
Tο άγχος αποχωρισμού:
Όπως γνωρίζουμε από την αναπτυξιακή ψυχολογία, το άγχος αποχωρισμού θεωρείται ένα φυσιολογικό αναπτυξιακό φαινόμενο για τις ηλικίες των εφτά μηνών έως έξι περίπου ετών (Bernstein & Borchardt, 1991). Πυρήνας των φόβων από τους οποίους διακατέχονται τα παιδιά με τη διαταραχή αυτή, είναι η ανησυχία τους μήπως πάθει κάτι κακό αυτός που τα φροντίζει και έτσι χάσουν το πρόσωπο στο οποίο έχουν προσκολληθεί. Φοβούνται, για παράδειγμα, μήπως οι γονείς τους πέσουν θύμα ατυχήματος ή μήπως τα ίδια χαθούν κάπου και δεν μπορέσουν μετά να ξαναβρούν τους γονείς τους. Επίσης, συχνά έχουν νυχτερινούς εφιάλτες με θέμα τις φοβίες τους (Bell-Dolan & Brazeal, 1993).
Λόγω του άγχους που βιώνουν τα παιδιά με αυτή τη διαταραχή, πολλές φορές επιμένουν να αποφεύγουν ορισμένες καταστάσεις. Συχνά μπορεί να αποφεύγουν να απομακρυνθούν από το σπίτι τους ή ζητούν επίμονα από τους γονείς τους να βρίσκονται κοντά στο τηλέφωνο όταν αυτά πάνε κάπου μόνα τους. Τα μικρότερα παιδιά μπορεί να είναι συνέχεια πίσω από τη μητέρα τους και να την ακολουθούν από δωμάτιο σε δωμάτιο. Τα μεγαλύτερα παιδιά μπορεί να ζητούν οπωσδήποτε την παρέα της μητέρας τους για να πάνε κάπου.
Σε σοβαρότερες περιπτώσεις τα παιδιά αυτά μπορεί να αρνούνται να κοιμηθούν στο δωμάτιό τους και να γίνονται η σκιά των γονιών τους. Είναι επίσης πιθανό το πρωί να βρίσκουν διάφορες δικαιολογίες προκειμένου να καθυστερήσουν ή να μην πάνε καθόλου στο σχολείο. Έτσι μπορεί για παράδειγμα, κάθε πρωί να παραπονιούνται για κοιλόπονο ή για κάποια άλλη αδιαθεσία (Livingston et al., 1997).

Η διαταραχή άγχους του αποχωρισμού παρουσιάζεται περίπου με την ίδια συχνότητα και στα δύο φύλα και η διάγνωσή της γίνεται συνήθως κατά την προεφηβική περίοδο. Συχνά τα παιδιά με τη διαταραχή άγχους παρουσιάζουν και άλλες ειδικές φοβίες, που αφορούν π.χ. το σκοτάδι, το ασανσέρ, κάποια ζώα κ.α.
Άγχος αποχωρισμού και συχνά κριτήρια για τη διάγνωση της διαταραχής:
Α. Αναπτυξιακά δυσανάλογο και υπερβολικό άγχος που αφορά τον αποχωρισμό του ατόμου από το σπίτι ή από εκείνους με τους οποίους έχει αναπτύξει συναισθηματικό δεσμό.
Β. Η διαταραχή διαρκεί για τουλάχιστον 4 εβδομάδες.
Γ. Έναρξη τοποθετείται πριν από την ηλικία των 18 ετών.
Δ. Η διαταραχή προκαλεί κλινικά σημαντική ενόχληση ή έκπτωση της κοινωνικής, σχολικής (επαγγελματικής) ή άλλων σημαντικών περιοχών της λειτουργικότητας (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).
Πηγές:
- Ανδριανάκου, Α., Γεωργαρά, Γ., & Καμπουρά, Ε. (2015). Άγχος αποχωρισμού και σχολική προσαρμογή. Διπλωματική εργασία. Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας, Τ.Ε.Ι. Δυτ. Ελλάδας.
- Κάκουρος, Ε., & Μανιαδάκη, Κ. (2015). Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων. Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω-Δαρδάνος.
- Bell-Dolan, D., & Brazeal, T. J. (1993). Separation anxiety disorder, overanxious disorder, and school refusal. Child and Adolescent Psychiatric Clinics of North America, 2(4), 563- 580.
- Bernstein, G. A., & Borchardt, C. M. (1991). Anxiety disorders of childhood and adolescence: A critical review. Journal of the American Academy of Child & Adolescent Psychiatry, 30(4), 519-532.
- Bowlby, J. (1973). Attachment and loss, vol. II: Separation. Basic Books.
- Livingston, G., Watkin, V., Milne, B., Manela, M. V., & Katona, C. (1997). The natural history of depression and the anxiety disorders in older people: the Islington community study. Journal of Affective Disorders, 46(3), 255-262.