Το παρόν άρθρο, με τίτλο Διαφοροποίηση πολύγλωσσων και παιδιών με ΑΓΔ, αποτελεί μετάφραση και προσαρμογή του πρωτότυπου άρθρου που μπορεί να βρεθεί εδώ.
Είναι δυνατόν να διαφοροποιήσουμε τα πολύγλωσσα παιδιά από τα παιδιά με Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή (ΑΓΔ);
Από τις: Maria Garraffa, Maria Vender, Antonella Sorace και Maria Teresa Guasti
Μετάφραση και προσαρμογή από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα: Μαρία Μεγγησίδου, Δρ. Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου
Γιατί είναι σημαντικό να διαφοροποιήσουμε τα πολύγλωσσα παιδιά από τα παιδιά με Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή (ΑΓΔ); Οι γλωσσικές ικανότητες αναπτύσσονται πολύ γρήγορα κατά την παιδική ηλικία, παρουσιάζοντας ιδιαίτερη μεταβλητότητα στην προσχολική ηλικία, όπου η γλώσσα των παιδιών υπόκειται στην επίδραση τόσο γενετικών όσο και περιβαλλοντικών παραγόντων. Πολλές έρευνες έχουν προσπαθήσει να εντοπίσουν τις βασικές πηγές της γλωσσικής μεταβλητότητας στην πρώιμη εκμάθηση γλωσσών και το καλύτερο δυνατό περιβάλλον για την υποστήριξη αυτής της διαδικασίας.
Advertising
Ορισμένα επιχειρήματα που προτείνονται για να εξηγήσουν αυτή τη μεταβλητότητα βασίζονται σε φτωχές γνωστικές ικανότητες, όπως η μνήμη εργασίας ή οι δεξιότητες προσοχής: αυτό ισχύει, για παράδειγμα, για τα παιδιά με Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή (εφεξής ΑΓΔ) ή με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (εφεξής ΔΕΠΥ). Άλλες μελέτες αποδίδουν την πηγή της φτωχής γλωσσικής ικανότητας σε ορισμένα παιδιά προσχολικής ηλικίας σε ανεπαρκή εισδοχή από μια συγκεκριμένη γλώσσα, όπως είναι οι περιπτώσεις παιδιών που μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον με διαφορετικά γλωσσικά χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένων των πολύγλωσσων παιδιών ή εκείνων που μιλούν μια μειονοτική γλώσσα.
Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις που υιοθετούνται στην έρευνα, αναφέρεται σε πολλές μελέτες ότι οι γλωσσικές ικανότητες πολλών παιδιών που μαθαίνουν μια δεύτερη γλώσσα φαίνονται παρόμοιες με εκείνες των μονόγλωσσων παιδιών της ίδιας ηλικίας με ΑΓΔ. Αυτές οι ομοιότητες μπορούν να προκαλέσουν εσφαλμένη αναγνώριση των υποκείμενων αιτιών, με κίνδυνο τόσο υπο- όσο και υπερ-διάγνωσης μιας γλωσσικής διαταραχής σε πολύγλωσσα παιδιά, και μια συνολική έλλειψη αυτοπεποίθησης εκ μέρους τόσο των φροντιστών όσο και των εκπαιδευτικών σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της εκμάθησης πολλαπλών γλωσσών στο προσχολικό στάδιο.
Αυτό το πρόβλημα επιδεινώνεται από το γεγονός ότι οι δοκιμασίες που χρησιμοποιούνται συνήθως στη διαγνωστική διαδικασία είναι γενικά σταθμισμένες με βάση τους μονόγλωσσους ομιλητές, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά μειονεκτική θέση τα πολύγλωσσα παιδιά, ειδικά εκείνα τα παιδιά που δεν έχουν φτάσει σε ένα ώριμο επίπεδο επάρκειας στη γλώσσα της εξέτασης.
