
Το ιαπωνικό θέατρο περιλαμβάνει δύο βασικές μορφές: το δραματικό θέατρο Νo ή Νογκάκου και το σατιρικό Κιόγκεν. Η λέξη Νο σημαίνει “ταλέντο, δεξιότητα”. Το κλασικό Νo, που οδήγησε και στη δημιουργία του Κιόγκεν, εμφανίστηκε τον 14ο αιώνα. Τον 15ο αιώνα, έζησε τη χρυσή εποχή του, χάρη στον ηθοποιό, συγγραφέα και θεωρητικό Ζεαμί, αλλά και στον πατέρα του Κανάμι. Οι ρίζες του είναι τα θρησκευτικά τελετουργικά. Ωστόσο, επικεντρώθηκε στην ιστορία και τον μύθο, και στη συμβολική παρουσίαση των διάφορων γεγονότων.
Η αισθητική του θεάτρου Νο επηρεάστηκε από τον βουδισμό, αλλά και από άλλες ιαπωνικές τέχνες όπως η ανθοδετική ή το χαϊκού. Μια παράσταση του ιαπωνικού θεάτρου Νο μπορούσε να περιλαμβάνει παντομίμα, ακροβατικά και χορό, διατηρώντας τον χαρακτήρα του χοροδράματος. Κάποια από αυτά τα χαρακτηριστικά, ωστόσο, τα διοχέτευσε στο Κιόγκεν.
Το Κιόγκεν, που μεταφράζεται ως “τρελά λόγια” είναι κάτι αντίστοιχο του ελληνικού σατιρικού δράματος. Σκοπός του είναι να μεταφέρει το θεατή σε ευχάριστες στιγμές της καθημερινότητας. Συνήθως παιζόταν ανάμεσα σε δύο παραστάσεις του θεάτρου Νο, ώστε να εκτονώσει τον θεατή από τη συναισθηματική φόρτιση.

Η σκηνή του Νo είναι πολύ απλή για να μην τραβά την προσοχή. Η αρχιτεκτονική του πηγάζει από αυτή των ναών του Σιντοϊσμού. Ο μοναδικός διάκοσμος της σκηνής είναι ένα πεύκο, κάτω από το οποίο κάθονται οι μουσικοί. Τα κοστούμια είναι πλούσια, φτιαγμένα από μετάξι, ενώ φέρουν συμβολικά σχήματα, με βάση τον εκάστοτε ρόλο. Οι μάσκες του ιαπωνικού θεάτρου Νο συμβολίζουν το φύλο, την ηλικία και την κοινωνική τάξη του ήρωα. Με τη χρήση της μάσκας, οι ηθοποιοί -που ήταν μόνο άντρες- εκφράζουν το συναίσθημά τους πιο ελεγχόμενα. Συνήθως αυτό γίνεται μέσω των κινήσεών τους και της γλώσσας του σώματος.
Συχνά βασίζεται σε ιστορίες της παραδοσιακής λογοτεχνίας. Υπερφυσικά όντα μεταμορφώνονται σε ανθρώπους και αφηγούνται την εκάστοτε ιστορία. Τα έργα είναι συνήθως δίπρακτα και σπανιότερα μονόπρακτα. Συνήθως χωρίζονται στις παρακάτω κατηγορίες: έργα με ήρωες θεούς (κάμι-μόνο), έργα με ήρωες πολεμιστές σαμουράι (σούρα-μόνο), έργα με γυναίκες ηρωίδες (κάτσουρα-μόνο) και έργα με έντονο φινάλε και πρωταγωνιστές συνήθως δαίμονες ή άλλες υπερφυσικές μορφές (κίρι- Νo).
Το θέατρο Νο επικράτησε μέχρι και τον 16ο αιώνα. Τον 17ο αρχίζει η υποβάθμισή του. Έκτοτε αρχίζουν να ευνοούνται περισσότερο νέες μορφές, όπως το κουκλοθέατρο ή το Καμπούκι. Το Καμπούκι είναι γνωστό για στιλιζάρισμά του και για τις πολυτελείς ενδυμασίες των ηθοποιών. Το ιδεόγραμμά του μεταφράζεται ως τραγούδι, χορός και ικανότητα. Στα μέσα του 18ου αιώνα το Καμπούκι έχασε τη λάμψη του. Ωστόσο, οι κοινωνικές αλλαγές του 19ου αιώνα και το άνοιγμα της Ιαπωνίας στη Δύση οδήγησαν στην ανασύστασή του και στην προσαρμογή του στη νέα εποχή.

Ο Μπρεχτ, ο Πίτερ Μπρουκ, ο Ευγένιος Ο’Νιλ είναι μόνο κάποιοι από τους ανθρώπους του θεάτρου στη Δύση, που επηρεάστηκαν από το ιαπωνικό θέατρο. Το Καμπούκι, μάλιστα, είναι ίσως ο πιο δημοφιλής εκπρόσωπος του ιαπωνικού θεάτρου στη Δύση, επηρεάζοντας σημαντικά με τις τεχνικές και τη μουσική του.
Όπως, μάλιστα, έγραψε ο Μάριος Πλωρίτης τον Φεβρουάριο του 1964, στο περιοδικό Θέατρο: “Το Νο […] είναι το μόνο είδος που έχει διατηρήσει ατόφια τα κείμενά του, αλλά και τον τρόπο ερμηνείας τους. […] Το Νο χάρη σε μια αδιάσπαστη “σκυταλοδρομία” αφοσιωμένων εκτελεστών, κρατάει στις σημερινές παραστάσεις του την ίδιαν ακριβώς μορφή που είχε στον καιρό της ακμής του. Και την ίδια μαγεία.”