Δε μ’ αρέσει να διαβάζω. Δε μπορώ να διαβάσω.
Δεν μ’αρέσει να διαβάζω. Δε μπορώ να διαβάσω. Η πελώρια βιβλιοθήκη στέκεται ενώπιον μου με τους τίτλους να με κοιτάζουν αφ ’ υψηλού και να κλυδωνίζουν την αυτοπεποίθηση μου. Ογκόλιθοι βιβλία από σπουδαίους συγγραφείς που βρίσκονται σε όλες τις λίστες με τα εκατό καλύτερα βιβλία όλων των εποχών. Μα είναι τόσα πολλά και εγώ διαθέτω τόσο λίγο χρόνο. Η συγκέντρωση μου με εγκαταλείπει σελίδα τη σελίδα. Οι βαρύγδουπες λογοτεχνικές εκφράσεις με πνίγουν και ο ανταγωνισμός των άλλων, εκείνων που καταβροχθίζουν δίχως αύριο ένα τεράστιο πάκο βιβλίων, με ευνουχίζουν.
Πώς να σταθώ επάξια ανάμεσα τους, αθωράκιστος μπροστά στις απόψεις τους. Σίγουρα θα μου λείπουν ικανότητες όπως η ευστροφία, η ευφράδεια, το πλούσιο λεξιλόγιο, η φαντασία, ο διανοουμενισμός. Κι όμως νιώθω ότι σπαταλούν άσκοπα τον χρόνο τους, δεν γίνεται να ζούνε τη ζωή τους και παράλληλα να βρίσκουν χρόνο για διάβασμα. Γιατί το διάβασμα είναι μοναχικό άθλημα και δυσκολεύει τη κοινωνικοποίηση με τους άλλους, τη δεξιότητα δηλαδή να συ- ζω.
Νιώθω πως η λογοτεχνία είναι στείρα, κούφια και αναποτελεσματική. Έτσι τουλάχιστον θυμάμαι να την έχω διδαχθεί στο σχολείο. Θα υπήρχε πάντα κάποιος φιλόλογος που θα με διόρθωνε αν τύχαινε και παρέκκλινα από το τι θέλει να πει ο συγγραφέας στο συγκεκριμένο απόσπασμα. Η δική μου ερμηνεία αστοχούσε μπροστά στην ενδελεχή και θεσπισμένη στη τάξη ανάλυση της εξουσιάστριας καθηγήτριας. Και συνεχώς αναρωτιόμουν μήπως τελικά δεν είμαι τόσο έξυπνος για να καταπιαστώ με το διάβασμα με τον σωστό τρόπο που επιτάσσει το εκπαιδευτικό σύστημα.
Δεν θα τα καταλάβω.
Τι μου παρέχει ένα βιβλίο που γράφτηκε έναν αιώνα πριν; Βλέπω τις βιβλιοθήκες σαν νεκροταφεία λέξεων, απόψεων νεκρών συγγραφέων. Η ιστόρηση τους είναι αναχρονιστική, παλιομοδίτικη. Βέβαια ούτε η ελαφριά λογοτεχνία με διασκεδάζει για περαιτέρω ξεφύλλισμα. Εκεί θεωρώ πως ο άσκοπος χρόνος είναι δεδομένος, άσε που ντρέπομαι να κυκλοφορήσω με αυτό στα χέρια. Θα ατιμαστώ και θα περιφρονηθώ από τους εμπειρογνώμονες, από εκείνους που υπερέχουν σε σοφία επειδή διαβάζουν τα «βαριά πυροβολικά». Υπάρχουν και σύγχρονα αναγνώσματα, άλλοτε σοβαρά, άλλοτε σοβαροφανή, που εμπνέονται από τα προβλήματα της γενιάς μου. Αλλά και αυτά τα φοβάμαι, μήπως ζητάνε προηγούμενη γνώση, να έχω συναναστραφεί δηλαδή πρώτα με τους κλασσικούς γιατί αλλιώς δεν θα τα καταλάβω.

Μια εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις.
