
Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 αποτελεί το αποκορύφωμα μιας ταραγμένης πορείας στην ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα, η οποία κινείται μεταξύ της ευρωπαϊκής ιστορίας και των ατραπών της ελληνικής ψυχοσύνθεσης, που διαρκώς αναζητά την αιτία της ύπαρξής της μέσα από την αυτοκαταστροφή και την πτώση της. Η 21η Απριλίου 1967 υπήρξε τομή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, καθώς η χώρα βρέθηκε αιφνιδιαστικά υπό τον έλεγχο της στρατιωτικής χούντας, που εκμεταλλεύτηκε τις παθογένειες του μετεμφυλιακού κράτους και τις βαθιές ρωγμές του πολιτικού συστήματος. Στο επίκεντρο των εξελίξεων βρισκόταν ο νεαρός βασιλιάς Κωνσταντίνος, μια «άγνωστη ποσότητα» που πίστευε ότι διέθετε απόλυτη επιρροή στον στρατό, έως ότου αναγκάστηκε να έρθει αντιμέτωπος με μια συνωμοτική ομάδα αξιωματικών που δεν έλεγχε. Η αδυναμία του να διαχειριστεί την κρίση, η αφέλεια με την οποία αντιμετώπισε τους πραξικοπηματίες και η συνεχής ανάγκη να αναζητά οδηγίες και επιβεβαίωση, τον οδήγησαν σε μια σειρά σπασμωδικών κινήσεων που αποδυνάμωσαν περαιτέρω τη θέση του. Μέσα σε αυτό το φορτισμένο πλαίσιο, γίνεται αντιληπτό γιατί το βασιλικό αντικίνημα έμελλε να αποτελέσει κορύφωση αυτής της πορείας αστάθειας· γιατί το βασιλικό αντικίνημα, δεν ήταν παρά η απεγνωσμένη αντίδραση ενός ηγεμόνα που είχε ήδη χάσει τον έλεγχο των εξελίξεων.
Η στάση του Κωνσταντίνου στην 21η Απριλίου

Πηγή Εικόνας: Keystone-France/Gamma-Keystone μέσω Getty Images
Τη νύχτα 20 προς 21 Απριλίου 1967 εκδηλώθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε το συνταγματικό πολίτευμα. Στις κρίσιμες αυτές ώρες, ο ρόλος του βασιλιά Κωνσταντίνου αποδείχθηκε καθοριστικός, καθώς με τη στάση του παρείχε στη Χούντα τη θεσμική επίφαση που εκείνη επιζητούσε.
Σύμφωνα με όσα ο ίδιος αναφέρει στο βιβλίο του «Χωρίς Τίτλο», όταν οι πραξικοπηματίες εισέβαλαν στα Ανάκτορα ζητώντας τη νομιμοποίηση των ενεργειών τους, εκείνος, φοβούμενος να συγκρουστεί άμεσα μαζί τους, προσπάθησε να στείλει μήνυμα στον ελληνικό λαό μέσα από τη φωτογραφία που δημοσιοποιήθηκε: το σκυθρωπό του ύφος ανάμεσα στους συνταγματάρχες, όπως λέει, θα έδειχνε σε όλους ότι δεν πανηγύριζε για την επιβολή της δικτατορίας.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 26 Απριλίου 1967, κατά την επίσημη προσφώνησή του προς το νέο καθεστώς, δήλωνε:
«Είμαι βέβαιος ότι με την ευχήν του Θεού, με την προσπάθειαν υμών και προπαντός με την βοήθειαν του λαού, θα επιτευχθή ταχέως η οργάνωσις Κράτους Δικαίου, μιας αληθούς και υγιούς δημοκρατίας».
Το πολιτικό και στρατιωτικό παρασκήνιο που οδήγησε στο βασιλικό αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου
Πριν από το βασιλικό αντικίνημα, η Ελλάδα βρισκόταν ήδη βαθιά εγκλωβισμένη στη δυναμική της δικτατορίας, με τον Κωνσταντίνο να έχει ουσιαστικά αποκοπεί από κάθε πραγματικό μοχλό εξουσίας. Από την άνοιξη του 1967, ο βασιλιάς αντιλαμβανόταν ότι η επιβολή της Χούντας δεν απειλούσε μόνο το πολίτευμα αλλά και τον ίδιο τον θεσμό της μοναρχίας. Γνώριζε πως, όσο οι πραξικοπηματίες εδραίωναν την επιρροή τους στον στρατό και στα κέντρα αποφάσεων, τόσο η θέση του θα συρρικνωνόταν, ώσπου τελικά ο ρόλος του θα κατέληγε διακοσμητικός.
Την ίδια περίοδο, ο Κωνσταντίνος επιχειρούσε με μυστικότητα, προφυλάξεις και συνεχή παρακολούθηση από τους χουντικούς μηχανισμούς, να οικοδομήσει ένα δίκτυο αξιωματικών που θα μπορούσε να στηρίξει μια συντονισμένη προσπάθεια ανατροπής. Οι συναντήσεις του γίνονταν σχεδόν πάντα κρυφά, σε σπίτια φίλων και συνεργατών, καθώς οι πραξικοπηματίες δεν του επέτρεπαν να συνομιλεί ελεύθερα με ανώτερους ή επιτελείς. Παράλληλα, οι επισκέψεις του σε στρατιωτικές μονάδες στον Έβρο, στη Βόρεια Ελλάδα και αλλού προκάλεσαν έντονη ανησυχία στους συνταγματάρχες, που αντιλαμβάνονταν πως ο βασιλιάς προετοίμαζε κάποια κίνηση.
Τα γεγονότα στην Κύπρο, οι κρίσεις με την Τουρκία και η μεταφορά μεγάλου μέρους του στρατού στον Έβρο, έδιναν ένα πρόσθετο πρόσχημα για τις περιοδείες του, ωστόσο όλοι γνώριζαν πως η πραγματική αιτία ήταν η προετοιμασία για το μελλοντικό σχέδιο ανατροπής της Χούντας. Ενδεικτικές υπήρξαν οι περιοδείες του στην ελληνική επαρχία, όπως στην Πάτρα και την Κομοτηνή, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με σκοπό την ενίσχυση της εικόνας και του θεσμικού ρόλου της μοναρχίας πέραν των ορίων της πρωτεύουσας.

