
Ο Τσέζαρε Παβέζε (Cesare Pavese) ήταν Ιταλός ποιητής, πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, γλωσσολόγος και μεταφραστής. Γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1908 στην επαρχία Κούνεο της Ιταλίας και συγκεκριμένα στο Santo Stefano Belbo. Ξεκίνησε εκεί τη στοιχειώδη εκπαίδευσή του και την ολοκλήρωσε στο Τορίνο. Στα 6 του χρόνια έχασε τον πατέρα του και στα 22 την μητέρα του. Σε νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αγγλική λογοτεχνία. Στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο όπου φοιτούσε, ανέλαβε διατριβή για την ποίηση του Walt Whitman και μετέφρασε Αμερικανούς και Βρετανούς συγγραφείς, που ήταν νεοεμφανιζόμενοι στο ιταλικό κοινό. Στο προτελευταίο έτος της Φιλοσοφικής σχολής του Τορίνο συνάντησε τη μοίρα του: μια καθηγήτρια μαθηματικών, σκληρή και αποφασιστική, κομμουνίστρια, με ισχυρή θέληση και την ερωτεύτηκε παράφορα. Η γυναίκα αυτή τον σημάδεψε δια βίου.
Υπήρξε φανατικός αντιφασίστας και συνελήφθη το 1935 όπου καταδικάστηκε για κατοχή επιστολών από πολιτικό κρατούμενο. Μετά από μερικούς μήνες στη φυλακή, εστάλη εξόριστος στη Nότια Ιταλία. Ένα χρόνο αργότερα επέστρεψε στο Τορίνο κι εργάστηκε για τον αριστερό εκδοτικό οίκο Einaudi, ως συντάκτης και μεταφραστής.
Όταν έμαθε πως η μαθηματικός που είχε ερωτευτεί παντρεύτηκε, το πλήγμα γι’ αυτόν ήταν ανεπανόρθωτο. Από τότε η προδοσία της τον οδήγησε να παρουσιάζει στα έργα του τις γυναίκες ως σκεύος σαρκικής ηδονής και τίποτε περισσότερο. Φαίνεται πως είχε φτάσει σ’ ένα τέρμα, σ’ ένα μη περαιτέρω, σ’ ένα εντέλει. Δεν ήθελε να συνεχίσει. Ο τελευταίος έρωτάς του ήταν μια Αμερικανίδα ηθοποιός. Αυτή ήταν η τελευταία γυναίκα. Παραιτήθηκε, όπως παραιτείται κανείς από ένα δικαίωμα, από μια επιθυμία, από τη ζωή, από τον έρωτα και εντέλει από την ποίηση.
“Όσο περισσότερο προσδιορισμένος και σαφής είναι ο πόνος,
τόσο περισσότερο παλεύει το ένστικτο της ζωής
και καταρρέει η ιδέα της αυτοκτονίας.
Έμοιαζε εύκολο να το συλλογίζεσαι.
Ακόμα και γυναικούλες το έχουν κάνει.
Χρειάζεται ταπεινότητα, όχι αλαζονεία.
Όλα αυτά με αηδιάζουν.
Όχι λόγια. Μια χειρονομία. Δεν θα ξαναγράψω πια.”
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του ποιητή Τσέζαρε Παβέζε στο ημερολόγιό του. Μια ερωτική απογοήτευση και η πολιτική απομυθοποίηση, μόλις στα 42 του χρόνια, τον οδήγησαν στην αυτοκτονία, από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών. Έφυγε από τη ζωή στις 27 Αυγούστου 1950, διαλέγοντας ένα δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Τορίνο, κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό, θέλοντας να πεθάνει στην πόλη του, σαν ένας ξένος. Για μια γυναίκα; Γι’ αυτήν που είναι η ζωή και ο θάνατος; Ασφαλώς όχι. Λέει:
Δεν αυτοκτονεί κανείς για τον έρωτα μιας γυναίκας. Αυτοκτονεί γιατί ένας έρωτας, οποιοσδήποτε έρωτας, μας αποκαλύπτει τη γύμνια μας, την αθλιότητά μας, την ανημπόρια, την μηδαμινότητα.
Προς το τέλος της ζωής του, επισκεπτόταν συχνά το Le Langhe, την περιοχή που γεννήθηκε και έβρισκε μεγάλη παρηγοριά. Η περιοχή αυτή, που περνούσε τις καλοκαιρινές διακοπές του ως αγόρι, είχε μεγάλη επίδραση πάνω του. Είναι χωριό γεμάτο λόφους κι αμπελώνες και αναγνώριζε τις σκληρές και βασανιστικές συνθήκες διαβίωσης των φτωχών αγροτών της περιοχής. Πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις έλαβαν χώρα στη περιοχή, μεταξύ Γερμανών και παρτιζάνων. Αυτός ο τόπος είχε γίνει μέρος της προσωπικής μυθολογίας του.