Έτσι επιλέγω να παρακολουθήσω μια ταινία, γιατί όπως λένε μια εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις. Η ταχύτητα των σκηνών και οι εναλλαγές σε χρώματα, τοπία, πρόσωπα και ήχους δηλώνουν την ανυπέρβλητη δύναμη της να ενθουσιάζει κατακλυσμιαία τον θεατή, να του γραπώνει στιγμιαία την προσοχή. Αντίθετα με τα βιβλία που πρέπει να δαπανήσω χρόνο για να εντρυφήσω στη πλοκή και που νιώθω πολλές φορές από την πρώτη ήδη σελίδα πως θα διαρκέσει αιώνια. Πράγματι, σε αρκετά σημεία το μάτι μου λοξοδρομεί στο περιθώριο των σειρών, μειονεκτώ ως προς τη προσήλωση σε ένα κείμενο.
Σχεδόν αλληθωρίζω και όταν το πιάνω από εκεί που το άφησα έχω ήδη ξεχάσει σε τι αναφέρεται και με κόπο επιστρέφω πάλι στη προηγούμενη παράγραφο. Εκείνη τη στιγμή μπορεί να έρθει ειδοποίηση από το facebook, να με αποσπάσει μια φωτογραφία στο instagram . Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λειτουργούν στο παρόν, δε μπορώ να τα αγνοήσω γιατί είναι σαν να κλείνω τα παράθυρα μου στον έξω κόσμο. Αποκόβομαι από τους φίλους μου και τη συνηθισμένη ενημερωτική του «τι κάνουν οι άλλοι» ροή της καθημερινότητας μου. Έπειτα είναι και η ανία που μου προκαλούν τα διαβάσματα. Παραδέχομαι πως με έχει πάρει ο ύπνος μπροστά σε ένα βιβλίο και ότι επίσης ανοίγω ένα βιβλίο για να κοιμηθώ, σαν υπνωτικό χάπι.
Άρα τι νόημα έχει να ξεκινήσω ένα βιβλίο, αφού από την αρχή γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα φτάσω στη τελευταία του σελίδα. Πάντα θα υπάρχει ένας εξωτερικός ή εσωτερικός αντιπερισπασμός. Ο χρόνος είναι χρήμα και πρέπει να εργαστώ για να αποκτήσω εφόδια, να σταδιοδρομήσω, να γίνω σημαντικός πολίτης. Έχω μάθει το μοντέλου του υπερσύγχρονου ανθρώπου, που είναι μέσα σ’ όλα, διαπραγματεύεται και τεχνάζεται συνεχώς τρόπους ανάδειξης του εαυτού του και της αξίας του απέναντι στους υπόλοιπους. Βγαίνει πάντα κερδισμένος επειδή δεν αναλώνεται σε φιλοσοφικές αερολογίες περί του να ζει κανείς ή να μη ζει. Τουναντίον, πραγματώνει χειροπιαστά έργα που θα του εξασφαλίσουν προσωπική και κοινωνική ευμάρεια. Βέβαια με βίαιο τρόπο ανάγνωσα όσα μέχρι τώρα μου επέβαλλαν κάποιοι και από εκεί και πέρα τα παράτησα. Τα βιβλία με εξακοντίζουν από τη καθημερινή απαίτηση να δημιουργώ, να παράγω ψηφιακό και πραγματικό υλικό γιατί αλλιώς θεωρούμαι οκνηρός.

Θα χαρακτηριστώ περιθωριακός.
Η σιωπή της ανάγνωσης με αποδεκατίζει πνευματικά. Κινούμαι καθημερινά σε ένα κοσμικό πεδίο που αποθεώνει το τροχάδην σπέρνοντας τον θόρυβο και την οχλαγωγία. Στα μάτια της παραδεκτής κοινωνίας αν δεν τερματίσω πρώτος, έστω δεύτερος, στον αγώνα δρόμου που ημερησίως καλούμαι να περατώσω, θα χάσω τη ταυτότητα μου. Τη σχέση μου με τη πραγματικότητα και τους άλλους. Ως επακόλουθο θα χαρακτηριστώ περιθωριακός και η κοινή γνώμη θα με πετάξει έξω.
Αν η ουσία του διαβάσματος (και που το καθιστά πάλι καταναγκαστικό έργο) δεν είναι μονάχα η επίδειξη γνώσεων προς τους άλλους. Ή η απόκτηση της αίγλης του να είναι κανείς γνώστης των πάντων. Φιλομαθής άρα και διαπρεπής στο περιβάλλον του και τη κοινωνία. Που μπορώ τότε να ψάξω για τη κινητήριο δύναμη που ξεκλειδώνει την επιφυλακτικότητα μου; Και για να είμαι ειλικρινής πως απαλλάσσομαι από την ανία που μου προκαλεί η ανάγνωση;