Παρόλο που η παραδοσιακή προσέγγιση στην ανάπτυξη της γλώσσας επιχειρεί να ομαδοποιήσει τα παιδιά σε δύο κατηγορίες – τυπικά αναπτυσσόμενα έναντι μη τυπικά αναπτυσσόμενων – η παγκόσμια κινητικότητα και η επακόλουθη αύξηση των πολύγλωσσων ομιλητών έχουν οδηγήσει σε αύξηση της παρατήρησης της διακύμανσης στις γλωσσικές ικανότητες σε μη κλινικούς πληθυσμούς, και ιδιαίτερα σε παιδιά με διαφορετικούς βαθμούς έκθεσης σε μια δεύτερη γλώσσα.
Οι μελέτες σε πολύγλωσσα παιδιά είναι πλέον κρίσιμες για την καλύτερη κατανόηση της διαδικασίας της γλωσσικής ανάπτυξης και των διαφόρων παραγόντων που εμπλέκονται στην ανάπτυξη με περισσότερες από μία γλώσσες. Στην ηλικία των 5-6 ετών, η οποία σηματοδοτεί την έναρξη του Βασικού Σταδίου 1 στο Ηνωμένο Βασίλειο, περίπου δύο παιδιά σε κάθε τάξη των 30 παιδιών της Α’ τάξης θα έχουν μια κλινικά σημαντική γλωσσική διαταραχή άγνωστης προς το παρόν αιτίας που επηρεάζει αρνητικά τη μάθηση.
Πολλά παιδιά μπορεί να φαίνεται ότι προλαβαίνουν τους συνομηλίκους τους, αλλά συνεχίζουν να είναι αδύναμα στον τομέα των γλωσσικών δεξιοτήτων, με συνέπειες σε όλη τη ζωή. Περίπου το 7% των παιδιών αντιμετωπίζουν επίμονες γλωσσικές δυσκολίες: η ομιλούμενη γλώσσα τους συχνά παραβαίνει τους όρους της γραμματικής, με πολλά λάθη όπως η παράλειψη του τρίτου προσώπου -s στα Αγγλικά (Mary cook it αντί Mary cooks it) ή η χρήση εξαιρετικά σύντομων προτάσεων.
Τα παιδιά που μαθαίνουν μια άλλη γλώσσα μπορεί να εμφανίσουν καθυστέρηση στους ίδιους τομείς με τα παιδιά με ΑΓΔ. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στα πρώιμα στάδια, εντός του πρώτου έτους έκθεσης στη νέα γλώσσα. Συνήθως δεν επιμένει μετά από περισσότερα από δύο χρόνια συνεχούς έκθεσης στη δεύτερη γλώσσα, αν και για ορισμένες γλώσσες μπορεί να απαιτείται περισσότερος χρόνος. Είναι σημαντικό να παρατηρηθεί ότι στα παιδιά που μαθαίνουν μια άλλη γλώσσα, παρατηρείται μια συνεχής αύξηση των σωστών γραμματικών χαρακτηριστικών. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου προσαρμογής στο νέο γλωσσικό πλαίσιο, η γλώσσα που χρησιμοποιούνταν αρχικά στο σπίτι συχνά εγκαταλείπεται από τις οικογένειες, οι οποίες μπορεί να προτιμούν τη νέα γλώσσα και (λανθασμένα) να αντιλαμβάνονται ότι η συνέχιση της χρήσης της μητρικής γλώσσας καθυστερεί την εκμάθηση της νέας γλώσσας.
Ωστόσο, η εγκατάλειψη της μητρικής γλώσσας δεν αποτελεί πλεονέκτημα: αντίθετα, μπορεί να δημιουργήσει μια σειρά αρνητικών συνεπειών για την επικοινωνία στην οικογένεια, καθώς και για την πολυγλωσσική ανάπτυξη των παιδιών.