Το συγγραφικό του έργο
Ο Παβέζε εμφανίστηκε το 1936 με την ποιητική συλλογή “Η Δουλειά Κουράζει”, σύντομα όμως εγκατέλειψε την ποίηση και αφοσιώθηκε στην πεζογραφία. Στην ποίηση επέστρεψε περί τα τέλη του βίου του με δύο σύντομες ποιητικές ενότητες. Η πρώτη τιτλοφορείται “Η γη και ο θάνατος” και περιλαμβάνει 9 ποιήματα που γράφτηκαν στη Ρώμη το 1945 και δημοσιεύτηκαν δύο χρόνια αργότερα στο περιοδικό Le tre Venezie. Η δεύτερη ενότητα βρέθηκε μετά την αυτοκτονία του Παβέζε, ανάμεσα στα χαρτιά του. Τα δέκα ποιήματα αυτής της σειράς, που έχει τίτλο “Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου”, γράφτηκαν στο Τορίνο το 1950 κι αποτελούν το κύκνειο άσμα του ποιητή. Και οι δύο ποιητικές ενότητες, τυπώθηκαν έπειτα από τον θάνατο του Παβέζε, σ’ έναν τόμο με τον γενικό τίτλο “Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου”.
Οι τελευταίες αυτές ποιητικές καταθέσεις του Παβέζε έχουν κοινή, ερωτική θεματική. Και στις δύο ποιητικές ενότητες κυριαρχεί η μορφή μιας γυναίκας. Γύρω από αυτόν τον κεντρικό πυρήνα ο Παβέζε ενορχηστρώνει μια σειρά από δευτερογενή θέματα, που ανάγονται στις πεποιθήσεις του για τη δαιμονική αλήθεια της φύσης και τις αγροτικές ρίζες της τέχνης. Έτσι, το φυσικό τοπίο και οι μυθικές προεκτάσεις του ταυτίζονται με τη μορφή της γυναίκας στην ενότητα “Η γη και ο θάνατος”. Επίσης, μπορούμε να διαπιστώσουμε στην ίδια ενότητα, το ταραγμένο κλίμα της μεταπολεμικής εποχής, όπως καταγράφεται στις συχνές αναφορές του Παβέζε στον εφιάλτη του πολέμου. Αντιθέτως, στην ποιητική ενότητα “Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου” η ποίηση του Παβέζε γίνεται περισσότερο βιωματική και αρθρώνεται κάτω από συνθήκες αφόρητης απουσίας ανθρώπων, ώστε αυτά τα ποιήματα να απηχούν αυτό που υπήρξε το κεντρικό μοτίβο της ποίησης και της πεζογραφίας του: τη μοναξιά του ατόμου και την αποτυχία των κοινωνικών του σχέσεων.
Χαρακτηριστικός πρωταγωνιστής στο έργο του είναι ο μοναχικός άντρας, είτε εξ επιλογής, είτε λόγω περιστάσεων. Οι σχέσεις του με τους άντρες και τις γυναίκες έτειναν να είναι προσωρινές και επιφανειακές. Μπορεί να επιθυμούσε να έχει περισσότερη αλληλεγγύη με τους άλλους ανθρώπους, αλλά κατέληγε συχνά προδομένος από ιδανικά κι από φίλους. Ανέκαθεν προσπαθούσε να ξεφύγει από την εσωτερική μοναξιά, την οποία ένιωθε σε ύψιστο βαθμό. Τα θέματα “έρωτας” και “θάνατος” κυριαρχούν με άμεσο τρόπο και αν προσθέσει κανείς σ’ αυτά το ζήτημα της τέχνης και της ύπαρξης, θα μπορούσε να πει ότι έχει ανακαλύψει τις κινητήριες δυνάμεις των ποιημάτων του Παβέζε.
Το 1950 κέρδισε το Βραβείο Strega για το La Bella Estate (Όμορφο Καλοκαίρι), που περιλάμβανε τρεις νουβέλες. Συνολικά έγραψε 10 μυθιστορήματα, 2 τόμους διηγημάτων, 2 ποιητικές συλλογές, μία συλλογή διαλογικών κειμένων κι ένα πλήθος λογοτεχνικών άρθρων και μεταφράσεων. Συγκαταλέγεται σε μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες των ιταλικών γραμμάτων του 20ού αιώνα.
Ακολουθεί ένα από τα πιο γνωστά του ποιήματα, το οποίο θεωρήθηκε προφητικό:
«O θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου / Verra la morte e avra i tuoi occhi»
Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου –
αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει
απ’ το πρωί ως το βράδυ, άγρυπνος,
κρυφός, σαν μια παλιά τύψη
ή μια παράλογη συνήθεια. Τα μάτια σου
θα ‘ναι μια άδεια λέξη,
κραυγή που έσβησε, σιωπή.
Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωινό
όταν μονάχη σκύβεις
στον καθρέφτη. Ω, αγαπημένη ελπίδα,
αυτή τη μέρα θα μάθουμε κι εμείς
πως είσαι η ζωή κι είσαι το τίποτα.
Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα.
Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου.
Θα ‘ναι σαν ν’ αφήνεις μια συνήθεια,
σαν ν’ αντικρίζεις μέσα στον καθρέφτη
να αναδύεται ένα πρόσωπο νεκρό,
σαν ν’ ακούς ένα κλεισμένο στόμα.
Θα κατεβούμε στην άβυσσο βουβοί.