβεί».
[…] Οι τουλίπες είναι τόσο κόκκινες που με πονάνε.
Μπορώ να ακούσω τις ανάσες τους μέσα απ’ το χαρτί.
Απαλά, μέσα απ’ τα σπάργανα τους, ένα απαίσιο μωρό
Η ερυθρότητά μιλάει στην πληγή μου, τους απαντά. […] (Τουλίπες, 1962)
Από τα έξοχα ποιήματα που άφησε η Σύλβια Πλαθ πίσω της, ολοκλήρωσε τα έντεκα στην σύντομη της περίοδό στο Λονδίνο. Το τραγικό εκφράζεται μέσα από τους τολμηρούς συνδυασμούς των λέξεων, τη διερεύνηση των συναισθημάτων, την μεταμόρφωση των προσωπικών βιωμάτων και το πρώτο ενικό πρόσωπο.

Το ακαταλόγιστο οδηγεί στο ακατανόμαστο
Αν ρωτήσει κανείς γιατί οι άνθρωποι καταλήγουν σε πράξεις παραφροσύνης με μοιραία κατάληξη, θα λάβει τόσες απαντήσεις όσο τα άτομα που θα έχει ρωτήσει. Γενικά –όπως ισχύει και σε άλλα πράγματα- δεν υπάρχει μια καθολική απάντηση πάνω στο ερώτημα αυτό. Κάποιοι θα πουν από την τρέλα των ανθρώπων, εννοώντας τις ψυχολογικές μεταπτώσεις που αντιμετωπίζει κανείς. Μερικοί θα αναθεματίσουν τα βάσανα τους, δηλώνοντας ότι η πράξη αυτή ίσως να τους λυτρώσει απ’ τα προβλήματά τους. Οι περισσότεροι θα ψέξουν την τρέλα και τα βάσανά μαζί.
Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς με βεβαιότητα τον λόγο ή τους λόγους που οδήγησαν την Σύλβια Πλαθ στην αυτοκτονία, ένα πράγμα όμως ισχύει με βεβαιότητα: ότι έμεινε γνωστή για την πράξη της. Πάντως, ο νατουραλισμός μάς έμαθε ότι μερικές φορές οι συμπεριφορές των ανθρώπων δεν μπορούν να ερμηνευτούν μόνο εσωτερικά. Ο ντετερμινισμός υποστηρίζει ότι το περιβάλλον επηρεάζει καθοριστικά την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση νομοτελειακά με τη σχέση αίτιου-αιτιατού.
Εκείνος ο χειμώνας του 1962-63 στο Λονδίνο ήταν χειρότερος από αυτόν του 1813-14. Η Σύλβια Πλαθ έμενε στο σπίτι του Yeats και αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα: το διαζύγιο της με τον Χιουζ, τις επανειλημμένες διακοπές του ρεύματος που βύθιζαν εκείνο το διαμέρισμα σε μεγαλύτερη ψύχρα και μοναξιά, τα παιδιά της που αρρώσταιναν φριχτά καθώς και η ίδια πέρασε αρκετές μέρες ψημένη στον πυρετό.
Ο γιατρός κανόνιζε να τη εισαγάγει πάλι σε κλινική, ωστόσο η Πλαθ αποφάσισε να σπάσει τον δείκτη του ρολογιού της.
Στον ορίζοντα, τέλος
Στις 11 Φεβρουαρίου του 1962, η Σύλβια ετοιμάζει φαγητό για τα παιδιά της. Εκείνα είναι στο μέσα δωμάτιο. Τυλίγει τα αδύναμα κορμάκια τους στις πουπουλένιες κουβέρτες που αγόρασε με τα λιγοστά χρήματα που έβγαλε από το BBC. Επιστρέφει στην κουζίνα, σφραγίζει πόρτες και παράθυρα με βρεγμένες πετσέτες, γυρνάει τη στρόφιγγα του γκαζιού και σκύβει στον φούρνο.
Δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα, θα γράψουν αργότερα οι ανατόμοι στο πιστοποιητικό θανάτου της.
Η γυναίκα ολοκληρώνεται.
Tο νεκρό της
Σώμα φέρει το χαμόγελο της επιτυχίας
[…] (Άκρη, 1963)
Η ζωή της Σύλβια Πλαθ υπήρξε μια ζωή φασματική. Μια ζωή με ύψη και βάθη. Δεν περίμενε το πλήρωμα του χρόνου. Επιθυμούσε η ίδια να είναι η κυρίαρχη του εαυτού της. Παρελθόν, παρόν αλλά και μέλλον δεν την φόβισαν ποτέ. Χρησιμοποιώντας τη ρήση του Γάλλου λεξικογράφου Πιερ Κλωντ Μπουάστ, «ο αυτόχειρας είναι ταυτόχρονα δειλός και γενναίος: δεν έχει το θάρρος να παλεύει με τον χρόνο, αλλά δεν τον φοβίζει η αιωνιότητα» και η Σύλβια Πλαθ κατάφερε να περάσει σ’ αυτή.
ΠΗΓΕΣ:
Plath, S. (1966). Ariel. New York, Harper & Row.
Plath, S., & Hughes, T. (1993). The collected poems. New York, Quality Paperback Book Club.