Advertising
Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν υπάρχουν ερευνητικά ευρήματα που να αποδεικνύουν ότι η ομιλία της μητρικής γλώσσας είναι η αιτία αναπτυξιακών ή γλωσσικών καθυστερήσεων στα πολύγλωσσα παιδιά ή ότι μπορεί να εμποδίσει τη γλωσσική και γνωστική τους ανάπτυξη. Αντίθετα, η τρέχουσα έρευνα επισημαίνει τα οφέλη της εκμάθησης και της χρήσης περισσότερων από μίας γλώσσας (Bird κ.ά., 2016· Uljarević κ.ά., 2016).
Είναι σημαντικό ότι αυτά τα οφέλη έχουν βρεθεί ότι επεκτείνονται και σε παιδιά που έχουν συγκεκριμένες γλωσσικές και μαθησιακές δυσκολίες, όπως η δυσλεξία. Τα πολύγλωσσα παιδιά ευδοκιμούν γλωσσικά όταν το μαθησιακό περιβάλλον είναι αρκετά πλούσιο για να υποστηρίξει πολλαπλές γλώσσες.
Στοιχεία από την έρευνα
Λόγω των αντιληπτών ομοιοτήτων μεταξύ των ικανοτήτων των δίγλωσσων παιδιών και των παιδιών με ΑΓΔ, είναι σημαντικό να οριστεί το εύρος της διακύμανσης που παρατηρείται στα δίγλωσσα παιδιά και να κατανοηθούν οι παράγοντες που διαφοροποιούν τις δύο ομάδες. Μέχρι σήμερα, γνωρίζουμε πολύ λιγότερα για τα παιδιά με περισσότερες από δύο γλώσσες, με ή χωρίς ΑΓΔ, και για αυτόν τον λόγο θα χρησιμοποιήσουμε τον όρο «δίγλωσσα παιδιά» σε αυτήν την ενότητα.
Διαφορετικές πτυχές της γλώσσας μπορούν να προσφέρουν διαφορετικές γνώσεις για τις γλωσσικές ικανότητες ενός παιδιού. Πρώτον, είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη τα αναπτυξιακά στάδια στην εκμάθηση μιας δεδομένης γλώσσας.
Λεξιλόγιο: Μια πτυχή που συχνά αποτελεί πηγή ανησυχίας για τους φροντιστές και τους δασκάλους δίγλωσσων παιδιών αφορά το λεξιλόγιό τους, το οποίο στα αρχικά στάδια είναι συνήθως μικρότερο σε κάθε γλώσσα από αυτό των μονόγλωσσων παιδιών. Ενώ είναι συνετό να υπογραμμιστεί ότι το λεξιλόγιο των δίγλωσσων σε όλες τις γλώσσες είναι πολύ πιθανό να είναι μεγαλύτερο από αυτό των μονόγλωσσων, είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι αναπτύσσεται με τρόπο που καθοδηγείται από το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιούν κάθε γλώσσα. Είναι επομένως απολύτως φυσικό ένα δίγλωσσο παιδί να έχει μεγαλύτερο ακαδημαϊκό λεξιλόγιο στη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο σχολείο και πιο ανεπτυγμένο οικιακό λεξιλόγιο στη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο σπίτι. Επομένως, το λεξιλόγιο δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο μέτρο για την αξιολόγηση της γλωσσικής επάρκειας των δίγλωσσων.
Γραμματική: Αντίθετα, μπορεί να είναι πιο χρήσιμο να αναλυθούν οι ικανότητες των δίγλωσσων παιδιών σε συγκεκριμένους τομείς της γραμματικής, σε σχέση με τους λεγόμενους κλινικούς δείκτες των γλωσσικών διαταραχών, οι οποίοι είναι τομείς στους οποίους τα παιδιά με γλωσσική διαταραχή συνήθως εμφανίζουν συνεχείς δυσκολίες. Οι κλινικοί δείκτες είναι στοιχεία της γλώσσας που αναφέρονται σταθερά ως προβληματικά σε παιδιά με ΑΓΔ.