Το φθινόπωρο του 1967, ο Κωνσταντίνος ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, αναζητώντας —χωρίς να τη λάβει επίσημα— την ανοχή ή έστω τη σιωπηλή έγκριση των Αμερικανών. Η απάντηση ήταν αμφίσημη: «Προχώρα και αν πετύχεις, θα σε στηρίξουμε».
Μέσα σε αυτό το κλίμα ανασφάλειας, παρακολούθησης και διαρκούς πίεσης, ο βασιλιάς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αν καθυστερούσε περισσότερο, οι πραξικοπηματίες θα τον απομόνωναν πλήρως και ίσως του ζητούσαν ακόμη και να παραδώσει την πρωθυπουργία σε πρόσωπο της επιλογής τους. Έτσι, το φθινόπωρο του 1967 αποφασίζεται ότι η μόνη ρεαλιστική στιγμή για δράση είχε φτάσει οδηγώντας τελικά στο βασιλικό αντικίνημα.
Η αποτυχημένη προσπάθεια ανατροπής της Χούντας: το βασιλικό αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967
Την 13η Δεκεμβρίου 1967, ο Κωνσταντίνος έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο του βασιλικού αντικινήματος, πιστεύοντας πως με τη μεταφορά του στη Βόρεια Ελλάδα θα μπορούσε να ανασυστήσει την πίστη των στρατιωτικών στη νόμιμη ηγεσία και να ανατρέψει τη Χούντα. Αναχώρησε από το Τατόι με αεροσκάφος και προσγειώθηκε στην Καβάλα, όπου θα συντόνιζε τις δυνάμεις του Στρατού που είχαν επιλεγεί να κινηθούν προς Θεσσαλονίκη και τη Λάρισα, με σκοπό την κατάληψη του Γ’ Σώματος Στρατού και την απομόνωση της κυβέρνησης των συνταγματαρχών στην Αθήνα.
Ωστόσο, το βασιλικό αντικίνημα κατέρρευσε σχεδόν αμέσως. Η Χούντα είχε ενημερωθεί για τις κινήσεις του βασιλιά, καθώς η αποχώρησή του από το Τατόι έγινε αντιληπτή από χουντικούς αξιωματικούς. Λίγο αργότερα ο Οδυσσέας Αγγελής ειδοποίησε όλες τις μονάδες της χώρας ότι επίκειται αντικίνημα, ακυρώνοντας το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Στην Κομοτηνή, ο διοικητής της τεθωρακισμένης ταξιαρχίας, Ανδρέας Έσερμαν, παρά τις αρχικές του ενέργειες, συνελήφθη από αξιωματικούς που παρέμεναν πιστοί στη Χούντα. Το ίδιο συνέβη και με τον σχεδιαστή του κινήματος, τον στρατηγό Περίδη.

