Η Λυδία ζωντανεύει μέσα απ’ τις σελίδες της Όλγας Νικολαΐδου και μας χτίζει έναν κόσμο δικό της, σύνθετο και απλό μαζί, στο »άνεμος ωραίος»
«Μαμά, κοίτα τι έβγαλα στο χέρι μου!»
«Μέτραγες τ’ αστέρια χθες το βράδυ;»
Στην αντίφαση αυτή λειτουργούν οι πιο μύχιες σκέψεις της ηρωίδας από το παρελθόν, αλλά και τη ροή ενός σύντομου παροντικού σύμπαντος για το οποίο αμφιβάλλει αλλά και το υποστηρίζει, πλέον με τον τρόπο της.
«Το όνομά μου είναι: Λυδία. Όταν ήμουν μικρή, πίστευα ότι η Λυδία είναι μια κοπέλα με μαύρα μαλλιά και καστανά μάτια. Στο Δημοτικό, πέρασα μια περίοδο σύγχυσης, γιατί έμαθα ότι η Λυδία ήταν χώρα», ξεκινά το κεφάλαιο με το γράμμα «Λ» και μας συστείνεται με την παιδική ειλικρίνια που επικαλείται αφηγηματικά σε όλη την έκταση του κειμένου.
Στο ψυχολογικής διάστασης αυτό μυθιστόρημα, στην ενδότερη αυτή πορεία, οι εντάσεις είναι μετρημένες και η ηρωίδα διατρέχει τη ζωής της σε ένα εξομολογητικό ύφος, όχι όμως στη διάσταση της «άφεσης αμαρτιών», αλλά κυρίως στην ένταση του να ακούσει και να συνειδητοποιήσει ότι «η ζωή είναι ζόρικη, αλλά και πολύ όμορφη, π’ ανάθεμά την».
Η συγγραφέας βρίσκει τον τρόπο, η αφηγηματική της φωνή, να υποστηρίξει την κειμενική υπόσταση του βιβλίου και να αποδώσει το συναίσθημα, την αγωνία, τα συμπεράσματα και την αίσθηση για τη ζωή που διατρέχουν τη Λυδία. Σε κάθε σελίδα βρίσκει έναν άνεμο να την ακολουθεί.
Μέσα απ’ τις σκέψεις και τους συνειρμούς της το παρελθόν αποκτά ουσία και νόημα, βρίσκει όσες εξηγήσεις και απαντήσεις για όλα εκείνα που όχι μόνο την καθοδήγησαν στις επιλογές της, αλλά και στο ύφος με το οποίο αντιμετωπίζει τη ζωή.
Η Λυδία πλέον ξέρει να πάρει τις αποφάσεις της, έχει άποψη για τη ζωή, τις σχέσεις με τους ανθρώπους και σε ένα κείμενο που παρέλκει η κλασική μορφή της πλοκής, η συγγραφέας μάς καλεί -μας προσκαλεί, θα λέγαμε- σε μία συνάντηση με την ποιότητα των ενδότερων στοιχείων – ίσως και στοιχειών μας.
Η Λυδία κάνει σκέψεις ανοιχτές, παραμιλά, στοχάζεται και αντιδρά δίχως βία. Διατηρεί την ορμή στο θυμικό της και πορεύεται σε μία ενδοσκοπική αναδρομή καταστάσεων, συνειρμών και εκείνης της αλήθειας που ξεκινά από το γράμμα «Α» -Άνεμος, άνεμος ωραίος!- για να ολοκληρώσει τον μυθιστορηματικό της βίο στο «Ω» -Ωραίο. Τι είναι εκείνο που κάνει ωραίο, το ωραίο;- και ο κύκλος, όχι να κλείσει, αλλά να ξεκινήσει απ’ την αρχή, μια νέα αρχή, παρασυρμένη απ’ το πρώτο βασικό νόημα της Λυδίας, αυτό το «ωραίο» που φυσάει και «έρχεται στην ώρα του».
Άλλωστε, αυτός που ματώνει κάθε ηλιοβασίλεμα δεν είναι ο ήλιος, είναι το είδωλό του…
Απόσπασμα:
[…] Η Λυδία, όσο μεγάλωνε το καταλάβαινε. Με ανοιχτές τις πληγές μας πορευόμαστε στη Γη. Κι ίσως το μόνο ίχνος που αξίζει να αφήσουμε πάνω σε αυτήν, να είναι, ακριβώς, το αίμα αυτών των πληγών. Αυτή η ματωμένη γραμμή που συνεχίζει να διαγράφεται, όσο εμείς συνεχίζουμε να προχωράμε.
Μετριέται το αίμα;
Το αίμα του ανθρώπου ίσως να μπορεί να το μετρήσει ο Θεός.
Αλλά έχει μέτρο ο Θεός; Ή μήπως το έχασε, όταν στον Άνθρωπο χαρίστηκε;
Άνεμος ωραίος | εκδόσεις Αρμός
Η Όλγα Νικολαΐδου είναι ηθοποιός και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στην Αθήνα, φοίτησε στη Νομική Σχολή Αθηνών, όμως ποτέ δεν άσκησε το επάγγελμα της δικηγόρου. Σπούδασε υποκριτική, εργάστηκε και συνεχίζει να εργάζεται ως αθλητικογράφος.
«Οι λέξεις δεν είναι μόνο ο τρόπος να γράφουμε και να μοιραζόμαστε τις ιστορίες μας. Έχουν κι αυτές την δική τους ιστορία, την δική τους διαδρομή. Μια διαδρομή που έχει νόημα να διασχίζεται με ευγνωμοσύνη, γιατί ακόμη και στα πιο σκοτεινά, ακόμη και στα πιο δύσκολα σημεία της, δώρα προσφέρει. Όπως άλλωστε και η ζωή».