Ένας κλινικός δείκτης είναι ειδικός για μια γλώσσα ή μια οικογένεια γλωσσών και μερικές φορές για την ηλικία του παιδιού. Είναι αξιόπιστος στο ότι τόσο αποτυπώνει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά με ΑΓΔ όσο και στο ότι αποκλείει εκείνα που δεν έχουν ΑΓΔ.
Στα Αγγλικά, για παράδειγμα, ο σχηματισμός των χρόνων των ρημάτων (δηλαδή, ρήματα σε κανονικό παρελθοντικό χρόνο όπως jumped έναντι ανώμαλων ρημάτων όπως saw) επηρεάζεται σοβαρά στα παιδιά με ΑΓΔ. Ένας καλός κλινικός δείκτης για τις λατινογενείς γλώσσες όπως τα Ιταλικά και τα Γαλλικά είναι η παραγωγή ορισμένων αντωνυμιών τρίτου προσώπου, π.χ., Mary lo cucina, «Mary it cooks». Για να αντικαταστήσουν μια ονοματική φράση όπως «ο σκύλος», τα Αγγλικά χρησιμοποιούν μια αντωνυμία που εμφανίζεται στην ίδια θέση με την αρχική φράση, δηλαδή μετά το ρήμα: I see THE DOG > I see IT. Γλώσσες όπως η ιταλική χρησιμοποιούν επίσης αντωνυμίες εδώ, αλλά συνήθως εμφανίζονται πριν από το ρήμα και όχι μετά από αυτό: Vedo IL CANE > LO vedo.
Η έρευνα έχει επικεντρωθεί ειδικά σε κλινικούς δείκτες για να επαληθεύσει πώς τα δίγλωσσα παιδιά αντιμετωπίζουν γλωσσικές δομές που είναι προβληματικές για τα παιδιά με ΑΓΔ και για να προσδιορίσει εάν αυτοί οι δείκτες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διαφοροποίηση μεταξύ δίγλωσσων παιδιών που έχουν και που δεν έχουν ΑΓΔ. Στο παράδειγμα της ιταλικής γλώσσας, για παράδειγμα, έχει αποδειχθεί ότι τα δίγλωσσα παιδιά, παρά το γεγονός ότι εμφανίζουν κάποιες δυσκολίες σε σύγκριση με τα μονόγλωσσα παιδιά χωρίς προβλήματα, μπορούν να διαφοροποιηθούν από τα παιδιά με ΑΓΔ, ειδικά εξετάζοντας τον τύπο των λαθών που κάνουν (Vender κ.ά., 2016).
Επανάληψη ψευδολέξεων και προτάσεων: Ένας κλινικός δείκτης που έχει αποδειχθεί αξιόπιστος για την αναγνώριση των γλωσσικών διαταραχών σε πολλές γλώσσες, τόσο σε μονόγλωσσα όσο και σε δίγλωσσα παιδιά, είναι μια δοκιμασία στην οποία τα παιδιά καλούνται να επαναλάβουν επινοημένες λέξεις, γνωστή ως επανάληψη ψευδολέξεων. Αυτή η δοκιμασία είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τα παιδιά με ΑΓΔ σε διαφορετικές γλώσσες και δε φαίνεται να σχετίζεται με τη διάρκεια της έκθεσης στις γλώσσες. Αντίθετα, οι δίγλωσσοι τείνουν να έχουν παρόμοια απόδοση με τους μονόγλωσσους συνομηλίκους τους.
Ομοίως, η δυσκολία στην επανάληψη των προτάσεων θεωρείται καλός δείκτης της ΑΓΔ σε μαθητές με δεύτερη γλώσσα σε νεαρή ηλικία και σε δίγλωσσα παιδιά. Η πρότασή μας για την πιο προσεκτική και ακριβή αναγνώριση γλωσσικών διαταραχών σε δίγλωσσους είναι επομένως να
αξιολογείται η ικανότητα του παιδιού με δείκτες που αφορούν συγκεκριμένα τη γλώσσα, όπως οι καταλήξεις ρημάτων στα Αγγλικά και οι αντωνυμίες στις λατινογενείς γλώσσες, σε συνδυασμό με δοκιμασίες επανάληψης ψευδολέξεων ή προτάσεων.
