«Τίποτα δεν είναι απλό όταν έχεις προηγουμένως υποφέρει. Τότε το κάθε τι που ξεφεύγει από την τανάλια του πόνου γίνεται τόσο πολύτιμο όσο εκείνα που θεωρούμε εκλεκτά επειδή σπανίζουν», γράφει ο πρώην καθηγητής μου Βασίλης Καραποστόλης για τη «γενιά της όρεξης», τη δεκαετία του ’60, μέσα στην οποία ανέτειλαν τεράστιες προσωπικότητες, οχυρωμένες με έναν διακαή πόθο και μια ατσάλινη αποφασιστικότητα να κάνουν πράξη το πλέον κλισέ τσιτάτο «αλλάζω τον κόσμο». Μέσα σε όλο αυτό το επαναστατικό ανθρωπομάνι εσύ ένας Έλληνας με το απαραίτητο αντιστασιακό μουστάκι και τα μαύρα γυαλιά στέκεις μπροστάρης του ανθρώπινου μεγαλείου. Μεγάλε Χρόνη Μίσσιο που με το απύθμενο φως σου, απύθμενα όπως θα έλεγε και ο Λιαντίνης, σκιαγράφησες με αμεσότητα όχι μόνο τις εξευτελιστικές συνθήκες των εξόριστων αριστερών στις απάνθρωπες φυλακές και τα άγονα ερημονήσια αλλά τόνισες πως πέρα από κάθε ιδεολογία, η αγάπη είναι η μεγαλύτερη επανάσταση.
Δεν ξέρω από πού να σε πιάσω και ούτε μπορώ να σου αποδώσω τα εύσημα όπως σου αντιστοιχούν. Η απόπειρα αυτής της επιστολής γίνεται για να προσωπογραφήσω έναν δικό μου Χρόνη Μίσσιο, με βασικές θεματικές τα επίκαιρα, άκρως ρεαλιστικά, ξεχυμένα γοητεία κείμενα σου. Σαν βιογραφικό σημείωμα θα παραθέσω μόνο την εξής πρόταση και την ξέρεις καλύτερα από μένα. Μεγάλωσες σε έναν εργατομαχαλά της Καβάλας με ορθάνοιχτα τα παράθυρα και τις πόρτες, ζώντας το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου σε κελιά μέσα στα οποία έμαθες να διαβάζεις και να γράφεις, απαρνήθηκες το άστυ και έζησες ως θερμός οπαδός της οικολογίας μέχρι το τέλος της ζωής σου μαζί με τη γυναίκα σου σε ένα χωριό στο Καπανδρίτι.
Απελάτης εσύ του συστήματος, ο πάντα «έκθετος», ο «Λάθε βιώσας» του Παλαμά, ο κατ’ επιλογήν στην απέξω, με τη στάση ζωής σου ενόχλησες το κράτος και το πλήρωσες με αίμα. Άλλωστε η απαρέσκεια σου προς τον πολιτισμό που τρέφει πρόβατα- πτώματα και μοιράζει χλωροφύλλη για βοσκή καθώς και η παραδοχή της αποτυχημένης, αριστερής καθοδήγησης είναι πρόδηλα στο σώμα σου, στη πένα σου. Σαλονικιέ μπορεί να απεβίωσες το 2012, αλλά μας κληροδότησες εκείνο το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» ή τη συνέχεια του «Χαμογέλα, ρε…. Τι σου ζητάνε;» πανταχού παρόντα όχι ως εγχειρίδια ψευδοεπαναστατών που νοσούν από την μοδάτη, σημερινή αριστερίλα αλλά ως ατόφιες ιστορικές παρακαταθήκες μιας σκοτεινής εποχής όπου τα άνωθεν στελέχη και ο κάτωθεν λαός «αφήνανε τον γάμο και κυριολεκτικά ασχολιόντουσαν με πουρνάρια.»

