Το δευτερογενές όφελος είναι ένας όρος, που συναντάται συχνά στη ψυχολογία και συγκεκριμένα στο χώρο της ψυχοθεραπείας. Με τον όρο «δευτερογενές όφελος» εννοείται η κατάσταση, στην οποία το άτομο-ασθενής εγκλωβίζεται σε μία συνθήκη και δεν προσπαθεί να απελευθερωθεί από αυτήν, καθώς κερδίζει άλλα οφέλη. Η συνθήκη μπορεί να είναι μία σωματική αρρώστια (π.χ. καρκίνος) ή μία ψυχική ασθένεια (π.χ. κατάθλιψη). Το άτομο-ασθενής μπορεί να μην ξεκινήσει θεραπεία ή να προσέρχεται για θεραπεία, χωρίς να προσπαθεί να αλλάξει. Συνηθισμένη συνέπεια η πρόωρη διακοπή της θεραπείας.
Το δευτερογενές όφελος συνήθως δεν εντοπίζεται στα πλαίσια της συνειδητότητας του ασθενούς. Ο ασθενής δεν αναγνωρίζει ότι με τον τρόπο του παρεμποδίζει την εξέλιξη και τη θεραπεία. Πράγματι, το δευτερογενές όφελος δεν πραγματοποιείται σκόπιμα. Δεν μπορεί επίσης να αναγνωριστεί από τους συγγενείς και φίλους του ασθενούς. Στη ψυχοθεραπεία μπορεί πιο εύκολα να εντοπιστεί, αλλά χρειάζεται χρόνο και προσπάθεια από πλευράς του θεραπευτή. Για παράδειγμα, μία πιθανή ένδειξη, ότι ο ασθενής προβάλλει αντίσταση στη ψυχοθεραπεία και στη θεραπευτική σχέση. Μπορεί να μην είναι συνεπής με τη ώρα και τις ασκήσεις, να είναι φειδωλός στις πληροφορίες και απόμακρος. Μία ακόμα πιθανή ένδειξη είναι ο ασθενής να επιμένει σε φαύλους κύκλους αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών.
Στη συνέχεια, το δευτερογενές όφελος μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Το άτομο, που νοσεί μπορεί να αποποιείται ευθυνών και να σταματήσει να δουλεύει. Η ζωή και η καθημερινότητά του να εξαρτάται από πρόσωπα του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος και να αποφασίζουν γι’ αυτόν. Συνοψίζοντας, μπορεί το άτομο-ασθενής να απαλλάσσεται από δυσάρεστες και αγχογόνες γι’ αυτόν δραστηριότητες. Η πιο συχνή μορφή είναι το άτομο να αντλεί περισσότερη προσοχή και αγάπη από τους σημαντικούς άλλους και να λαμβάνει ευνοϊκή μεταχείριση.
Συνήθως, η διαφορετική μεταχείριση του ασθενούς προκύπτει μετά την εμφάνιση της ψυχικής ή σωματικής νόσου. Ο ασθενής δηλαδή μπορεί να βίωνε απόρριψη ή να ένιωθε κοινωνικά απομονωμένος πριν νοσήσει. Όμως, μέσω της ασθένειάς του κατάφερε να κερδίσει το ενδιαφέρον, τη προσοχή και τη στοργή των κοντινών του προσώπων ή να δικαιολογήσει άλλες δυσκολίες. Επομένως, ο ασθενής γνωρίζει πολύ καλά, ότι αν ξεπεράσει με επιτυχία τη δυσκολία, αυτόματα θα χάσει την εύνοια των άλλων και αυτό δεν το αντέχει.
Τέλος, το δευτερογενές όφελος αποτελεί έναν από τους πιο συνηθισμένους παράγοντες από πλευράς του θεραπευόμενου, που δυσκολεύουν τη θεραπευτική διαδικασία και εν τέλει το θεραπευτικό αποτέλεσμα. Μπορεί ο ασθενής και οι συγγενείς και φίλοι του ασθενούς να υποστηρίζουν, ότι με αυτόν τον τρόπο τον βοηθούν και του συμπαραστέκονται, όμως μέσω του δευτερογενούς οφέλους, ο ασθενής δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, εξαρτάται από τους άλλους και μαθαίνει να σχετίζεται μαζί τους με έναν μη υγιές τρόπο.