Advertising
Η ΑΓΔ θα εκδηλωθεί και στις δύο γλώσσες ενός δίγλωσσου παιδιού, επομένως θα ήταν καλό να εξετάζονται και οι δύο γλώσσες, όποτε είναι δυνατόν.
Η χαμηλή επίδοση μόνο σε μία από τις γλώσσες μπορεί πράγματι να είναι πιο ενδεικτική της διαφοράς στις γλωσσικές ικανότητες παρά μιας διαταραχής.
Ποσοστό έκθεσης: Μια άλλη πτυχή που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση της γλωσσικής συμπεριφοράς των δίγλωσσων παιδιών αφορά το πόσο εκτίθενται στη δεύτερη γλώσσα: τα παιδιά με μεγαλύτερη έκθεση στη δεύτερη γλώσσα συνήθως έχουν καλύτερες επιδόσεις σε σύγκριση με τα παιδιά με μικρότερη έκθεση. Όσον αφορά την παραγωγή αντωνυμιών στα Ιταλικά, για παράδειγμα, έχει αποδειχθεί ότι η ικανότητα συσχετίζεται με το πόσο εκτίθενται τα παιδιά στη γλώσσα και για πόσο χρονικό διάστημα έχει συμβεί αυτό: συγκεκριμένα, τα παιδιά με πιο εντατική και μεγαλύτερης διάρκειας έκθεση συνήθως τα καταφέρνουν καλύτερα από εκείνα με χαμηλότερη έκθεση (Vender κ.ά., 2016).
Επιπλέον, οι δυσκολίες που παρουσιάζουν οι δίγλωσσοι τείνουν να εξαφανίζονται καθώς αυξάνεται η ικανότητά τους: τα παιδιά με 5 χρόνια έκθεσης στα Ιταλικά, για παράδειγμα, έχουν βρεθεί να έχουν την ίδια ακρίβεια με τους φυσικούς ομιλητές σε αυτό το τεστ. Παρόμοια αποτελέσματα αναφέρθηκαν σε μια ομάδα δίγλωσσων τουρκικών-αγγλικών. Για να γίνει διάγνωση της γλωσσικής ικανότητας ενός παιδιού, οι κλινικοί δείκτες που προτείνονται για τη συγκεκριμένη γλώσσα θα πρέπει να διερευνηθούν σε σχέση με την έκθεση στη γλώσσα: οι διαφορές γίνονται σαφείς μεταξύ των δίγλωσσων παιδιών με τουλάχιστον δύο χρόνια έκθεσης στη δεύτερη γλώσσα.
Αναμενόμενες προκλήσεις
Μέτρηση κλινικών δεικτών: Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τους κλινικούς δείκτες στην εν λόγω γλώσσα. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι κλινικοί δείκτες μπορεί να διαφέρουν μεταξύ διαφορετικών γλωσσών, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της κάθε γλώσσας. Επομένως, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ποιες πτυχές μιας γλώσσας είναι συνήθως επηρεασμένες σε παιδιά με ΑΓΔ και γενικά ευάλωτες κατά τη διάρκεια της γλωσσικής ανάπτυξης. Εάν οι πολύγλωσσοι και οι μαθητές με δεύτερη γλώσσα σε πρώιμο στάδιο έχουν ήδη εξεταστεί χρησιμοποιώντας αυτούς τους κλινικούς δείκτες, θα είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πώς τα πολύγλωσσα παιδιά συνήθως αποδίδουν σε σχέση με τους ίδιους δείκτες και να εξετάσουμε το ενδεχόμενο εξέτασης του παιδιού και στις δύο γλώσσες, ει δυνατόν.