Ζούσες στη «χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας» όπως ζω κι εγώ στο παρόντα χρόνο και μέσα από την κόλαση που πέρασες μου μιλάς ειλικρινά, χωρίς ιδιοτέλειες και φορεμένες μάσκες. Στο δεύτερο βιβλίο σου, τυπωμένο το 1988 με τον τίτλο «Χαμογέλα, ρε…. τι σου ζητάνε;» γράφεις, Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν’ απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας…
Διαβάζοντας τα γραπτά σου ανά τα χρόνια, ένα πράγμα για το οποίο είμαι ευγνώμων που μου έμαθες είναι εκείνα τα ταξίδια του μυαλού που σε απαγκιστρώνουν από τα βάσανα της ζωής, από τη τετράγωνη λογική της πραγματικότητας, της καθημερινής απομόνωσης κλειδαμπαρωμένος/η σε σπίτια και σε γραφεία. Κήρυξες επίσης τη σημασία που έχει η διαφορετικότητα του κάθε ανθρώπου στην ανθρώπινη εξέλιξη, πίστεψες στην αποδόμηση της ταμπέλας του καλού και του κακού και συγχώρεσες τους προδότες για να αποδείξεις έμπρακτα πως δεν μπορείς να «μετρήσεις» με αριθμούς τον άνθρωπο. Στο βιβλίο «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991) αποσείεις τις ωμές περιγραφές των αγώνων των προηγούμενων εποχών ενώ πλέον μεταβιβάζεις τον επαναστατικό αγώνα εντός των ανθρωπίνων καρδιών. Θαρρώ πως δεν μπορούμε να μιλάμε πια για ελευθερία, αλλά για μια απελευθέρωση… Ναι… πρέπει να αποκαταστήσουμε τη ζωή μέσα μας. Χωρίς μια βαθιά επανάσταση του είναι μας, αν δεν ξεράσουμε όλη τη φιλοσοφική και ιδεολογική σαβούρα που μας τάισε ο «πολιτισμός», δεν πρόκειται να πετάξουμε προς πουθενά.

Με παρόμοιο τρόπο εξακολούθησες να γράφεις το «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996) και το ¨Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001). Σε αυτά, διατυμπανίζεις το κάλλος του έρωτα, την θαλασσινή και τη βουνίσια ελευθερία, την απελευθέρωση από τις κοινωνικές κατασκευές. Ουσιαστικά οραματίζεσαι μία διαφορετική προσέγγιση ζωής που εμπνέεται από την ολιστική οικολογία και την αφοσιωμένη προσπάθεια επαναφοράς των χαμένων αξιών. Στο κάτω κάτω, η ομορφιά βρίσκεται στ’ ακροδάχτυλα της ψυχής του καθενός μας. Πέρα από κάθε ιδεολογική τοποθέτηση μου, τα ανθρωπιστικά μηνύματα σου είναι μπολιασμένα μέσα μου τόσο οργανικά όσο ένα χαμομήλι που φυτρώνει στις άκρες των εθνικών οδών. Είναι αναπόφευκτο να συμφωνήσω με εσένα σπουδαίε ανθρωπιστή ότι το σύστημα είναι «παράλογο, αφύσικο και παραπλανητικό.» Εσύ που μοιραία παραδέχτηκες πως το σύστημα δεν αλλάζει αλλά παρά ταύτα νικητές βγαίνουν όσοι δεν επιτρέπουν στο σύστημα να τους αλλοιώσει. Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις την βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα.
Δυστυχώς δεν κατάφερες να ολοκληρώσεις το κύκνειο άσμα σου που φέρει τον τίτλο « 8- 3= 11» και για αυτό το λόγο θεωρείται το λιγότερο άρτιο από τα υπόλοιπα. Όμως, κυκλοφόρησε το 2019 με τις προσθήκες της γυναίκας σου Ρηνιώς Παπατσαρούχα. Στο βιβλίο σου, υμνείς και πάλι την αξία της αγάπης η οποία δύναται να καταργήσει κάθε εξουσία μέσα στη κοινωνική δομή που θα αναζωογονηθεί και θα μεταβληθεί μέσω της αλληλεπίδρασης με τη φύση και τον εναγκαλισμό της ερωτικής απελευθέρωσης.
Δάσκαλε Μίσσιο, το σύμπαν που δημιούργησες δεν είναι ατελέσφορο. Οι λέξεις σου όσο απλές και λαϊκές είναι σαν ελεύθερες μαργαρίτες, τόσο πιο βασανιστικά εμποτίζονται στη μνήμη μου. Γιατί είναι βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα, τα δικά σου χιλιόμετρα ζωής και δεν μπορώ να αποστρέψω το κεφάλι. Γυρίζω τις σελίδες των βιβλίων σου και έχω μια αίσθηση πως εκσφενδονίζεται η βέργα του δασκάλου πάνω στη δεξιά μου παλάμη και εγώ του γυρίζω στωικά και την αριστερή μου.
Σ’ ευχαριστώ,
Α.