Χωρίς την ηγεσία στις κρίσιμες μονάδες, χωρίς συντονισμό και με τους μεσαίους αξιωματικούς να κρατούν στάση αναμονής ή να συντάσσονται με το καθεστώς, το βασιλικό αντικίνημα αποδείχθηκε αδύνατο να προχωρήσει. Η 1η Στρατιά δεν κινήθηκε, οι μονάδες στη Θεσσαλονίκη δεν καταλήφθηκαν ποτέ και το μήνυμα του βασιλιά προς τον λαό δεν κατόρθωσε να μεταδοθεί επαρκώς. Μόλις έγινε σαφές ότι οι τεθωρακισμένες δυνάμεις κατεβαίνουν προς την Καβάλα για τη σύλληψή του, ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα με το αεροπλάνο του και να προσγειωθεί στη Ρώμη, βάζοντας οριστικό τέλος στην προσπάθεια ανατροπής της δικτατορίας.

Οι συνέπειες της αποτυχίας και η εδραίωση της Χούντας μετά το βασιλικό αντικίνημα
Η αποτυχία του βασιλικού αντικινήματος της 13ης Δεκεμβρίου 1967 προσέφερε στη Χούντα την κρίσιμη ευκαιρία να ενισχύσει αποφασιστικά την εξουσία της. Με την αποχώρηση του Κωνσταντίνου στη Ρώμη, το καθεστώς απαλλάχθηκε από το τελευταίο θεσμικό κέντρο νομιμοποίησης που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο της δικτατορικής τους χούντας. Οι πραξικοπηματίες αξιοποίησαν το γεγονός για να προβάλουν τον βασιλιά ως “φυγά” και να ισχυριστούν ότι η δικτατορία είχε επιτύχει να διατηρήσει την «τάξη» απέναντι σε μια «ανεύθυνη βασιλική περιπέτεια».

Αμέσως μετά, η Χούντα προχώρησε σε μαζικές εκκαθαρίσεις στις ένοπλες δυνάμεις, αντικαθιστώντας ανώτερους αξιωματικούς που θεωρούνταν έστω και θεωρητικά φιλοβασιλικοί. Ο μηχανισμός του κράτους πέρασε πλέον πλήρως στον έλεγχο των συνταγματαρχών, χωρίς τα προσχήματα που διατηρούσαν τις πρώτες εβδομάδες μετά το πραξικόπημα. Η προπαγάνδα εντάθηκε, παρουσιάζοντας το αντικίνημα ως “σχέδιο αποσταθεροποίησης” και χρησιμοποιώντας το για να δικαιολογήσει ακόμη αυστηρότερα μέτρα και περιορισμούς.
Με την απουσία του βασιλιά, έπρεπε να καλυφθεί συνταγματικά το κενό στον θρόνο. Έτσι, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος όρκισε αντιβασιλέα τον Γεώργιο Ζωιτάκη, ο οποίος ανέλαβε την θέση από τον Δεκέμβριο του 1967 έως τις 22 Μαρτίου 1972. Τότε, έπειτα από ρήξη με τον Ζωιτάκη, ο Παπαδόπουλος τον απομάκρυνε και ανέλαβε ο ίδιος καθήκοντα αντιβασιλέα, επιδιώκοντας να ελέγχει απόλυτα και τυπικά το σύνολο των κρατικών λειτουργιών.
Η αποτυχία του βασιλικού αντικινήματος, αντί να αποδυναμώσει το καθεστώς, τελικά του επέτρεψε να απαλλαγεί από κάθε θεσμικό αντίβαρο, να ενισχύσει τον αυταρχισμό του και να παγιώσει μια απόλυτη προσωπική εξουσία στο πρόσωπο του Γεωργίου Παπαδόπουλου.
Πηγές
Γρηγοριάδης, Σ. (2011). Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974. Τόμος, 3, 1967-1974.
Εφημερίδα Μακεδονία: Η Πρώτη Πρωινή Εφημερίς εν Θεσσαλονίκη (1967) 14 Δεκεμβρίου,αρ. φύλλου 18014.
Εφημερίδα Νεολόγος Πατρών (1967) 16 Ιουνίου. αρ. φύλλου 26943.
Κωνσταντίνος, Β. (2015) Βασιλεύς Κωνσταντίνος – Χωρίς Τίτλο. 3 τόμοι. Αθήνα: Το Βήμα.
Κωνσταντίνος Β. (2023) 45 μήνες βασιλιάς. Αθήνα: Η Καθημερινή.
Μπαρμπής, Κωνσταντίνος Ν. (1997). Κωνσταντίνος και η 13η Δεκεμβρίου 1967. Ιδιωτική Έκδοση.
Μπότσιου, Κ. (2016) Οι σχέσεις του Στέμματος με τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Στο: Η δικτατορία των συνταγματαρχών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Χατζηδάκης, Μ. Ν. (2016.) Βασιλεύς Κωνσταντίνος Β΄: Όσα “είπε” και όσα… δεν είπε (Η απάντησις στο “Βασιλεύς Κωνσταντίνος χωρίς τίτλο”). Αθήνα: Πελασγός.