Μέτρηση έκθεσης: Υπάρχουν αρκετές πτυχές της γλωσσικής εμπειρίας ενός παιδιού που πρέπει να ληφθούν υπόψη: η ποσότητα έκθεσης και η διάρκεια της έκθεσης στη γλώσσα. Από αυτή την άποψη, ο παραδοσιακός δείκτης για τη μέτρηση της διάρκειας της έκθεσης (που υπολογίζεται απλώς αφαιρώντας την ηλικία της πρώτης έκθεσης του παιδιού στη δεύτερη γλώσσα από τη χρονολογική του ηλικία) δεν είναι επαρκώς ακριβής. Ένας πιο αξιόπιστος δείκτης είναι η σωρευτική διάρκεια της έκθεσης, ένα μέτρο που λαμβάνει υπόψη ένα πλουσιότερο σύνολο μεταβλητών για να προσδιορίσει την πραγματική έκθεση στη δεύτερη γλώσσα με την πάροδο του χρόνου.
Αν ο παραδοσιακός δείκτης παρέχει ένα καθαρά ενδεικτικό μέτρο των ετών έκθεσης του παιδιού στη δεύτερη γλώσσα, ο σωρευτικός δείκτης στοχεύει να δώσει μια πολύ πιο ακριβή και ολοκληρωμένη ένδειξη, λαμβάνοντας υπόψη την ποσότητα έκθεσης σε καθεμία από τις γλώσσες που διακυβεύονται και την πραγματική χρήση τους στην οικογένεια, στο σχολείο και αλλού, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό μπορεί να υποστεί σημαντικές αλλαγές με την πάροδο των ετών.
Η έκθεση σε μια γλώσσα μπορεί πράγματι να ποικίλλει σημαντικά σε σχέση με την πραγματική χρήση της, τόσο στο παρόν όσο και στο παρελθόν. Για να σκιαγραφηθεί μια ακριβής εικόνα του γλωσσικού ιστορικού του παιδιού, πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένες ποιοτικές και ποσοτικές μεταβλητές, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσών που ομιλούνται στο παιδί από τους διάφορους ανθρώπους που αλληλεπιδρούν μαζί του, αλλά και των γλωσσών που ομιλούνται από το παιδί σε αυτούς τους ανθρώπους (βλ. Vender κ.ά., 2016 για ένα ερωτηματολόγιο που ακολουθεί αυτή την αρχή).
Advertising
Γλωσσική δομή: Μια άλλη πτυχή που πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά με τα πολύγλωσσα παιδιά είναι οι δομές των εν λόγω γλωσσών και ο τρόπος με τον οποίο αυτές σχετίζονται μεταξύ τους. Πιθανές επιπτώσεις παρεμβολής από την πρώτη γλώσσα στη δεύτερη γλώσσα προκαλούνται συχνά από ένα χαρακτηριστικό της μίας γλώσσας που απουσιάζει στην άλλη γλώσσα ή που υλοποιείται διαφορετικά στις δύο γλώσσες.
Ορισμένες γλωσσικές πτυχές των δεύτερων γλωσσών είναι πιο δύσκολο να μαθευτούν, απαιτώντας περισσότερο χρόνο σε σχέση με την απόσταση από τη μητρική γλώσσα (για παράδειγμα, ο σχηματισμός ρημάτων στα Αγγλικά είναι ιδιαίτερα δύσκολος για τους ομιλητές που έχουν την κινεζική γλώσσα ως πρώτη γλώσσα – Paradis κ.ά., 2012), καθώς και μορφές που συχνά παραλείπονται επειδή δεν υπάρχουν στη μητρική γλώσσα (για παράδειγμα, άρθρα όπως το the και το a συχνά παραλείπονται στα Αγγλικά από παιδιά που μιλούν γλώσσες που δεν τα έχουν· βλ. Paradis κ.ά., 2012).
Βέλτιστη(ες) πρακτική(ές)
Η υποστήριξη της εκμάθησης των γλωσσών σε πολύγλωσσες κοινότητες είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί η βέλτιστη γλωσσική ανάπτυξη. Η οικογένεια και το περιβάλλον του παιδιού (οι συγκεκριμένες συνθήκες χρήσης της γλώσσας με την πάροδο του χρόνου) πρέπει να υποστηρίζονται και θα πρέπει να διαδίδονται οι σωστές πληροφορίες σχετικά με τα οφέλη της συνέχισης της χρήσης της μητρικής γλώσσας.
Κέντρα πληροφόρησης όπως το Bilingualism Matters (βλ. παρακάτω), τα οποία στοχεύουν στη δημιουργία συνδέσεων μεταξύ των ερευνητών και της ευρύτερης κοινωνίας, παρέχουν σημαντικούς πόρους που μπορούν να επιτρέψουν στους φροντιστές, τους εκπαιδευτικούς και τους επαγγελματίες υγείας να λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με τη διγλωσσία με βάση γεγονότα και όχι παρανοήσεις.
Το μήνυμα ότι η διγλωσσία δε θα εμποδίσει τη γλωσσική συμπεριφορά των παιδιών τους, ακόμη κι αν υποφέρουν από γλωσσικές διαταραχές, πρέπει να μεταδοθεί με σαφήνεια και να υποστηριχθεί από καλές πρακτικές.
Για να συνοψίσουμε την προσέγγιση που αναπτύσσεται σε αυτό το έγγραφο πολιτικής, είναι σημαντικό να:
- Παρακολουθήσουμε τη γλωσσική ανάπτυξη σε σχέση με το πόσο εκτίθεται το παιδί στις διαφορετικές γλώσσες, λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική διάρκεια της έκθεσης σε μια αθροιστική μορφή που λαμβάνει υπόψη τις διαφορετικές εμπειρίες του παιδιού με κάθε γλώσσα
- Συλλέξουμε πληροφορίες και για τις δύο γλώσσες, ιδιαίτερα για τη μητρική γλώσσα, για να διαφοροποιήσουμε τις πιθανές επιπτώσεις των γλωσσικών διαταραχών από περιοχές που είναι απλώς ευάλωτες λόγω της δομικής απόστασης μεταξύ των γλωσσών και των φυσιολογικών αναπτυξιακών διαδικασιών
- Υποστηρίξουμε τις μητρικές γλώσσες ως τον κύριο πόρο για τη συνεπή γλωσσική εισαγωγή στο σπίτι και για την ανάπτυξη της γλωσσικής ταυτότητας
- Να έχουμε υπόψη ότι εάν ένα παιδί έχει ΑΓΔ, όλες οι γλώσσες θα επηρεαστούν, αν και αυτό θα εκδηλωθεί με τρόπους που αφορούν συγκεκριμένα τη γλώσσα – διαφορετικές πτυχές της γραμματικής είναι ευάλωτες σε διαφορετικές γλώσσες (οι καταλήξεις ρημάτων στα Αγγλικά, αλλά ορισμένες αντωνυμίες στα Ιταλικά, τα Ισπανικά ή τα Γαλλικά).
Τι μπορεί να γίνει; Μερικές συστάσεις
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι κάθε ένδειξη δημιουργικότητας στη χρήση της γλώσσας από τα παιδιά, ακόμη κι αν αποκλίνει από τη γλώσσα των ενηλίκων, είναι πάντα ένα θετικό σημάδι όσον αφορά την ανάπτυξη της γλώσσας. Πολλά από τα γραμματικά λάθη που κάνει ένα παιδί είναι προσπάθειες εξερεύνησης του γλωσσικού συστήματος, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν ένα παιδί χρησιμοποιεί ένα ανώμαλο ρήμα σε κανονική μορφή (π.χ., goed από go).
Σε παιδιά με περισσότερες από μία γλώσσες, ορισμένες περιπτώσεις απόκλισης μπορούν να προκληθούν από την επαφή μεταξύ των δύο γλωσσών: για παράδειγμα, η χρήση λέξεων από δύο γλώσσες στην ίδια πρόταση (il gatto is drinking latte, «η γάτα πίνει γάλα»), γενικά δεν αποτελεί ένδειξη σύγχυσης, αλλά ένδειξη ανάπτυξης της γλωσσικής ικανότητας και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να αποθαρρύνεται.
Advertising
Είναι γενικά σημαντικό να ενθαρρύνεται η χρήση και των δύο γλωσσών και να μη διορθώνονται τα παιδιά όταν αυτό δε συμμορφώνεται με την τυπική γλώσσα. Τα παιδιά μαθαίνουν μια γλώσσα μέσω θετικών στοιχείων από άλλους ομιλητές, τα οποία περιλαμβάνουν την ακρόαση και τη λήψη επαρκών ευκαιριών για εξάσκηση της γλώσσας. Οι διορθώσεις, από την άλλη πλευρά, έχουν αναφερθεί από αρκετές μελέτες ως μη αποτελεσματικά εργαλεία για την εκμάθηση των γλωσσών.
Είναι απαραίτητο, σε κάθε περίπτωση, να μην εγκαταλείπεται η μητρική γλώσσα. Αυτή αποτελεί πηγή πλούτου, ιδίως για πολλές λεπτές και κρίσιμες πτυχές της γλωσσικής ικανότητας, όπως οι αφηγηματικές δεξιότητες, η συλλογιστική με τη γλώσσα, η ικανότητα αλληλεπίδρασης σε μια συζήτηση και, φυσικά, η επικοινωνία εντός της οικογένειας.
Η μητρική γλώσσα είναι επίσης ένα ουσιαστικό μέσο για την ανάπτυξη της αυτογνωσίας και της πολιτισμικής ταυτότητας και, ως εκ τούτου, πρέπει να παραμείνει μέρος της εμπειρίας της ζωής του παιδιού.
Το παρόν άρθρο, με τίτλο Διαφοροποίηση πολύγλωσσων και παιδιών με ΑΓΔ, αποτελεί μετάφραση και προσαρμογή του πρωτότυπου άρθρου που μπορεί να βρεθεί εδώ.
Βιβλιογραφία
Bilingualism Matters: http://www.bilingualism-matters.ppls.ed.ac.uk
Advice for Speech and Language Therapists from the Centre for Literacy and Multilingualism at Reading: http://www.reading.ac.uk/celm/media/1125/b18587-celm-multilingualism-therapists-hmt-v5b.pdf
Bilingualism London Clinical Excellence Network: A group of speech and language therapists with specialist clinical interest and experience in working with children and families from diverse cultural and linguistic backgrounds: https://www.bilingualismcen.com
Naldic, national subject association for English as an additional language: https://naldic.org.uk
Naplic, professionals supporting language and communication development: https://www.naplic.org.uk
National Literacy Trust: https://www.literacytrust.org.uk
Royal College of Speech and Language Therapists: https://www.rcslt.org/clinical_resources/bilingualism/bilingualism_overview
Περαιτέρω βιβλιογραφία
Bird, E. K. R., Genesee, F. & Verhoeven, L. (2016). Bilingualism in children with developmental disorders: A narrative review. Journal of Communication Disorders, 63, 1–14.
Garraffa, M., Guasti, M.T., Marinis, T. & Morgan, G. (2018). Editorial: Language acquisition in diverse linguistic, social and cognitive circumstances. Frontiers in Psychology, 9, 1807.
Paradis, J., Schneider, P. & Sorenson Duncan, T. (2012). Discriminating children with language impairment among English-language learners from diverse first-language backgrounds. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 56(3), 971–981.
Uljarević, M., Katsos, N., Hudry, K. & Gibson, J. L. (2016). Practitioner review: Multilingualism and neurodevelopmental disorders – an overview of recent research and discussion of clinical implications. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 57(11), 1205–1217.
Vender, M., Garraffa, M., Sorace, A. & Guasti, M.T. (2016). How early L2 children perform on Italian clinical markers of SLI: A study of clitic production and nonword repetition. Clinical Linguistics and Phonetics, 30(2), 150–169.